Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Ὑμνογράφος
Χριστούγεννα στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ μὲ Λειτουργὸ τὸν ἅγιο Γέροντα ἦταν μιὰ μοναδικὴ ἐμπειρία. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ περιστατικὸ ποὺ διηγοῦνται κάποιοι φοιτητὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ τέτοια μέρα εἶναι συγκλονιστικό. Μὲ ὅλα τὰ χρώματα τοῦ λόγου καὶ ἄν προσπαθήσουμε νὰ τὸ ζωγραφίσουμε δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε τὴν ὀμορφιά του. Θὰ τὸ προσπαθήσουμε ὅμως γιὰ νὰ μεταδώσουμε κι’ ἐμεῖς τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγεννιάτικων στιγμῶν τοῦ Γέροντα Ἰακώβου.
Μετὰ τὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων ἀποσύρθηκαν μοναχοὶ καὶ ἐπισκέπτες γιὰ λίγη ξεκούραση στὰ κελλιά τους. Ὁ χειμωνιάτικος καιρὸς καὶ τὸ κρύο μάζευαν ὅλους σὲ ζεστοὺς χώρους. Στὸ μοναστήρι βέβαια τὰ κελλιὰ δὲν εἶχαν θέρμανση, πολὺ δὲ περισσότερο τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντα. Στὴν τραπεζαρία ὑπῆρχε μόνο μιὰ σόμπα, ποὺ σκόρπιζε θαλπωρὴ στοὺς ἀσυνήθιστους ἀπὸ τὸ κρύο προσκυνητές. Καὶ αὐτὴ ὅμως δὲν ἦταν ἀπαραίτητη γιατὶ ὁ Χριστὸς θέρμαινε τὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ Τὸν ἀγαποῦσαν ” ὑπὲρ πατέρα καὶ μητέρα ” καὶ ποὺ γι’ Αὐτὸν ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα· ἰδιαιτέρως τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ οἱ φίλοι τοῦ θείου Βρέφους κάνουν φάτνη τὴν καρδιά τους γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ ζεσταθοῦν ἀπὸ τὴ ζωντανὴ παρουσία Του. Οἱ δύο φοιτητὲς ξεκουράστηκαν λίγο, ἀλλὰ τὰ κελλιά τους δὲν τοὺς κρατοῦσαν. Βγῆκαν ἔξω γιὰ ἕνα περίπατο στὸ δάσος. Ὁδήγησαν τὰ βήματά τους πρὸς τὸ Ἁγιονέρι, μιὰ περιοχὴ μὲ πολλὰ πλατάνια καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ἔτρεχε μὲ ταχύτητα τὰ γάργαρα νερά του. Καθὼς περπατοῦσαν ἄκουσαν κάποιον νὰ ψάλλει πολὺ γλυκὰ ” Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε “. Πλησίασαν πρὸς τὸ μέρος, ἀπὸ ὅπου ἐρχόταν ἡ ψαλμωδία. Ἡ φωνὴ τοὺς φάνηκε γνώριμη. Δὲν εἶχαν ἀμφιβολία. Ἦταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε πάει νὰ ξεκουραστῆ. Προτίμησε νὰ μεταφέρει τὸ χαρούμενο μήνυμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ στὴν ἄλογη φύση. Πῆγε καὶ γονάτισε μέσα στὴν κουφάλα ἑνὸς γέρικου πλατάνου καὶ προσευχόταν μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας τὸ Ἀπολυτίκιο καὶ τὶς Καταβασίες τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ὅμως ποὺ ἀντίκρυσαν ἦταν ὅτι ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μαζεύτηκαν καὶ πετοῦσαν πάνω ἀπὸ τὸ πλατάνι, ποὺ βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἀλλοῦ πουλί. Τὰ γύρω δένδρα γυμνὰ καὶ ἄδεια. Ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μαζεύτηκαν πάνω στὸ πλατάνι ” τῶν Χριστουγέννων”, ποὺ νόμιζες πὼς εἶχε φύλλα, καθότι ὡς φυλλοβόλα δένδρα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὰ πλατάνια εἶχαν ρίξει ὅλα τους τὰ φύλλα στὴ γῆ καὶ παρέμεναν γδυτά.
Ὅταν ὁ Γέροντας εἶδε τοὺς δύο φοιτητὲς κατέβασε τὰ δεητικὰ χέρια του καὶ σταμάτησε τὴν ψαλμωδία. Τότε σταμάτησαν τὴν συμφωνία καὶ τὰ πουλιὰ καὶ ἄρχισαν νὰ πετοῦν καὶ νὰ ἀπομακρύνονται. Ἡ χοϊκὴ παρουσία τῶν νέων τὰ ἔδιωχνε, τοὺς χάλασε τὴ μυστικὴ χριστουγεννιάτικη χορωδία. Σηκώθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπευθυνόμενος στοὺς δύο νέους τοὺς λέει:
– Νά καλά μου παιδιά! Ἦταν τόση ἡ χαρά μου ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἄντεχα νὰ τὴν ἔχω μόνος μου καὶ εἶπα, δὲν πηγαίνεις χαζὲ Ἰάκωβε μέσα στὸ δάσος νὰ ψάλλης “Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε”; Καὶ ὅπως ἔψελνα, ἦλθαν ὅλα αὐτὰ τὰ πουλιὰ καὶ ἔψελναν καὶ αὐτὰ μαζί μου !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου