Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Ο Γιαννακός και ο Άγιος Βασίλειος: Κυπριακό Ακριτικό Τραγούδι


Αντίπερα του ποταμού τρεις ζευκολάτες κάμνουν·
΄πο κείθθε κάμν΄ ο Γιαννακός, ΄πο δάθθε κάμν΄ ο Κρίτος,
ανάμεσά τους και τους δκυό κάμν΄ο Μωρογιαννάκας.
Βκαίννει ο ήλιος το πρωίν πάντα και χαιρετά τους:
«Παρακαλώ σε, Γιαννακό, πόσον σιτάριν βάλλεις;»
«Έχω ευκήν την μάνας μου, κατάραν του κυρού μου,
και του μιαλλύττερου μ' αρφού, να μεν το μολοήσω,
σαν μ΄έβαλες εις τον Θεόν, να σου το μολοήσω·
σιτάριν βάλλω δώδεκα, κριθάριν δεκά πέντε,
κουκιά και βίκον δεκακτώ ΄π΄ανωρίς ποζέγνω.»
«Ευκήν σ' αφίννω Γιαννακό, αύριον μεν εζέξης·
αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη,
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού κι εν κάμνουσιν ζευκάριν.»
Και  θέλεις επαράκουσεν, θέλεις καταύτις κάμνει,
σηκώννεται ΄που το πωρνόν και πάει στο ζευκάριν·
έζεξεν κι επροστάφκιασεν εννιά μοδκιών χωράφιν,
μα ΄που την πρώτην αυλακιάν κουράκισεν τ΄αλέτριν.
«Βάστα τον, μαύρε, τον πυρκάν, κι εσού, πυρκά, τον μαύρον,
να δώσουμεν να βκάλουμεν ρίζαν του καλαμιώνα.»
Βαστά ο μαύρος τον πυρκάν και ο πυρκάς τον μαύρον,
κι εδώσασιν κι εφκάλασιν τρικέφαλην κουφούλλαν,
κι εδώσασιν κι ετυλίχτηκεν πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου.
Τα χέρκα του εψήλωσεν, πάνω Θεόν δοξάζει:
«Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, δοξάζω τ΄όνομά σου,
καμμιά δουλειά εν γίνεται, δίχως το θελημάν σου·
Θεέ μου, στράψε μιαν στραπήν, στράψε και μιαν μεάλην,
κι έφκαλε  μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια να καούν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, να φύουσιν τα βούδκια.»
Και τότε στράφτει μιαν στραπήν, στράφτει και μιαν μεάλην,
στράφτει και μιαν μιαλλύττερην πα στο σταυρίν τ΄αλέτρου,
μήτε τα βούδκια κάησαν, μήτε ο ζευκολάτης,
μόνον τα ζευλοράμματα, κι εφύασιν τα βούδκια.
Επήεν εις το σπίτιν του κι ήτουν πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος.
«Κι ίντα ΄παθες ά Γιαννακό κι είσαι πολλά γλιμμένος,
γλιμμένος και περίλυπος και καταδισκασμένος;
Μήπως του σσιού εισαί γλομός και του ηλιού καμένος,
όξα ΄ν΄ που τον πατέραν σου, που είσαι πικραμμένος;»
«Μήτε του σσιού είμαι γλομός, μήτε του ΄λιού καμένος,
μήτε που τον πατέραν μου εν, που ΄μαι πικραμμένος,
μα μόνον εν που τον Θεόν, που ΄μαι καταραμένος.
Σήμμερα είν' αρκιχρονιά και πρώτη του Γεννάρη
κι είναι τ΄αγίου Βασιλειού, κι εν κάμνουσιν ζευκάριν!»
 

 

1 σχόλιο:

ἐμπεσῶν εἰς λάκκον τις είπε...

...αγνή λαϊκή θεολογία
στο κέντρο τής ουσίας τής γιορτής

τέτοιες μέρες,
δεν δουλεύουμε στα κοσμικά

μόνο στά τού Θεού,
και στα τής εκκλησιάς μας
τα λειτουργικά...!