Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Ἰδοὺ πῶς συμπεριφέρονται οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ καὶ δὴ οἱ Κληρικοί:

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

(Απόσπασμα)
Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας ~ Στυλιανού Παπαδόπουλου
Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1979

 Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;
Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα. Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!
Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ’χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων.
Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω; …
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.
Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.
Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.

~~~~~~
Μόδεστος: Τί σοι, ὦ οὗτος, βούλεται, τοὔνομα προσειπών, οὔπω γὰρ ἐπίσκοπον ἠξίου καλεῖν, τὸ κατὰ τοσούτου κράτους τολμᾶν, καὶ μόνον τῶν ἄλλων ἀπαυθαδιάζεσθαι ;
Βασίλειος: Τοῦ χάριν, ὁ γεννάδας φησί, καὶ τίς ἡ ἀπόνοια; Οὔπω γὰρ ἔχω γινώσκειν.
Μόδεστος: Ὅτι μὴ τὰ βασιλέως θρησκεύεις, τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑποκλιθέντων καὶ ἡττημένων .
Βασίλειος: Οὐ γὰρ ταῦτα βασιλεὺς ὁ ἐμὸς βούλεται, οὐδὲ κτίσμα τι προσκυνεῖν ἀνέχομαι, Θεοῦ τε κτίσμα τυγχάνων καὶ θεὸς εἶναι κεκελευσμένος.
Μόδεστος: Ἡμεῖς δέ, τί σοι δοκοῦμεν; Ἦ οὐδέν, ταῦτα προστάττοντες; Τί δαί; Οὐ μέγα σοι τὸ μεθ' ἡμῶν τετάχθαι καὶ κοινωνοὺς ἔχειν ἡμᾶς;
Βασίλειος: Ὕπαρχοι μέν ὑμεῖς, καὶ τῶν ἐπιφανῶν, οὐκ ἀρνήσομαι, οὔπω δὲ Θεοῦ τιμιώτεροι. Καὶ τὸ κοινωνοὺς ἔχειν, μέγα μέν · πῶς γὰρ οὔ; Πλάσμα Θεοῦ καὶ ὑμεῖς, ἀλλ' ὡσεί τινας ἄλλους τῶν ὑφ' ἡμῖν τεταγμένων· οὐ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει χαρακτηρίζεσθαι».
Μόδεστος: Τί δαί; Οὐ φοβεῖ τὴν ἐξουσίαν;
Βασίλειος: Μὴ τί γένηται, μὴ δὲ τί πάθω;
Μόδεστος: Μή τι τῶν πολλῶν ἓν ἃ τῆς ἐμῆς δυναστείας ἐστίν.
Βασίλειος: Τίνα ταῦτα; γνωριζέσθω γὰρ ἡμῖν.
Μόδεστος: Δήμευσιν, ἐξορίαν, βασάνους, θάνατον.
Βασίλειος: Εἴ τι ἄλλ ο ἀπείλει· τούτων γὰρ οὐδὲν ἡμῶν ἅπτεται.
Μόδεστος: Πῶς καὶ τίνα τρόπον;
Βασίλειος: Ὅτι τοι, δημεύσει μὲν οὐχ ἁλωτὸς ὁ μηδὲν ἔχων, πλὴν εἰ τούτων χρῄζεις τῶν τρυχίνων μου ῥακίων καὶ βιβλίων ὀλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοὶ βίος · ἐξορίαν δὲ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενὶ τόπῳ περιγραπτὸς καὶ μήτε ταύτην ἔχων ἐμὴν ἣν οἰκῶ νῦν, καὶ πᾶσαν ἐμὴν εἰς ἣν ἂν ῥιφ ῶ· μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ πᾶσαν, οὗ πάροικος ἐγὼ καὶ παρεπίδημος · αἱ βάσανοι δὲ τί ἂν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος; Πλὴν εἰ τὴ ν πρώτην λέγοις πληγήν, ταύτης γὰρ σὺ μόνης κύριος · ὁ δὲ θάνατος εὐεργέτης, καὶ γὰρ θᾶττον πέμψει με πρὸς Θεόν, ᾧ ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ τῷ πλείστῳ τέθνηκα καὶ πρὸς ὃν ἐπείγομαι πόρρωθεν.
Mόδεστος: Οὐδείς μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας, τὸ ἑαυτοῦ προσθεὶς ὄνομα.
Βασίλειος: Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως ἐνέτυχες, ἢ πάντως ἂν τοῦτον διειλέχθη τὸν τρόπον, ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος. Τἆλλα μὲν γὰρ ἐπιεικεῖς ἡμεῖς, ὕπαρχε, καὶ παντὸς ἄλλου ταπεινότεροι, τοῦτο τῆς ἐντολῆς κελευούσης, καὶ μὴ ὅτι τοσούτῳ κράτει, ἀλλὰ μηδὲ τῶν τυχόντων ἑνὶ τὴν ὀφρὺν αἴροντες · οὗ δὲ Θεὸς τὸ κ ινδυνευόμενον καὶ προκείμενον, τἆλλα περιφρονοῦντες, πρὸς αὐτὸν μόνον βλέπομεν.

(TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Funebris oratio in laudem Basilii Magni
Caesareae in Cappadocia episcopi (orat. 43) Chapter 48, section 3, line 1)

Δεν υπάρχουν σχόλια: