Θα σας πω ό,τι θυμάμαι από τις απόκριες της πατρίδας μου. Το Αϊβαλί ήτανε μια μεγάλη πολιτεία γιατί είχε σαράντα χιλιάδες, όλο Έλληνες. Τούρκους ντόπιους δεν είχαμε. Εκεί έπρεπε να είσαι να δεις ελληνισμό. Στον απάνω μαχαλά είχε λημέρι ο Τζαβέλας, στα Ταμπακαριά ο Μπότσαρης, στο παζάρι ο Κολοκοτρώνης, στην κάτω Χώρα ο Νικηταράς. Στον Άγιο Νικόλα ο Θανάσης Διάκος – κι άλλοι ένα σωρό. Άλλοι πάλι ήτανε ντυμένοι αρχαίοι έλληνες, Μακεδόνες, ο Μεγ’ Αλέξαντρος, ο Θεμιστοκλής. ο Αχιλλέας, ο Έχτορας και άλλοι. Όλοι τούτοι ήταν ξεχωριστές κομπανίες και ξοδεύανε πολλά χρήματα «περί ονόρε» Παριστάνανε διάφορα έργα. «Το Χρυσόμαλλον Δέρας», «Πάταξον μεν άκουσον δε», «Ο τυφλός Βελισάριος», «Ο Τρωικός Πόλεμος». Τα ευρωπαϊκά ήτανε «Το φρικτόν λάθος», «Τα δράματα εν Νισύρω», «Ο Σαντεκλαίρ» κι ένα σωρό άλλα. Στα αρχαία πρωτοστατούσε ο Μπαλτζής, μερακλής καλλιτέχνης που έκανε και τα «φόντα», τις ενδυμασίες και τις μουτσούνες. Στα μοντέρνα πρωταγωνιστούσανε ο Καταξυνός, ο Μπάκας, ο Πρεβιδόρος και άλλοι. Οι δώδεκα Θεοί ήτανε από τα πιο σπουδαία. Το πρωί κατά τις 9 η ώρα ξεκινούσανε από την απάνω Χώρα για να δώσουνε παράσταση στα καλά τα σπίτια. Μπροστά από τη συνοδεία πηγαίνανε δυο αγγελούδια έως 20 χρονών τυλιγμένα με γάζες και βαστούσανε τη επιγραφή «Οι δώδεκα Θεοί». Από πίσω ερχόντανε οι Θεοί και πάρα πίσω άλλοι αρχαίοι, αλλά ανθρώποι. Σαν φτάνανε σ’ ένα σπίτι για να παραστήσουνε καθότανε στη μέση ο Δίας, ένας άντρας θεόρατος, βαστώντας στο ένα χέρι το σκήπτρον και στο άλλο τον κεραυνό και πατώντας πάνω σε έναν αετό μπαλσαμωμένο. Οι άλλοι από δω κι από κει με την τάξη τους. Παρ’ όλο που ήτανε όλοι οι Θεοί αγράμματοι και τα ρούχα και τα θρονιά και τα πέδιλα κι όσα βαστούσανε είτανε κανωμένα κατά τη φαντασία τους, μ’ όλα ταύτα είχανε κάποιο πράγμα αληθινό και απροσποίητο, που δεν τα βλέπετε στα καλά τα θέατρα, που τα ‘χει μαρμαρώσει ο Ακαδημαϊσμός. Άξαφνα έβγαινε μπροστά στη συνεδρίαση ο Έρωτας κι από την αντικρυνή μεριά ένας άνθρωπος αρχαίος με μουστάκι στριμμένο και έναν άσπρο μανδύα, που τον βαστούσε κλεισμένο με το χέρι του απάνω στο στήθος. Ο Έρωτας φώναζε: «Εγώ είμαι ο Έρωντας με τα πτερά ες τεν ράχην όπου κρατώ στα χείρας μου σαίταν και φαρμάκι». Ύστερα έβγαζε μια σαγίτα και την έβαζε στο δοξάρι κι έκανε πως σημαδεύει τον εραστή στην καρδιά λέγοντας διάφορες καυχησιές, όλα τραγουδιστά. Ο εραστής μόλις τον εύρισκε τάχα η σαγίτα, άνοιγε γλήγορα τον μανδύα κι έπιανε την καρδιά του και με τρόπο γύριζε απ’ έξω το ρούχο του που είτανε καταματωμένο με κόκκινα μελάνια και κραύγαζε … «Μη με κτεπάς ες τεν πλεγήν» και άλλα τέτοια αρχαία ελληνικά. Κι αφού έκανε τα παράπονά του για τη δοξαριά κι ο Έρωτας έλεγε κι κείνος τα δικά του, τους κρίνανε οι Θεοί κι ο Ζευς έβγαζε την απόφαση. Σημείωσε πως κοίταζες τα χέρια του Έρωτα κι ήτανε θαλασσοψημένα «τα δε άκρα των ονύχων καταβεβρωμένα ταις κατά θάλασσαν εργασίαις» γιατί ο Έρωντας ήτανε ο Πέτρος ο Κλόκας, ψαράς, και πίσω από την γαλατένια μουτσούνα κρυβότανε το μούτρο του, που είτανε σα μαύρο κριάρι από τα γένεια και τα μουστάκια, Ο δε εραστής ήτανε ο Γιάννης ο Μπραντούσκας, ως 40 χρονών βλογιοκομμένος, ο καλούμενος Τρίφτης, από τις τρύπες της βλογιάς...(ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)
Από Άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 14/3/1948, που περιλήφθηκε αργότερα στο βιβλίο «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου»
(Στη φωτογραφία είναι ο Φώτης Κόντογλου και ο κουνιάδος του Γιάννης Χατζηκαμπούρης μασκαρεμένοι, με ψεύτικα μουστάκια, στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου (Φάτνη Αυτοκινήτων) στις Απόκριες του 1949. Εκεί έμενε αφού είχε πουλήσει το σπίτι του ως γνωστό στην κατοχή για ένα τενεκέ λάδι και ένα τσουβάλι αλεύρι)
σημείωση :Η ανάρτηση δεν εδικνεται για "κανονοφάγους ..."
3 σχόλια:
Η Εκκλησία καταδικάζει τα μασκαρέματα με κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
Προς τι λοιπόν η σχετική ανάρτηση;
Αν δεν το κατανοείς ,το προσπερνάς και σωπαίνεις!
Κατάλαβες ;
Εσυ ανωνυνε τηρείς ρε λεβέντη με ευλάβεια ολες τις αποφασεις των οικουμενικων συνόδων και έχεις θεμα με ενα λαογραφικο στοιχείο της καθ υμάς Ανατολής; Αν λοιπόν πράγματι η ζωή σου ολη διακατέχεται απο τετοια ακρίβεια εύγε σου ,όμως ,εισαι σε λάθος τοπο.Και σίγουρα ΔΕΝ ειναι ευγενικό να ρωτάς σαν να προκειτε κάποιος να απολογηθεί ... Τρελογιαννη τι τραβας και συ !
Δημοσίευση σχολίου