Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Παράφωνα αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου τα κάλαντα των παιδιών. Κείτομαι
σ’ένα παλιοκρέβατο, σ’ ένα στρατιωτικό ράντζο που τρίζει, σε υπόγειο
ευρύχωρο δώμα, ανήμπορος, άρρωστος. Λιμνάζει μέσα μου βουβός πόνος και
απλώνεται στο σαν από μολύβι μουδιασμένο κορμί μου. Αντιλαμβάνομαι – με
καθυστέρηση σίγουρα – ότι από το ανατολικό μεσημβρινό παράθυρο – ολίγον
τι ύπερθεν του εδάφους – το φως της αυγής εφορμά ακάθεκτα, περιλούζει
το μισό δώμα – αφήνοντας το άλλο μισό στην παγερή του υγρή σκιά – και
φτάνει ως εμένα, χλωμό, θαμπωμένο, περεχεί το πρόσωπό μου, θολώνει
βουρκώνει τα μάτια μου.
«Χρόνια πολλά!» από το πλάϊ μου, καθισμένος σε χαμηλό ξύλινο σκαμνάκι, ένας άγνωστός μου, ως συγγενής μου συστήνεται.
«Πως είσαι;» με ρωτά.
«Βρώμικο αργοκυλάει το αίμα μου, χωρίς
ελπίδα, όπως όλα τα πράγματα του βίου απεχθώς και ανηλεώς, όπως ο
μεγάλος ποταμός, ο Νείλος, μέσα μου καταλύεται η ζωή» αποκρίνομαι.
«Πάψε μη μιλάς καθόλου, μην παραπονιέσαι
άλλο, μύριες αιτίες έβρισκες πάντοτε, μύριες δικαιολογίες για να
διαμαρτύρεσαι…μέσα στην κακία και το ψεύδος έχασες το χρόνο σου…Πότε
επιτέλους θα αφουγκραστείς τη Ζωή;»
«Ποιός επιτέλους είσαι εσύ, πες μου, και που βρίσκομαι, πως βρέθηκα σ’ αυτό το προγονικό, το χθαμαλό, το ημιυπόγειο υποστατικό;»
«Είμαι ένας φίλος, ένας συγγενής από
καιρό θαμμένος στο χώμα της γλυκιάς πατρίδας σου…όσο για το πως βρέθηκες
εδώ πίστεψέ με ποτέ σου δεν έφυγες..» και η φωνή του μελίρρυτη, με
αναζωογονητική θαλπωρή και μουσικότητα άφατη με πλημμύρισε. «Στην γλυκιά
πατρίδα» του είπα εν εγρηγόρσει, ανακαθισμένος και σχεδόν αποφασισμένος
να σηκωθώ, «τα νερά κελαρύζουν στα αυλάκια εκατέρωθεν του δρόμου,
κατηφορίζοντας από το βουνό το υψηλό, το αρχαίο, το επιβλητικό, που
σκύβει ωστόσο πανωθέ μας πατρικά και σταλάζει μεγαλείο θεϊκό στις ψυχές
μας, ενώ τα σπίτια, κατά μήκος της αμαξιτής οδού, με ασβεστωμένες
προσόψεις άγρυπνα τηρούν και σιωπηλά το μυστήριο σα μαγεμένα. Στη μητέρα
πατρίδα, τη θεσπέσια, την απλωμένη στον ήλιο, την προικισμένη με τον
καθαρό αέρα των άνω δρυμώνων, με τους απέραντους πορτοκαλεώνες, με τα
περιβόλια τα καταπράσινα, μας ξυπνά κάθε χαραυγή, μέσα στην πεδινή
σιγαλιά, η εκκωφαντική συναυλία των πουλιών».
«Τρέξε λοιπόν, εγέρθητι, μην κάθεσαι
άλλο, χτίσε το ανάστημά σου πάνω από τις έχθρητες, έξω από την
πολυδαίδαλη πλάνη, ανάπνευσε μεγαλόψυχα, βαθιά, θαρραλέα, την άκτιστη
αγάπη που σε περιβάλλει, που σε συνέχει όπως η ελιά τον καρπό της, όπως ο
καρπός τον πυρήνα του».
Καθώς μιλούσε διέκρινα ότι είχε στα χέρια του και περιεργαζόταν ένα παλαιό καπακωτό ρολόι με μακριά ασημοκαπνισμένη καδένα.
«Ω άνθρωπέ μου» φώναξα με σθένος «τι το
θέλεις εσύ το ρολόι, τι σου χρειάζεται, δώστο τουλάχιστον σ’ εμένα να το
κρατήσω ως θυμητικό εκείνου που κρατούσε ο παππούς μου».
«Πάρε το λοιπόν, αφού το γύρεψες, αυτό το παλαιό χαλασμένο ρολόι.» συγκατάνευσε ο άγνωστος φίλος μου.
Και ευθύς με το ρολόϊ στο χέρι, το
χαλασμένο, το παλαιό, το καπακωτό ρολόι, με την παλιά ασημοκαπνισμένη
καδένα, ανασκουμπώθηκα, στάθηκα όρθιος στα πόδια μου και με μιας, με ένα
– θαρρείς – φτερούγισμα, πετάχτηκα στην αυλή της οικίας της
πατρογονικής, του φτωχικού υποστατικού. Σύντομα όμως η ορμή και ο
ενθουσιασμός μου ενέδωσαν στη θλίψη, γιατί δεν υπήρχε εκεί έξω ούτε μία
πορτοκαλιά, ούτε ένα ορνίθι, μόνον ξεραΐλα, καυτός ήλιος, ερημιά και
ταφική σιγή. Βγήκα στο δρόμο και ο δρόμος ήταν λεωφόρος πλατιά και
βουερή από την κίνηση των τροχοφόρων, στα πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά
συνωστίζονταν άνθρωποι, απόμακροι και φοβισμένοι. Έστριψα σε μία κάθετη
οδό, πήρα ν’ ανηφορίζω ένα μεγάλο διάστημα, μπήκα σ’ένα στενό, συνέχισα
σ’ ένα λιθόστρωτο που κατέληγε σε αδιέξοδο. Εκεί στο αδιέξοδο
κοντοστάθηκα. Ήμουν θαρρείς ένα δέντρο γυμνό από τα φύλλα του, στην
καρδιά του χειμώνα, έξω από μια ερειπωμένη οικία, κάτω από το Λυκαβηττό.
Από την αυλόπορτα της οικίας εκείνης ξεπρόβαλε μια μαυροφορεμένη
γριούλα, μ’ένα σκούρο – σφιχτά δεμένο – τσεμπέρι στην κεφαλή της, πλην
όμως ευπροσήγορη και μειλίχια, η οποία με την ψάθινη σκούπα της
φροκαλούσε τόσο θωπευτικά και φιλόστοργα τα λογής λογής σαρίδια που ίσως
– σκέφτηκα – θα άρμοζε να παρασύρει στο φαράσι της και εμένα.
Τραβήχτηκα σαν από μαγνήτη κοντά της και της ευχήθηκα: «Καλή χρονιά,
γιαγιά».
«Δεν είμαι απλώς μια γιαγιά παιδί μου, είμαι η κυρα Λιτή, πουλάκι μου!».
Τότε λοιπόν, πετάω το παλαιό καπακωτό
ρολόι χάμω στα πόδια της, διαλύεται το ρολόι σε πολλά μικρά κομματάκια,
παίρνει η κυρά Λιτή την ψάθινη σκούπα της και μαζεύει τα συντρίμματά
του, ένα ένα, προσεκτικά στο φαράσι της, σα να ήταν ψίχουλα και εκείνη
περιστέρα.
«Καλή χρονιά, πουλάκι μου» μου αντευχήθηκε.
Του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου