Γράφει ο π. Θεμιστοκλής Στ. Χριστοδούλου, Δρ Θ.
Ιστορική επισκόπηση της Ακολουθίας του Αποδείπνου
Η Ακολουθία του Αποδείπνου είναι μια από τις Ακολουθίες του νυχθημέρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας που διαβάζεται απ’ όλους τους πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, πριν από την κατάκλιση, δηλ. προ του βραδυνού ύπνου.
Στην λατρεία της Εκκλησίας μας και σύμφωνα με το Τυπικό Της υπάρχουν δύο είδη Αποδείπνου, το Μικρό και το Μεγάλο Απόδειπνο.
Το Μικρό Απόδειπνο διαβάζεται καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, ενώ το Μεγάλο κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Συγκεκριμένα δε από την Δευτέρα μέχρι και την Πέμπτη εκάστης εβδομάδος, πλην της Παρασκευής που διαβάζεται η Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου επισυναπτομένη στην Ακολουθία των Χαιρετισμών προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Πρόκειται περί μιας, κατά κάποιον τρόπο, ιδιωτικής προσευχής. Για τον λόγο αυτόν δεν ενετάχθη στον παγιωμένο και υποχρεωτικό κανόνα των καθημερινών Ακολουθιών που τελούνται στον ναό κατά την κοινή λατρεία και σύναξη των πιστών. Έτσι, ενώ στα μοναστήρια τελείται για όλη την σύναξη των μοναχών, στους ενοριακούς ναούς δεν απαντάται στην κοινή καθιερωμένη λατρεία, παρεκτός των Παρασκευών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Και ο λόγος είναι προφανής, διότι οι κοσμικοί στις ενορίες δεν διαθέτουν χρόνο για επιπλέον συνάξεις, όπως αυτό φαίνεται και από τις καθημερινές επιτελέσεις απλών εσπερινών και όρθρων, κατά τις οποίες αδυνατούν να συναχθούν οι πιστοί λόγω των πολλών ανειλημμένων υποχρεώσεών τους. Σε αντίθεση με τους πανηγυρικούς εσπερινούς και όρθρους μετά Θείων Λειτουργιών, όπου οι κοσμικοί συμμετέχουν. Εξ αρχής φαίνεται πως η διαμόρφωση αυτής της εκκλησιαστικής Ακολουθίας προήλθε από την ανάγκη της αδιάλειπτης και ακατάπαυστης προσευχής εκ μέρους των πιστών, που σταδιακά άρχισε να λαμβάνει μια συγκεκριμένη μορφή Ακολουθίας και που σε πρώτη φάση ήταν μια ατομική προσευχή. Άλλωστε και ο τρόπος διαμορφώσεως και άλλων Ακολουθιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έχει παρόμοια εξελικτική μορφή, όπως π.χ. η νεκρώσιμος, του μνημοσύνου, του αγιασμού κ.λ.π. Και σίγουρα η πραγματοποίηση μιας συγκεκριμένης Ακολουθίας με την μορφή και την έκταση που έχει στις ημέρες μας, οφείλεται στην επεξεργασία και την διαμόρφωση που δέχθηκε από τον μοναχισμό. Τα μοναστήρια αποτελούν, θα λέγαμε, τους διαμορφωτές όλων των Ακολουθιών της Ορθοδόξου λατρείας μας. Η συνεχής και αδιάλειπτη προσευχή, η επιθυμία εκ μέρους των μοναχών να αγιάζουν και να καθαγιάζουν ολόκληρο τον χρόνο, επέδρασε καθοριστικά στην διαμόρφωση εκτενών Ακολουθιών.
Για το μοναστήρι, κάτι που οριζόταν ως ιδιωτική προσευχή έπρεπε να πάρει την μορφή της κοινοτικής προσευχής, όλης της μοναστικής αδελφότητος. Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν και τα Τυπικά των Μονών. Έτσι η διαμόρφωση κοινών προσευχών, και μάλιστα τυποποιημένων, συνιστούσε μια εσωτερική ανάγκη ολοκληρώσεως του όρου της κοινοκτημοσύνης, του αγαθού εκείνου ιδεώδους της μοναχικής βιωτής, όχι μόνον στα της ύλης, αλλά και στα του πνεύματος. Με τον τρόπο αυτόν διεμόρφωσαν οι μοναχοί και όλες εκείνες τις ιδιωτικές προσευχές και πράξεις λατρείας σε συγκεκριμένους λατρευτικούς τύπους Ακολουθιών, πρωτίστως για τις δικές τους ανάγκες που δευτερευόντως επέδρασαν και στις ενορίες, καθότι ολόκληρη η βιωτή και λειτουργική πράξη των μοναχών επέδρασε για πολλούς και διαφόρους λόγους καταλυτικά στην ζωή των ενοριών. Η επικράτηση του μοναχικού τυπικού και στις ενορίες και ο εκτοπισμός ή παραμερισμός του κοσμικού ή ενοριακού τυπικού από το επικράτησαν μοναστικό ή μοναχικό τυπικό είναι γεγονός αναντίρρητο.
Το Απόδειπνο συνεπώς κατέληξε να είναι η κοινή Ακολουθία προσευχής των μοναχών που τελείται αμέσως μετά το δείπνο και προ της κατακλίσεως, «προ του υπνώσαι». Έτσι η εξ αρχής ατομική και προσωπική προσευχή των πατέρων έλαβε την ονομασία «Απόδειπνον» ή «Απόδειπνα» ή «Προθύπνια».
Από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Μεγάλο Απόδειπνο είναι εκείνο που εξ αρχής διαμόρφωσαν για τις προ της κατακλίσεως προσευχές τους οι μοναχοί και που η διάρκειά του ήταν μεγάλη, ενώ με το πέρασμα των χρόνων προήλθε εκ του Μεγάλου και το Μικρό, ως επιτομή του Μεγάλου, για τις ανάγκες των ενοριτών, των κοσμικών, δηλ. όλων των ευρισκομένων εν τω κόσμω ανθρώπων.
Είναι αλήθεια πως οι μοναχοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξαγιάσουν τον χρόνο επεκτείνοντας κάθε φορά την διάρκεια των προσευχών τους με νέες συνθέσεις ευχών, ύμνων και τροπαρίων, προκειμένου να καλύπτουν όλη την διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο Ωρολόγιον το Μέγα για να εντοπίσει και άλλες ακολουθίες που σήμερα ούτε στα ίδια τα μοναστήρια επιτελούνται, ως είναι τα Μεσώρια των Ωρών κ.τ.λ. Κι αυτό γινόταν ως ένα δείγμα της ανθρώπινης λατρευτικής προσφοράς προς τον Θεό, τον Δωρεοδότη και αγιάζοντα όλη την κτίση, την λογική και την άλογη. Έτσι συστήθηκαν μοναστήρια, όπως των Ακοιμήτων, τα οποία και καθιέρωσαν ένα πρόγραμμα Ακολουθιών που εκάλυπτε όλο το εικοσιτετράωρο με προσευχητική και λατρευτική παρουσία των μοναχών στον ναό. Σιγά σιγά και παρόλο που η ιστορική ρίζα του Μικρού Αποδείπνου ανάγεται σ’ εκείνη του Μεγάλου, επεκράτησε στην πράξη της Εκκλησίας μας το Μικρό Απόδειπνο αντί του Μεγάλου, το οποίο περιορίστηκε μόνο κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αυτός είναι ένας λειτουργικός κανόνας και νόμος στην λατρεία της Εκκλησίας, «ότι τα νεώτερα πράγματα και τα συντομότερα κερδίζουν γρήγορα έδαφος…». Αυτό συνέβη και με το Μικρό Απόδειπνο που περιόρισε την τέλεση του Μεγάλου μόνο κατά τις νήστιμες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που λόγω της ιερότητος της περιόδου αυτής της συντηρητικότητος των Ακολουθιών της, μπορούσε να βαστάσει το βάρος της εκτενούς αρχαϊκής Ακολουθίας (Ιω. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, σ. 200).
Επίσης σύμφωνα με έναν άλλον νόμο της λατρείας, ο περιορισμός παλαιών λειτουργικών τύπων, Ακολουθιών και στοιχείων κατά τις μεγάλες εορτές και περιόδους της Εκκλησίας μας, όπως π.χ. η τέλεση Θείων Λειτουργιών του Μεγάλου Βασιλείου, Μεγάλων Αποδείπνων και Προηγιασμένων Ακολουθιών Τιμίων Δώρων κ.τ.λ. κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλώνει την παλαιότητα αυτών των Ακολουθιών και τον περιορισμό της λατρευτικής τους χρήσης μόνο κατά τις περιόδους που προαναφέραμε. Ο λειτουργικός αυτός νόμος πήρε την ονομασία «Λειτουργική νοσταλγία», η οποία καθιερώθηκε από τον λειτουργιολόγο Baumstark.
Το «Μικρόν Απόδειπνον» απαντάται μόνο σε νεώτερα χειρόγραφα και περιλαμβάνει τα «καιριώτατα» του «Μεγάλου Αποδείπνου» (Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, P.G. 155, Διάλογος, κεφ. 343).
Το Μεγάλο Απόδειπνο «λίγο παλαιότερα, ετελείτο και τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, πράξη που διατηρείται ακόμη στο Άγιον Όρος και στις Σλαβικές Εκκλησίες. Σε πιο παλαιά φάση το Μέγα Απόδειπνον ψαλλόταν και κατά τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και κατά τις νηστείες των Χριστουγέννων και των Αγίων Αποστόλων κατά τις ημέρες που ψαλλόταν το Αλληλούια» (Ιω. Φουντούλη, 5, σ. 81-82).
Τι είναι το Απόδειπνο
Η σημερινή Ακολουθία του επονομαζομένου «Μικρού Αποδείπνου» είναι μια μικρής χρονικής διάρκειας προσευχή και αποτελεί επιτομή του Μεγάλου Αποδείπνου που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί στις προσευχές τους. Ο Άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, δίδει έναν ορισμό για το Απόδειπνο: «Το Απόδειπνο είναι ευχαριστία για την επερχόμενη νύκτα και για την ανάπαυση από τους κόπους της ημέρας και μια υπόμνηση για τον θάνατο, ο οποίος έρχεται για όλους τους ανθρώπους με την παρουσία και εξουσία της νύκτας. Και τούτο, διότι η νύκτα είναι ένα δώρο του Θεού για όλη την κτίση και για όλα τα κτίσματά Του. Το Απόδειπνο είναι μια προσευχή, για να περάσει ο άνθρωπος το στάδιο της νύκτας ανεπηρέαστος από τις φθονερές, σκοτεινές και ζοφερές δυνάμεις των δαιμόνων, από τις όποιες μόνο ο Χριστός μπορεί να σώσει» (Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 553BC).
Πότε τελείται το Μικρό και πότε το Μεγάλο Απόδειπνο.
Το Μικρό Απόδειπνο τελείται πάντοτε καθημερινά στα μοναστήρια, ενώ στις ενορίες δεν τελείται. Επαφίεται όμως σε κληρικούς και λαϊκούς να το τελούν μόνοι τους κατ’ οικον. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελεί η τέλεση του Μικρού Αποδείπνου στις ενορίες κατά τις Παρασκευές της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής (α’, β’, γ’, δ’ και ε’ εβδ. των Νηστειών) που τελείται συναπτά με την Ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υπεραγία Θεοτόκο, την Τετάρτη της Ε’ εβδομάδος (συναπτά με τον Μέγα Κανόνα) και την Μεγάλη Τετάρτη.
Το Μεγάλο Απόδειπνο, κατά την μοναχική τάξη, τελείται κατά τις ημέρες εκείνες κατά τις οποίες στον Όρθρο ψάλλεται το Άλληλούϊα, ένώ το Μικρόν Απόδειπνον όταν κατά τον Όρθρο ψάλλεται το Θεός Κύριος. Σήμερα το Μεγάλο Απόδειπνο ψάλλεται κοινά σε μοναστήρια και ενορίες κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, από Δευτέρα έως και Πέμπτη όλων των εβδομάδων (α’, β’, γ’, δ’, ε’ και στ’) των Νηστειών, πλην της Τετάρτης της Ε’ εβδομάδος των Νηστειών, ημέραν κατά την οποίαν ψάλλεται ο Μέγας Κανών του Αγίου Ανδρέου Κρήτης, την Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη.
Στις Μονές το Μέγα Απόδειπνον τελείται και κατά τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γιατί στον Όρθρο της Δευτέρας ψάλλεται το Αλληλούια.
Στις Μονές το Απόδειπνον τελείται στον νάρθηκα, ενώ στις ενορίες τελείται πάντοτε στον κυρίως ναό.
Κατά την τέλεση αγρυπνίας το Μικρόν Απόδειπνον διαβάζεται πριν από την έναρξη της αγρυπνίας, και προ του Μεγάλου Εσπερινού, παραλείπεται όμως η ευχή: «Και δος ημίν, Δέσποτα, προς ύπνον απιούσιν» κι αυτό γιατί αντί να πάμε για ύπνο, όπως λέγει η προσευχή, εμείς αγρυπνούμε, δηλ. δεν κοιμόμαστε.
Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όταν συμπέσουν εκτός Κυριακής ή Δευτέρας, η αγρυπνία κατά την αρχαία τάξη άρχεται με το «Μεγάλο Απόδειπνο», το οποίο διαβάζεται μέχρι της Δοξολογίας, καθότι μετά διαβάζεται η Λιτή και συνεχίζει από εκεί και πέρα η αγρυπνία. Αυτό το τυπικό όμως δεν τηρείται στις ενορίες.
Κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα και κατά την ημέρα της αποδόσεως του Πάσχα αντί Αποδείπνου τελείται η ειδική Αναστάσιμη ακολουθία όπως αυτή είναι αποτυπωμένη στο βιβλίο του Πεντηκοσταρίου.
Οι Κανόνες των Αποδείπνων
Σύμφωνα με τις μοναστικές Τυπικές διατάξεις οι οποίες τηρούνται κατά γράμμα στα μοναστήρια, στο Απόδειπνο ψάλλεται ή διαβάζεται καθ’ εκάστην κανόνας. Κατά το Μεγάλο Απόδειπνο ο κανόνας διαβάζεται ή ψάλλεται μετά την Δοξολογία, ενώ κατά το Μικρό Απόδειπνο ο κανόνας λέγεται μετά το Σύμβολο της Πίστεως. Και φυσικά είναι λάθος το ότι στις ενορίες έχει επικρατήσει να ψάλλεται ο κανόνας κατά το Μικρό Απόδειπνο μετά το Άξιον έστιν. Η ακρίβεια απαιτεί να ψαλεί πρώτα ο Κανόνας και μετά να λεχθεί το Άξιον έστιν.
Στο Τυπικον υπάρχουν ειδικοί Κανόνες για τα Απόδειπνα των κάτωθι ημερών:
Α. Των προεορτίων ημερών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, οι οποίοι στις ενορίες ψάλλονται κατά τον εσπερινό μετά το Νυν απολύεις.
Β. Των τεσσάρων ημερών της Α’ εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τις οποίες ψάλλεται από ένα τμήμα του Μεγάλου Κανόνος του Αγ. Ανδρέου Κρήτης.
Γ. Των Παρασκευών των πέντε εβδομάδων της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τις οποίες ψάλλεται ο κανόνας του Ακαθίστου, δηλ. των Χαιρετισμών.
Δ. Της Παρασκευής της Στ’ εβδομάδας των Νηστειών, της λεγομένης «κουφής» (sic). Τον χρησιμοποιήσαμε ως όρο τεχνικό για την κατανόησή του.
Ε. Της Κυριακής των Βαΐων. Ο κανόνας αυτός στις ενορίες ψάλλεται κατά τον εσπερινό μετά το Νυν απολύεις.
ΣΤ. Της Μεγάλης Δευτέρας, Μεγάλης Τρίτης και Μεγάλης Τετάρτης.
Κατά τις υπόλοιπες ημέρες του έτους ψάλλεται ο ενδιάτακτος κανόνας της Θεοτόκου από το Θεοτοκάριον (πρόκειται για βιβλίον λειτουργικόν, το οποίον κατά βάσιν χρησιμοποιούν στα μοναστήρια). Κατά τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, τα προεόρτια, τα μεθέορτα και τις αποδόσεις αυτών παραλείπεται ο κανών της Θεοτόκου. Σε κάποιες μονές ο κανόνας της Θεοτόκου ψάλλεται στον εσπερινό μετά το Νυν απολύεις, ενώ στο Απόδειπνο λέγονται καθημερινά οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου. Κατά το Τυπικόν του Σκιαθίτου ιερέως Γεωργίου Ρήγα, ο κανόνας ψάλλεται μετά το Πιστεύω εις ένα Θεόν, ενώ οι Χαιρετισμοί λέγονται στο τέλος της ακολουθίας του Αποδείπνου.
Όταν η ακολουθία κάποιου αγίου καταλιμπάνεται κατά τον Όρθρο και τον Εσπερινό, ο κανόνας και τα στιχηρά αυτού ψάλλονται κατά το Απόδειπνο μετά του κανόνα της Θεοτόκου ή μονά, όταν ο κανόνας της Θεοτόκου καταλιμπάνεται. Σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις στα μοναστήρια από την Δευτέρα της Β’ εβδομάδος των Νηστειών και εξής ψάλλονται στα Απόδειπνα μετά των κανόνων της Θεοτόκου οι ακολουθίες των αγίων, των οποίων οι μνήμες συμπίπτουν από του Σαββάτου του Λαζάρου μέχρι της Κυριακής του Θωμά, διότι κατά τις ημέρες αυτές δεν ψάλλονται οι ακολουθίες του Μηναίου.
Όμοια και ο νεκρώσιμος κανόνας του Σαββάτου, όταν καταλιμπάνεται στον Όρθρο, ψάλλεται στο Απόδειπνο μετά του κανόνος της Θεοτόκου. Όταν όμως καταλιμπάνεται ο Κανόνας της Θεοτόκου, καταλιμπάνεται και ο νεκρώσιμος.
Οι Κανόνες στα Απόδειπνα ψάλλονται άνευ ειρμών και μόνον οι ανωτέρω προμνημονευθέντες ειδικοί κανόνες ψάλλονται μετά των ειρμών. Ψάλλονται δε οι κανόνες των Αποδείπνων μετά των καταλλήλων προϋμνίων και του Δόξα, και νυν εις τα δύο τελευταία τροπάρια εκάστης ωδής. Το Δόξα λέγεται και στην η’ ωδή και όχι το Ευλογούμεν Πατέρα, Υιόν…, το οποίον μόνον στον Όρθρο λέγεται, καθότι στον Όρθρο και μόνον προβλέπεται η στιχολογία των εννέα ωδών.
Στο τέλος της θ’ ωδής ψάλλεται ο ειρμός αυτής. Παραλείπεται όμως, όταν μετά την θ’ ωδή ψάλλονται στιχηρά προσόμοια (όπως στους κανόνες του Θεοτοκαρίου) ή οι οίκοι του Ακαθίστου.
Η Τυπική Διάταξη-Τάξις του Μεγάλου και Μικρού Αποδείπνου (Πρωτ. Κων/νου Παπαγιάννη, Σύστημα Τυπικού, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σ. 611-612).
Μεγάλον Απόδειπνον
Ευλογήσαντος του ιερέως και ειπόντος το Βασιλεύ ουράνιε λέγει ο αναγνώστης το τρισάγιον κτλ., το Κύριε ελέησον ιβ’. Δόξα, και νυν. Δεύτε προσκυνήσωμεν, και αναγινώσκει τους ψαλμούς του Αποδείπνου (δ’, στ’, ιβ’, κδ’, λ’και 90′) εις δύο στάσεις εις το τέλος εκάστης στάσεως: Δόξα, και νυν. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια. Δόξα σοι, ο Θεός, εκ γ’. Κύριε ελέησον γ’. Δόξα, και νυν. Μετά δε τους ψαλμούς ψάλλονται οι στίχοι Μεθ’ ημών ο Θεός κτλ., αρχομένου του α’ χορού, εις το τέλος δε επαναλαμβάνει ο α’ χορός αργότερον τον α’ στίχον. Είτα ο αναγνώστης χύμα τα τροπάρια Την ημέραν διελθών. Και ψάλλονται οι στίχοι Η ασώματος φύσις αρχομένου και πάλιν του α’ χορού. Ο τελευταίος στίχος Άγιε, άγιε, άγιε, τρισάγιε Κύριε, λέγεται χύμα υπό του αναγνώστου. Είτα το Πιστεύω. Και άρχεται ο β’ χορός των στίχων Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, εκ των οποίων ο α’ ψάλλεται εκ γ’, οι δε λοιποί εκ β’ εις το τέλος πάλιν εκ γ’ το Ο Θεός, ιλάσθητι ημίν τοίς αμαρτωλοίς, μετά δε το γ’ Και ελέησον ημάς άπαξ. Ο αναγνώστης το τρισάγιον και ακολούθως χύμα τη μεν Δευτέρα και Τετάρτη τα τροπάρια Φώτισον τους οφθαλμούς μου, τη δε Τρίτη και Πέμπτη τα τροπάρια Των αοράτων εχθρών μου. Το Κύριε ελέησον μ’. Δόξα, και νυν. Την τιμιωτέραν. Εν ονόματι Κυρίου ευλόγησον πάτερ. Ο ιερεύς: Δι’ ευχών και την ευχήν Κύριε, Κύριε, ο ρυσάμενος ημάς.
Ο αναγνώστης: Δεύτε προσκυνήσωμεν και τους ψαλμούς ν’ και ρα’, την προσευχήν του Μανασσή Κύριε παντοκράτορ ο Θεός των πατέρων ημών, και το Τρισάγιον. Και ψάλλονται συντόμως και πραεία τη φωνή τα κατανυκτικά τροπάρια Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς. Ο αναγνώστης: Κύριε ελέησον μ’. Δόξα, και νυν. Την τιμιωτέραν. Εν ονόματι Κυρίου ευλόγησον, πάτερ. Ο ιερεύς: Δι’ ευχών, και την ευχή Δέσποτα Θεέ, πάτερ παντοκράτορ.
Ο αναγνώστης: Δεύτε προσκυνήσωμεν, τους ψαλμούς ξθ’ και ρμβ’ και την δοξολογίαν χύμα. Ακολούθως ψάλλεται ο κανών της ημέρας, ήτοι κατά μεν την α’ εβδομάδα το ωρισμένον τμήμα του μεγάλου κανόνος, κατά δε τας λοιπάς κανών εκ του Θεοτοκαρίου κατά τον ήχον και την ημέραν της εβδομάδος κατά δε την Μεγάλην Εβδομάδα το τριώδιον της ημέρας. Μετά την θ’ ωδήν ο αναγνώστης το τρισάγιον. Και ψάλλεται το Κύριε των δυνάμεων εξάκις, άπαξ άνευ στίχου και ακολούθως μετά των στίχων του ρν’ ψαλμού. Εις το τέλος ο α’ χορός: Αινείτε τον Θεόν εν τοις αγίοις αυτού. Ο β’ χορός: Αινείτε αυτόν εν στερεώματι της δυνάμεως αυτού. Και πάλιν ο α’ χορός αργότερον το Κύριε των δυνάμεων. Ο αναγνώστης: Δόξα τω Πατρί, Κύριε, ει μη τους αγίους σου είχομεν πρεσβευτάς. Και νυν, Πολλά τα πλήθη των εμών. Ο α’ χορός ψάλλει το θεοτοκίον Παναγία Θεοτόκε, και ο β’ Την πάσαν ελπίδα μου. Ο αναγνώστης: Κύριε ελέησον μ’. Ο εν παντί καιρώ. Κύριε ελέησον γ’. Δόξα, και νυν. Την τιμιωτέραν. Εν ονόματι Κυρίου ευλόγησον, πάτερ. Ο ιερεύς: Ο Θεός οικτιρήσαι ημάς. Τας τρεις μεγάλας μετανοίας μετά της ευχής του αγίου Εφραίμ και τας λοιπάς ως εν τη Α’ Ώρα. Και πάλιν ο αναγνώστης (το τρισάγιον,) το Κύριε ελέησον ιβ’, και αναγινώσκονται (ή απαγγέλλονται εμμελώς ενώπιον των δεσποτικών εικόνων) αι ευχαί Άσπιλε αμόλυντε. Και δος ημίν, Δέσποτα. Υπερένδοξε αειπάρθενε. Η ελπίς μου ο Πατήρ. Την πάσαν ελπίδα μου.
Μετά τας ευχάς ο ιερεύς μόνον κατά την α’ εβδομάδα λέγει: Και υπέρ του καταξιωθήναι κτλ. και αναγινώσκει το Ευαγγέλιον της ημέρας και μετ’ αυτό: Ειρήνη πάσι κτλ., ως κατωτέρω. Κατά δε τας λοιπάς εβδομάδας ευθύς μετά τας ευχάς: Ειρήνη πάσι. Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν, την ευχήν Δέσποτα πολυέλεε, και το Ευξώμεθα υπέρ ειρήνης του κόσμου. Ακολούθως ψάλλεται υπό του β’ χορού τη μεν Δευτέρα και Τετάρτη το θεοτοκίον Πάντων προστατεύεις, αγαθή, τη δε Τρίτη και Πέμπτη, ως και τη Μ. Δευτέρα και Μ. Τρίτη, το σταυροθεοτοκίον Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ και οι πιστοί λαμβάνουν συγχώρησιν ασπαζόμενοι την χείρα του ιερέως, όστις εν τέλει επιλέγει το Δι’ ευχών.
Μικρόν Απόδειπνον
Ευλογήσαντος του ιερέως και ειπόντος το Βασιλεύ ουράνιε, λέγει ο άναγνώστης το τρισάγιον κτλ., το Κύριε ελέησον ιβ’ Δόξα και νυν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και αναγιγνώσκει τους ψαλμούς ν’, ξθ’ και ρμβ’, την δοξολογίαν, το Πιστεύω και το Άξιον εστίν. Ακολούθως ψάλλεται ο κανών της ημέρας ή οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου. Μετά τούτο ο αναγνώστης πάλιν το τρισάγιον, το κοντάκιον της ημέρας το Κύριε ελέησον μ’. Ο εν παντί καιρώ. Κύριε ελέησον γ’. Δόξα, και νυν. Την τιμιωτέραν. Εν ονόματι Κυρίου ευλόγησον, πάτερ. Ο Ιερεύς: Ο Θεός οικτιρήσαι ημάς. Ο αναγνώστης το Κύριε ελέησον ιβ’ και τας ευχάς Άσπιλε αμόλυντε κτλ. Είτα κατά μεν την Παρασκευήν της Α’ εβδομάδος αναγινώσκεται το Ευαγγέλιον της ημέρας, εις πάσας δε τας λοιπάς περιπτώσεις γίνεται ευθύς μικρά απόλυσις μετά του Ευξώμεθα. Προ του Δι’ ευχών ψάλλεται δια την συγχώρησιν κατά μεν τας Παρασκευάς των πέντε πρώτων εβδομάδων το Θεοτοκίον Την ωραιότητα της παρθενίας σου, τη Τετάρτη της Ε’ εβδομάδος και τη Παρασκευή της Στ’ εβδομάδος το Πάντων προστατεύεις, αγαθή, τη δε Μ. Τετάρτη το Σταυροθεοτοκίον Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ.
Ο Συμβολισμός του Αποδείπνου
Ο Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπομνηματίζει την Ακολουθία του Αποδείπνου και εντοπίζει ωραίους συμβολισμούς, τους οποίους και παραθέτουμε:
Το «Μικρόν Απόδειπνον», αποτελείται από τρεις ψαλμούς που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 620D).
Επίσης το Σύμβολο της Πίστεως το: «Πιστεύω εις ένα Θεόν…» αποτελεί δείγμα της ευσέβειας (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 620D).
Το «Άξιον έστιν…» που φανερώνει ως ύμνος την σάρκωση του Θεού Λόγου από την Θεομήτορα Παναγία, την μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 155, 620D).
Η ικεσία των αγγέλων, το: «Άγιε Άγγελε ο εφεστώς…», η οποία καθίσταται αναγκαία, γιατί αυτοί είναι οι μεσίτες και οι βοηθοί του Θεού τους οποίους εισακούει ο Θεός σε ό,τι του ζητούν (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Το Τρισάγιον «Άγιος ο Θεός…» είναι αυτό με το οποίο ανοίγει και κλείνει το Μικρό Απόδειπνο και συμβολίζει την αρχή και το μέσο για την τελείωση του ανθρώπου (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Το δε «Κύριε, ελέησον», που παραγγέλλεται να εκφωνείται 40 φορές, συμβολίζει την αφιέρωση των ωρών της ζωής μας καθώς και των ημερών μας στον Θεό, ως αντίδωρο για την αγάπη Του προς εμάς (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Το «Κύριε, ελέησον» δωδεκάκις λέγεται για το δωδεκάωρο της νυκτός και της ημέρας (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Η ευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο, το γνωστό: «Άσπιλε, αμόλυντε…» είναι ευχή παρακλητική και ικετευτική όλων των ανθρώπων για τα παρόντα, για τα χριστιανά τέλη και για τα μέλλοντα αγαθά (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Το δε «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ…» είναι η επίκληση των ανθρώπων για να μας έχει η Παναγία κάτω από τη σκέπη των μητρικών πτερύγων της. Κι έτσι να μας προστατεύει και να μας φυλάει δια των πρεσβειών της προς τον Δεσπότη Χριστό και Θεό μας (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Η ευχή του ιερέως: «Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς…» είναι για να μας ευσπλαχνισθεί ο Θεός και να μας συγχωρήσει για τα πολλά αμαρτήματά μας (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 621A).
Οι εκφωνήσεις του ιερέως έχουν σκοπό δυνητικό. Παρακαλεί ο ιερέας το Θεό με αιτήματα δικά του και του πιστού λαού όχι τόσο εξ αιτίας της αρετής και της σπουδής του, αλλά όπως δύναται ο Θεός. Για τον λόγο αυτόν λέει ο ιερέας: «Σου γαρ έστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα», «Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις…»(Μάρκου Ευγενικού, Μητροπολίτου Εφέσου, Εξήγησις της εκκλησιαστικής Ακολουθίας, Περί των του ιερέως εκφωνήσεων, βλ. Ιω. Φουντούλη, 5, σ. 126-127).
Η θεματολογία του Αποδείπνου
Η όλη θεματολογία της ακολουθίας του Αποδείπνου μπορεί να συνοψισθεί στις ακόλουθες γενικές γραμμές:
Α) Στην ανάγκη της δοξολογίας και ευχαριστίας του ανθρώπου που δέχθηκε καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας όλα τα αγαθά και τις ευεργεσίες του Θεού. Η ευχαριστιακή εκδήλωση εκ μέρους του ανθρώπου προς τον Θεό είναι επιτακτική ανάγκη και δηλώνει πράξη ευγνωμοσύνης. Έτσι, με το τέλος της ημέρας ο άνθρωπος αισθάνεται αυτήν την ανάγκη να ευχαριστήσει τον Θεό για την παρέλευσή της. Ευχαριστεί, λοιπόν, καρδιακά για το τέλος του ημερησίου κόπου και μόχθου και για τον επερχόμενο ύπνο που είναι δώρο κι αυτός του Θεού προς τον άνθρωπο.
Β) Το επερχόμενο σκότος αποτελεί μια καλή ευκαιρία για τον άνθρωπο να κάνει την περισυλλογή του. Πως και τι έκανε όλη την ημέρα; Πως και γιατί συμπεριφέρθηκε άσχημα ή μέτρια προς τον συνάνθρωπό του; Η έλευση της νύκτας αποτελεί, θα λέγαμε, κατά κάποιο τρόπο αφορμή για εκζήτηση της υψοποιού συγγνώμης με μετάνοια και συντριβή, γεγονός που το προσφέρουν οι ωραία επιλεγμένοι ψαλμοί, όπως: ό 50ος ψαλμός της μετανοίας: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός Σου» και η προσευχή του Μανασσή: «Κύριε Παντοκράτωρ, ο Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ…». Η συνδιαλλαγή είναι η εκ των ων ουκ άνευ αρχή της βιώσεως της αληθινής προσευχής. Άλλωστε χωρίς συνδιαλλαγή ο άνθρωπος όχι μόνον δεν μπορεί να προσευχηθεί, αλλά ούτε και να συμμετάσχει στα άχραντα μυστήρια, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Χαρακτηριστικός είναι ο διδακτικός στίχος από την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, προκειμένου ο άνθρωπος να συμμετάσχει στα άχραντα μυστήρια: «Πρώτον καταλλάγηθι τοις σε λυπούσιν. Έπειτα θαρρών, μυστικήν βρώσιν φάγε» (Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Γ) Η είσοδος της νύκτας και ο ύπνος για τον άνθρωπο αποτελούν δύο στοιχεία ακατανίκητα. Για μεν την νύκτα αισθάνεται ο άνθρωπος ανήμπορος στην μετατροπή της εναλλαγής της φύσεως, δηλ. του γεγονότος ημέρας-σκότους και της επικρατήσεως μόνο του ενός, για δε τον ύπνο ο άνθρωπος αισθάνεται την ύπαρξη του θανάτου στην φύση του. Κι αυτό, γιατί ο ύπνος αποτελεί έναν μικρό θάνατο. Ο ύπνος είναι μια στιγμιαία φάση θανάτου μπροστά στον τελικό θάνατο της ζωής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος στέκεται εκστατικός μπροστά στα δύο αυτά φαινόμενα. Κι όπως ο άνθρωπος ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό για την διέλευση της ημέρας, κατά τον ίδιο και αναγκαίο σκοπό προσεύχεται και για την διέλευση της επερχόμενης νύκτας.
Η νύκτα συνδέεται με τον χρόνο ενέργειας όλων των μεθοδειών του πονηρού. Ο διάβολος όσα δεν πετυχαίνει κατά την διάρκεια της ημέρας, προσπαθεί με την προσβολή του νοός κατά την διάρκεια του ύπνου να εισαγάγει στον άνθρωπο αισχρές και βλαβερές επιθυμίες, φαντασίες απρεπείς που μολύνουν το σώμα και την ψυχή. Ο άνθρωπος κατά την διάρκεια του ύπνου, ανήμπορος να αντιδράσει σε τέτοιου είδους επιθέσεις, παρακαλεί τον Θεό να τον διαφυλάξει «από του ζοφερού ύπνου της αμαρτίας, και από πάσης σκοτεινής και νυκτερινής ηδυπαθείας». Τα πάθη στον άνθρωπο, όταν δεν αποκόπτονται την ημέρα εμφανίζονται πιο ζωηρά κατά την διάρκεια της νύκτας. Η νύκτα είναι το βασίλειο των σκοτεινών δυνάμεων του σατανά. Ο άνθρωπος παρακαλεί τον Δεσπότη Χριστό να παύσει: «τας ορμάς των παθών» και να σβήσει «τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού», τα οποία κινούνται εναντίον του με δόλιο τρόπο. Η ικεσία συνεχίζεται για καταστολή των σαρκικών επαναστάσεων. Ό,τι ο άνθρωπος ανεπεξέργαστο μαζεύει την ημέρα, το βράδυ μετατρέπεται σε εργοστασιακή λεπτομερή επεξεργασία, κάτι σαν μηρυκασμός, με αποτέλεσμα την μόλυνση της ψυχής και του σώματος. Η έπικράτηση της ϋλης στην ζωή των ανθρώπων και των άγαθών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση της γης, γίνονται δελεαστική πρόκληση, με αποτέλεσμα την προσκόλλησή του σ’ αυτά και την αποσύνδεσή του από το αληθινό νόημα της ζωής που είναι η χριστοποίηση και όχι η υλοποίηση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο νήφων άνθρωπος προσεύχεται στον Θεό με το αίτημα: «Και παν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμισον».
Τέλος, η βίωση του θανάτου εκ μέρους του ανθρώπου ως αναπόφευκτου γεγονότος της ανθρώπινης υπάρξεως πάνω στην Δημιουργία του Θεού θεωρείται αναλόγως της πνευματικής καταστάσεώς του. Έτσι διαφορετικά τοποθετείται μπροστά στο μυστήριο του θανάτου ένας που ασκείται στην πνευματική ζωή και διαφορετικά κάποιος άλλος που δεν αντέχει να γευθεί το θάνατο, επειδή είναι προσκολλημένος στα της γης και τα της φθοράς.
Ο προσευχόμενος άνθρωπος, ο εμπιστευόμενος καρδίας και νεφρούς στον Θεό, βιώνει το μυστήριο του θανάτου ως μια φυσική κατάσταση της καθημερινής του ζωής. Οτιδήποτε κάνει που προσκρούει στην αγάπη του Θεού κι έχει ως αποτέλεσμα την πτώση, αποτελεί γι’ αυτόν θάνατο με την αρνητική έννοια του όρου, δηλαδή αποτελεί πρόγευση της κολάσεως. Αντιθέτως ό,τι κάνει με γνώμονα το θέλημα του Θεού, «Το αγαθόν κι ευάρεστον», αποτελεί πρόγευση του Παραδείσου. Για τον λόγο αυτόν ο πιστός τον ύπνο τον φυσικό και καθημερινό τον αντιμετωπίζει προσευχητικά ως μια εμπειρία μοναδική και ανεπανάληπτη για να ενταχθεί στον Παράδεισο και γι’ αυτό προσεύχεται, μετανοιώνει, συγχωρεί και ευχαριστεί. Αντίθετα ο κοσμικός άνθρωπος με τον ύπνο συνεχίζει την αμαρτία, νομίζοντας ότι αυτός (ο ύπνος) είναι μια φυσική κατάσταση που υπόκειται στις δυνάμεις του και γι αυτό τον ξεπερνά επιπόλαια και φυσικά χωρίς μετάνοια και συντριβή.
Δ) Ως άμεσο αποτέλεσμα της προσευχής για ύπνο ελαφρό, γρήγορο νου, σώφρονα λογισμό, καρδία νήφουσα και απαλλαγή από κάθε σατανική φαντασία είναι η έγερση κατά τον καιρό της προσευχής με το μεσονυκτικό και τον όρθρο. Δηλαδή ο πιστός προσεύχεται πριν από τον ύπνο για την επόμενη έγερσή του πρώτα και πάλι με δοξολογία και ευχαριστία αντιμετωπίζοντας με τον ίδιο τρόπο κι αυτά τα υλικά αγαθά, «τον άρτον τον επιούσιον». «Διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής, εστηριγμένους εν ταις εντολαίς σου, και την μνήμην των σων κριμάτων εν εαυτοίς απαράθραυστον έχοντας». Κι όλα αυτά να γίνουν «με κατάνυξη και προθυμία» (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 620D). Η έγερση για προσευχή συνδέεται και με την προϋπάντηση του φωτός (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G 155, 940C), δηλαδή της νέας ημέρας την οποία περιμένει ο άνθρωπος ως μια νέα δωρεά του Θεού. «Και το να εγείρεται κάποιος από τον ύπνο που νοείται ως θάνατος συμβολίζει ότι από τον θάνατο θα έλθει η μέλλουσα ημέρα της Αναστάσεως. Και την νύκτα διαδέχεται η ημέρα που είναι σύμβολο του σκοτεινού και ταραχώδους βίου προς την ανέσπερη εκείνη ημέρα που θα επικρατεί η αληθινή ζωή (μεταβιώση)» (Συμεών Θεσσαλονίκης, P.G. 155, 940CD).
Η ποιμαντική της ακολουθίας του Αποδείπνου
(Μικρού ή Μεγάλου)
Παρόλο που η ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου, σύμφωνα με την νεώτερη ενοριακή πράξη, επαφίεται στην ελεύθερη προσευχητική διάθεση του κάθε πιστού, από ποιμαντικής απόψεως πιστεύω ότι θα βοηθήσει πολλούς αναγκεμένους πιστούς να γευθούν το άρωμα της Ορθοδοξίας και της γνήσιας Παραδόσεως.
Η ένταξη της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου στον ενοριακό λειτουργικό χρόνο δείχνει, εκ της προσωπικής ποιμαντικής πείρας, ότι οι νέοι κυρίως προσεγγίζουν την ακολουθία καλύτερα όταν τελείται τότε που οι ιεροί ναοί κλείνουν, με βάση το πρόγραμμα των ενοριών. Συνήθως όταν οι νέοι ψάχνονται και αναζητούν κάπου καταφύγιο, οι ναοί και οι ιερείς δεν είναι διαθέσιμοι.
Όπου νέοι και φιλότιμοι κληρικοί αγωνίζονται για να πλησιάσουν τους νέους με διάφορες άλλες δραστηριότητες, ας έχουν υπ’ όψιν ότι η επιζητούμενη πνευματική προσέγγιση ολοκληρώνεται και τελειοποιείται καλύτερα μέσα από την λατρεία της Εκκλησίας μας. Επί παραδείγματι, στην διάρκεια της εβδομάδας μπορεί να καθιερωθεί στο ενοριακό λειτουργικό πρόγραμμα η τέλεση του Μικρού Αποδείπνου μία ή περισσότερες φορές σε συνδυασμό με μια σύναξη νέων που θα περιλαμβάνει ομιλίες ή προβολή ταινιών. Η επιτέλεση του Μικρού Αποδείπνου είτε θα προηγείται ή θα έπεται αυτών των δράσεων. Καλό είναι το Απόδειπνο να τελείται σε καθορισμένο χρόνο, πάντα τον ίδιο, ώστε να μπορούν περισσότεροι ενορίτες να προσέρχονται στον ναό για προσευχή κοινή και συλλογική που είναι και το δέον γενέσθαι.
Ωστόσο και το Μεγάλο Απόδειπνο θα πρέπει κι αυτό να βρει, εκτός από τον συγκεκριμένο χρόνο τελέσεώς του, συχνότερη έκφραση στην ζωή της ενορίας, σε χρόνο που να δύνανται περισσότεροι άνθρωποι να το προσεγγίσουν, και μάλιστα σε ώρα βραδυνή συνδυασμένο με λόγο Θεού που τόσο έχει ανάγκη ο κόσμος σήμερα.
Η εκ μέρους της Εκκλησίας, και δη των ενοριών, επανεύρεση των «χρηστικών εργαλείων» που είναι οι ιερές ακολουθίες του Μικρού Αποδείπνου, των ιερών παρακλήσεων, του μυστηρίου του Ευχελαίου καθώς και οι ιερές παννυχίδες, ευελπιστούμε ότι θα αναζωπυρώσει το χάρισμα της βιωματικής λειτουργικής ζωής και εμπειρίας, πράγμα που σήμερα διαπιστώνουμε μετά πολλής λύπης οι της Εκκλησίας ταγοί ότι εξέλιπεν από την ζωή των εκκοσμικευμένων και κατά βάσιν ακατήχητων βαπτισμένων πιστών μας.
Η ορθόδοξη λατρεία της Εκκλησίας μας έχει το μοναδικό χάρισμα να σαγηνεύει, να ηρεμεί, να νοηματοδοτεί την ζωή του ανθρώπου, να προσφέρει την ελπίδα και το θάρρος για την ανακάλυψη του δώρου της ζωής, να θεραπεύει την ψυχή, να δίδει την χαρά για αγώνα και άσκηση και τέλος να βάζει σε τάξη τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου