Θυμάμαι τον θάνατο του Γερο-Ησύχιου του Κωνσταμονίτη πριν χρόνια. Πήγε ν’ ανάψει το καντηλάκι, έγειρε κι έτσι ήσυχα έφυγε. Χρόνια πορτάρης, με μετρημένα λόγια. Ο Μελέτιος ο Σιμωνοπετρίτης χαμογελώντας απεκοιμήθη. Ο Γερο-Γιάννης της Καλύβης μου, μόλις κοινώνησε.
Και θυμάμαι κι εγώ τον θάνατο αγρυπνώντας με την αρρώστια μου. Ακούγεται η σόμπα, ένα ποντίκι στη σκεπή, τα βήματα του παπα-Σίμωνα, σαν κάτι νά ’χασε μέσα στη νύχτα, κάπου να σκουντοφλά, κάτι να ζητά, ή κάτι ν’ ανακατεύει ανάμεσα στα κουτιά και τα φουντούκια και τις εικόνες και τα σκεπάσματά του.
…Πέθανε η ανηψιά του παπα-Σίμωνα, εφτά χρονώ λέει. Δηλαδή πρέπει νά ’μαστε έτοιμοι κάθε στιγμή, λέει.
Όποτε κοιμηθεί μοναχός χτυπά η καμπάνα, ό,τι ώρα και νά ’ναι, ακόμη και στη λειτουργία. Για να βοηθήσουν οι ευχές την ψυχή στην άνοδο.
Το πρωί φέρανε σκοτωμένο ένα λύκο.
Σαν να πιάνει νοτιάς.
Πέθανε και η γιαγιά του Σαμουήλ. Εκατό χρονώ. Θα πάει στον Παράδεισο, έλεγε. Ήταν καλή. Στις εκκλησιές μέσα αισθανόταν πιο καλά απ’ ό,τι στο σπίτι της. Ο Ευστράτιος φεύγοντας άφησε μισή σοκολάτα και είπε: «Σημερινοί είμαστε, ουρανοί δεν είμαστε!».
Ο Εσπερινός έγινε στο κοιμητήρι.
+μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου