Ντένης Κονταρίνης.
Ξεφεύγουμε λίγο από τα συνηθισμένα σήμερα για να σας παρουσιάσω ένα ακόμη διήγημα μου από την εποχή της Κατοχής και της πείνας.
Τότε που τα παιδικά μας παιγνίδια ήταν να βρούμε κάτι να φάμε και να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Απολαύστε το.
Σάββατο μεσημέρι, μετά το φαγητό κι΄όπως το έχουμε κανονίσει σαν πρόγραμμα λόγω του επαγγέλματος του θηριοδαμαστού εγγονιών, ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε τα διάφορα καταστήματα για την προμήθεια των απαραιτήτων της εβδομάδας.
Ένα από όλα τα καταστήματα που οπωσδήποτε θα επισκεφτούμε είναι και μια πραγματικά αξιόλογη φρουτομαρκέτα, την οποία έχουν Κορεάτες.
Βλέπετε στην Σεούλ είναι το σπίτι μου, Κορεάτες οι γείτονές μου, κορεατικά και τα καταστήματά τους. Ειλικρινά όμως είναι πολύ ενδιαφέροντα για την ποικιλία που διαθέτουν αλλά και τις τιμές τους και την ποιότητα των προϊόντων τους.
Νάμαστε λοιπόν στην φρουτομαρκέτα δεν λέμε όνομα γιατί δεν κάνουμε διαφήμιση και αρχίζουμε να τριγυρίζουμε στους διαδρόμους και να εξερευνούμε τα διάφορα προϊόντα.
Σε μια στιγμή ειλικρινά έμεινα απολιθωμένος μπροστά σε ένα καλάθι με κάτι προϊόντα προσπαθώντας να βεβαιωθώ ότι ήταν αυτά που υποψιαζόμουν, παρ΄όλο που ήμουν απολύτως βέβαιος. Δεν γνωρίζω πόση ώρα έμεινα εκεί και αν εμπόδιζα κάποιον που ήθελε να ψωνίσει. Όμως σε μια στιγμή πλάϊ μου βρέθηκε η γυναίκα μου.
-Τι έπαθες , μου λέει, κι΄απόμεινες εδώ σαν ξερός.
-Κοίτα, της λέω.
Η γυναίκα μου κοιτάζει εξεταστικά το περιεχόμενο του τελάρου και με μια φωνή που μόλις ακούγεται, μου λέει.
-Χαρούπια.
Ναι φίλοι μου. Ήταν ένα μεγάλο τελάρο γεμάτο χαρούπια. Τα γνωστά ξυλοκέρατα της παιδικής μας ηλικίας. Το μόνιμο φαγητό μας κάθε μέρα τον καιρό της Κατοχής, τότε που δεν είχαμε τίποτε άλλο να φάμε. Τότε που τα χαρούπια ειλικρινά είχανε σώσει ζωές και ζωές.
Πήρα μια χούφτα από δαύτα στα χέρια μου και τα χάϊδευα. Κι΄οι αναμνήσεις ξύπνησαν μέσα μου. Ξύπνησαν τον τραγικό χειμώνα του ’42 τότε που η ζωή μας άξιζε όσο μια μπουκιά ψωμί.
Ήτανε ένα απόγιομα σαν είδαμε το Θόδωρο, γνωστό γειτονόπουλό μας και εγγονό του γιατρού Ζ, να φτάνει στη γειτονιά μας κρατώντας μια σακούλα και ροκανίζοντας ένα χαρούπι. Αμέσως όλοι τρέξαμε κοντά του.
-Τι έγινε ρε; Τον ρωτήσαμε, Που τα βρήκες;
-Ρε συ Θόδωρε, δώσε ένα, τον παρακάλεσα.
Και μού εδωσε ο φουκαράς, Θεός σχωρέστονε. Πριν δυο μήνες έμαθα για το θάνατό του.
Τελικά δεν μας είπε που τα βρήκε. Μόνο μας υποσχέθηκε το πρωί να μας πάρει μαζί του.
-Πάρτε καμμιά σακούλα, μας είπε και ξεκινάμε πρωί. Να προλάβουμε τους άλλους.
Την άλλη μέρα, με μια μαξιλαροθήκη της μάνας μου στο χέρι ξεκινήσαμε. Είμαστε καμιά δεκαριά όλοι κι΄όλοι και η μουγκαμάρα που μας κατάτρωγε ήτανε αν τα χαρούπια θα φτάνανε γιά όλους μας.
-Μη σας νοιάζει ρε σεις, μας καθησύχαζε ο Θόδωρος. Έχει πολύ πράμα.
Πήραμε το δρόμο για το Κανόνι, κατεβήκαμε στη λίμνη του Χαλκιόπουλου, περάσαμε τη γέφυρα με το Μοναστήρι της Βλαχαίρνας και το Ποντικονήσι στα αριστερά μας και ανηφορίσαμε για το Πέραμα.
Σε λίγο βρεθήκαμε σε ένα δάσος γεμάτο χαρουπιές. Κάτω στο έδαφος στρώμα τα χαρούπια.
Κάτι άναρθρες κραυγές βγάλαμε όλοι μας θυμάμαι και αρχίσαμε να κυλιόμαστε πάνω στους καρπούς. Το πόσα φάγαμε ούτε που μπορώ να θυμηθώ.
Το μόνο που μου έχει μείνει είναι ότι στο γυρισμό όλοι μας είχαμε κορακιάσει από την δίψα και δεν μπορούσαμε να βρούμε πουθενά λίγο νερό. Όσο για τα ευκοίλια που μας έκοψαν δεν λέω τίποτα.
Γεμίσαμε και τις μαξιλαροθήκες μας και γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Από κείνη την ημέρα το φαγητό μας ήταν τα χαρούπια. Κι΄ήταν αυτά φίλοι μου που μας κράτησαν στη ζωή
Κάπου εκεί τέλειωσα τις σκέψεις μου. Πήρα δυο χαρούπια, κοίταξα γύρω μου μήπως με βλέπει κανείς και τα έβαλα στην τσέπη μου. Δεν ήθελα να τα πληρώσω.
Δεν ξέρω πως και γιατί κείνη τη στιγμή κάτι έννοιωθα γι΄αυτό το πράμα που με έπιασε το πείσμα να τα κλέψω. Όπως τα έκλεβα και στα παιδικά μου χρόνια. Τα έφερα σπίτι μου.
Τα έχω πάνω στο γραφείο μου και κάθε τόσο τα κοιτάζω. Σκέφτομαι από αύριο το πρωί να αρχίσω να μιλάω στα εγγόνια μου για τα χαρούπια και τον ρόλο που έπαιξαν στη ζωή μου. Να δω τι θα καταφέρω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου