Τοῦτο καὶ μόνον εἶναι, Κύριε, φώτισόν με νὰ γνωρίσω τὸ θέλημά σου, καὶ
δῶσε μου ἰσχὺν νὰ τὸ τελειώσω, οἴμοι τοῦ μιαροῦ καὶ ἀκαθάρτου.
Ὅ,τι καλὸν κάνεις εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, ὁ Χριστὸς τὸ ἀναδέχεται εἰς τοῦ λόγου του.
Ὅποιος ἀκούσῃ κανένα καὶ λέγει κατὰ τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ, ὀπίσω του, καὶ
ὑπάγῃ καὶ τὸ φανερώσῃ, νὰ εἶναι ἐδῶ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι
ἀσυγχώρητος.
Πάντοτε νὰ ἐξουθενῇς τὸν ἐαυτόν σου καὶ μὴ δικαιώνεσαι, νὰ ῥίπτῃς τὸ σφάλμα ἐπάνω σου καὶ θὰ ἀναπαύεσαι.
Τὸν κανόνα σου μὲ προσοχὴν μεγάλην νὰ κάμνῃς.
Μὲ ἁπλότητα νὰ πορεύεσαι, δηλαδὴ σοῦ εἶπε ἕνας τινὰ λόγον νὰ ὑπομείνῃς ἢ
σὲ ὕβρισεν ἢ σὲ ἐξουδένωσεν, νὰ μὴ ἀνταποδίδῃς ἢ νὰ βαστᾷς κακίαν.
Νὰ εἶσαι στρογγυλός.
Νὰ λέγῃς φανερὰ τοὺς λογισμούς σου.
Μὲ ταπείνωσιν νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ μὲ φυλάξῃ καὶ νὰ μὴ πιστεύω τὸν λογισμόν μου.
Νὰ φυλάξῃς τὴν προσοχὴν τοῦ νοός σου.
Προσοχὴ ὀνομάζεται νοὸς τήρησις, καρδιακὴ φυλακή, νῆψις, νοερὰ ἡσυχία.
Ὅταν προσεύχεσαι νὰ ἐννοῇς τὰ λεγόμενα.
Φύλαττε συστολήν, ἡ ὁποία εἶναι ἀνωτέρα της σιωπῆς, συστολὴ δὲ εἶναι νὰ μὴ γελᾷς, νὰ μὴν ἀργολογῇς καὶ νὰ μὴ καταλαλῇς.
Κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι τὸ νὰ φεύγῃ τὶς τὴν ἁμαρτίαν ὡς ἡ ἐνθύμησις τοῦ θανάτου.
Ἀρετὴ χωρὶς ταπείνωσιν δὲν εἶναι ἀρετή.
Ὅ,τι καὶ νὰ κόμης, ὅταν δὲν ἔχῃς ταπείνωσιν, καὶ κυρίως ἀγάπην, δὲν εἶναι τίποτε.
Ἡ ταπείνωσις εἶναι νὰ μὴν ἔχῃ τις κακίαν, μὲ κανένα.
Πάντοτε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχήν, ὅπου κι ἂν εἴμεθα.
Ὅταν μέμφεσαι τὸν ἐαυτόν σου μὴ φοβᾶσαι νὰ πλανηθῇς.
Ὄχι τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Νὰ εἶμαι ἕτοιμος πάντοτε διὰ τὸν θάνατον, ὡσὰν νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου, οὕτω νὰ πορεύωμαι.
Νὰ λέγω τὴν εὐχὴν ταπεινὰ ὡς εἰς αὐτί.
Νὰ προτιμῶ τοὺς μεγαλύτερούς μου πάντοτε.
Νὰ κόπτω τὸ θέλημά μου, ὅταν μοῦ ἔρχεται ὁ λογισμὸς νὰ ἰδῶ τι, ἐγὼ νὰ μὴ βλέπω· ἢ εἰπὲ τοῦτον τὸν λόγον νὰ μὴ τὸ λέγω.
Ἀκαταπαύστως νὰ μέμφωμαι τὸν ἐαυτόν μου.
Ὅταν σὲ ἐπαινοῦν νὰ μὴ τοὺς πιστεύῃς, διότι σὲ καταρῶνται.
Ἀδύνατον εἶναι εἰς ἐκεῖνον, ὁποῦ πασχίζει ἐν ἀλήθειᾳ νὰ σωθῇ, νὰ μὴ τὸν ἐλεήσῃ ὁ Θεός.
(*) Περιοδ. «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 329 / Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005, σελ. 256. Ἀντωνίου Ν. Χαροκόπου,
Ὁ Γέροντας Παχώμιος - Ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Χίου (1839-1905), σελ. 189-194, Ἀθῆναι 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου