Του μακαριστού π. Αθανάσιου Γέφτιτς
Γιὰ
τὸν Ντοστογιέφσκι ἔχουν γραφτεῖ πολλά, καθὼς καὶ γιὰ τὰ «καταραμένα
προβλήματά του», γιὰ ἐκεῖνα δηλαδὴ τὰ «αἰώνια ἐρωτήματα» μὲ τὰ ὁποῖα
ἀσχολήθηκε σ’ ὅλη του τὴν ζωὴ καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔγραφε ἀπαράμιλλα. Τὸ
βασικό του πρόβλημα τῶν ἡρώων του, ἦταν, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Θεὸς καὶ ἡ
ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐν τούτοις νομίζουμε ὅτι θὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι ἂν
αὐτὸ τὸ διττὸ πρόβλημα τὸ θεωρήσουμε σὰν ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόβλημα, τὸ
πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι.
Ἂν
καὶ ὁ Δημήτρης Καραμάζωφ του, λέει «Εἶναι εὐρὺς ὁ ἄνθρωπος, ὑπερβολικὰ
εὐρύς, ἐγὼ θὰ τὸν στένευα», ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι περισσότερο
ἀκολουθεῖ τὸ αἴτημα ὅτι «πρέπει νὰ βλέπουμε τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου μέσα
ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της» (Σημείωμα ἀπὸ τὸ 1875-76), γιατί καθὼς
γράφει ἀλλοῦ «ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὰ πάντα στὸν κόσμο δὲν ἔχουν γιὰ τὸν
ἄνθρωπο τελειώσει, ἐν τούτοις ἡ σημασία ὅλων τῶν πραγμάτων κρύβεται μέσα
στὸν ἄνθρωπο» (Χειρόγραφο ὑλικὸ γιὰ τοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ»).
Μποροῦμε
λοιπὸν ἐλεύθερα νὰ ποῦμε ὅτι τὸ βασικὸ πρόβλημα – κλειδὶ στὸν
Ντοστογιέφσκι εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὰ ὅσα
καὶ ἂν γραφοῦν πάνω σ’ αὐτὸ τὸ κεντρικό του θέμα. […]
Στὰ
δεκαοκτώ του χρόνια ἤδη ἔγραφε στὸν ἀδελφό του Μιχαήλ: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
μυστήριο. Ἂν προσπαθήσεις νὰ τὸ ἑρμηνεύσεις στὴν διάρκεια ὅλης σου τῆς
ζωῆς μὴν πεῖς ὅτι ἔχασες τὸν καιρό σου. Ἐγὼ ἀσχολοῦμαι μὲ τὸ μυστήριο
αὐτὸ γιατὶ θέλω νὰ εἶμαι ἄνθρωπος» (Γράμμα ἀπὸ τὸ 1839.). Αὐτὸ τὸ ἴδιο
θέτει ἀργότερα σὰν καθῆκον καὶ ἐνώπιον ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἥρωές του: «Γίνε
ἄνθρωπος αὐτὸ εἶναι ποὺ προέχει πάνω ἀπ’ ὅλα» (Χειρ. ὑλικὸ γιὰ τὸν
«Ἔφηβο»).
Ὅλη του τὴν ζωὴ ὁ Ντοστογιέφσκι προσπάθησε ἀληθινὰ νὰ
εἶναι ἄνθρωπος καὶ βρισκόταν σὲ συνεχῆ ἀγώνα καὶ μάχη γιὰ τὸν ἄνθρωπο,
τὸν ἄνθρωπο καὶ σὰν προσωπικότητα καὶ σὰν κοινωνία ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ
καὶ ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ πανανθρώπινος καί, στοὺς κολασμένους καὶ στοὺς
παραδεισένιους του ἀγῶνες γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα, ἔφθασε
σὲ σπάνια προφητικὴ ἐνόραση καὶ διόραση (διορατικότητα), τέτοια ποὺ
δίνεται μόνο σὲ ἐκλεκτοὺς μάρτυρες τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Αὐτὰ τὰ
«αἰώνια ἐρωτήματα» τοῦ ἀνθρώπου, στὸν Ντοστογιέφσκι ἀποκαλύφτηκαν μέχρι
τὰ ἔσχατα βάθη του, σὰν «μεταφυσικὸ» καὶ «θρησκευτικὸ» πρόβλημα (ἡ
ἔννοια μεταφυσικὸ καὶ θρησκευτικὸ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὲ συνάφεια μὲ
τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κοσμοθεωρία τοῦ Ντοστογιέφσκι). Πολὺ
περισσότερο, ὁ Ντοστογιέφσκι ἀπέδειξε ὅτι μέσα σὲ μία τέτοια βαθειὰ
ἐνασχόληση καὶ βίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν μυστηρίων του ἀναπόφευκτα
διαφαίνεται καὶ ξεδιαλύνεται αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ μεταφυσικὴ καὶ θρησκευτικὴ
βάση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἴδιος «ἡ πεποίθηση ὅτι
ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰώνιος, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐπίγειο ὄν, ἀλλὰ εἶναι
συνδεδεμένος μὲ ἄλλους κόσμους καὶ μὲ τὴν αἰωνιότητα». («Ἡμερολόγιο τοῦ
Συγγραφέα» 1880, Αὔγουστος, κεφ. 3,3 καὶ «Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ» σελ. 290).
Μὲ μία λέξη μὲ τὸν Ντοστογιέφσκι ἀποκαλύφθηκε τὸ θεανθρώπινο θεμέλιο καὶ
ὁ χαρακτήρας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως.
Στὴν ἀναζήτηση τοῦ
ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἀπασχόλησε ὅλη του τὴν ζωή, ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν θέλησε
εὔκολα νὰ ἡσυχάσει καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν εὐρύτερος καὶ πιὸ φιλελεύθερος ἀπὸ
ὅλους αὐτοὺς ποὺ τὸν κριτικάρησαν ἢ ποὺ σκανδαλίσθηκαν ἀπ’ αὐτόν, εἴτε
ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ εἴτε ἀπὸ τὸ δεξὶ στρατόπεδο. Στὴν ἀνησυχία του ὑπῆρξε
ἀλήθεια κάτι τὸ «Ἰώβειο» καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας ἰδιόμορφος Ἰὼβ
ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ τόσο
συγκλονιστικὰ ἀγαποῦσε τὸ Βιβλίο τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὰ παιδικά του ἀκόμα
χρόνια. Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰὼβ ὡς ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν Θεὸ εἶναι
συνταρακτικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ στάρετς – Ζωσιμᾶ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν τοῦ
Ντοστογιέφσκι: «Τί μεγαλεῖο καὶ τί μυστήριο κρύβει μέσα της ἡ συνάντηση
τοῦ Ἰὼβ μὲ τὸν Θεό!.. Ἐδῶ στὴν περίπτωση τοῦ πολυβασανισμένου Ἰώβ,
ὑπάρχει ἕνα μεγάλο μυστήριο: πὼς μιὰ φευγαλέα γήινη μορφὴ συναντιέται
ἐδῶ μὲ τὴν αἰώνια Ἀλήθεια. Μπροστὰ στὴ ἀλήθεια τῆς γῆς πραγματώνεται μιὰ
πράξη αἰώνιας Ἀλήθειας… Καὶ ὁ Ἰὼβ δοξάζει τὸν Κύριο καὶ ὑπηρετεῖ ὄχι
μονάχα Αὐτὸν μὰ καὶ ὅλη τὴν δημιουργία Του, ἀπὸ γενεᾶς σὲ γενεὰ καὶ εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Γιατὶ αὐτὸ τοῦ ἔχει προοριστεῖ. Θεέ μου, τί
βιβλίο καὶ τί διδαχές!… Ὅλα ἔχουν κατονομασθεῖ ἐκεῖ καὶ ὅλα ἔχουν
καθοριστεῖ γιὰ τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα. Καὶ πόσα μυστήρια ποὺ ἔχουν λυθεῖ
καὶ ἀποκαλυφθεῖ.» (Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, Α. Σ.Α 14, 265). Ὅπως ὁ Ἰώβ, ἔτσι
καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι, σ’ ὅλες τὶς δυστυχίες καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς,
εὐλογοῦσε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του! «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, γιὰ
τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα, τὴν ὁποία μοῦ ἔδωσες». (Σημείωση ἀπὸ τὸ 1875 –
76). Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ ἔδινε τὴν τόλμη, τὴν
παρρησία, νὰ θέτει καὶ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ἑαυτό του τὰ
πιὸ ριζικὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ νόημα τῆς
προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς καὶ ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι’
αὐτό, ὅπως καὶ ὁ Ἰώβ, δὲν ἀπορρίφθηκε ἀλλὰ ἐγκωμιάσθηκε καὶ ἔγινε
ἀποδεκτὸς καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς γνήσιους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἂν
μποροῦσε νὰ συνοψισθεῖ ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι καὶ ὡς
ἀνθρώπου καὶ ὡς κορυφαίου χριστιανοῦ συγγραφέα σὲ ἕνα ἔργο, σ’ ἕνα
αἴτημα καὶ ἕνα πόθο, τότε αὐτὸ θὰ ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἴδιος ὠνόμαζε «ἡ
ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἄνθρωπο», δηλ. ἡ ἀναζήτηση τῆς πλήρους
ἀνθρωποποιήσεως καὶ τοῦ ἀνθρώπου σὰν προσώπου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας σὰν
ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων. Ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ δυνατὸν καὶ πῶς;
Ὅλη ἡ ἐνασχόληση τοῦ Ντοστογιέφσκι μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου προϋποθέτει τὴν πίστη του στὸν ἄνθρωπο. Ἡ
ἀρχή του «στὴν πλήρη πραγματικότητα νὰ βρίσκεις ἄνθρωπο μέσα στὸν
ἄνθρωπο» (Ἡμερολόγιο, 1880-81), ἐδῶ σημαίνει ὅτι ὡς ἀναμφισβήτητη
προϋπόθεση ἀπαιτεῖ τὴν πίστη στὴν δυνατότητα ὅτι μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ὁ
σωστὸς ἄνθρωπος.
Ναί, ἀλλὰ ποιά πίστη; Τὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο
ὑποστήριξαν καὶ οἱ Δυτικοὶ Οὑμανιστὲς καὶ οἱ Ρῶσοι Δυτικόφιλοι. Ὁ
Ντοστογιέφσκι ὅμως εἶδε σ’ αὐτοὺς κάτι ἄλλο, καὶ ὄχι τὴν ἀληθινὴ πίστη
στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Τὴν πίστη αὐτὴ κατὰ τὸν μὴ
ντοστογιεφσκικὸ τρόπο ἐκπροσωπεῖ πλήρως ἡ στάση τοῦ Μεγάλου
Ἱεροξεταστοῦ, ὅπου πράγματι «ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς κοινωνικῆς ἀγάπης πρὸς
τὴν ἀνθρωπότητα ἐμφανίζεται ξεσκεπασμένο τὸ μίσος γιὰ τὸν ἄνθρωπο». Γι’
αὐτὸ καὶ τὴν οὑμανιστικὴ «πίστη στὸν ἄνθρωπο» ὁ Νοστογιέφσκι θεωρεῖ ὡς
προσκύνηση στὰ στοιχεῖα καὶ τὶς τυφλὲς δυνάμεις ἢ στὰ συστήματα, δηλ.
οὐσιαστικὰ ὡς πραγματικὴ ἀποπροσωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς
ἀνθρωπότητας.
Στὸν Ντοστογιέφσκι ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο
προϋποθέτει τὴν πίστη στὸν Θεὸ ποὺ ἐμφανίζεται καὶ ἀποδεικνύεται σὰν
οὐσιαστικὰ ἀναπόσπαστη ἀπ’ αὐτήν. Ὅταν οἱ ἥρωές του μαρτυρικὰ
ἐξομολογοῦνται ὅτι σ’ ὅλη τους τὴν ζωὴ ἕνα καὶ μόνο τοὺς παιδεύει –ὁ
Θεός, μ’ αὐτὸ καὶ μόνο συγχρόνως ἀναγνωρίζουν ὅτι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τοὺς
ἀπασχολεῖ ὁ ἄνθρωπος. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδιάσπαστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ
πραγματικὰ ἀδιανόητος ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ, καίτοι εἶναι ἐλεύθερος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθερος καὶ ὡς πρὸς τὴν στάση του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ
στάση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι, ἀντανακλᾶται καὶ
ἐκδηλώνεται στὴν στάση καὶ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ
πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔτσι ὥστε ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Ντοστογιέφσκι
ἐμφανίζεται πάντα ὡς θεοκεντρική, ἢ ἀκριβέστερα: ὡς χριστοκεντρικῆ,
θεανθρωποκεντρικῆ.
Μεγάλη ἀλήθεια κρύβεται στὰ λόγια τοῦ
Ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς ὅτι: «Οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τὸν Θεό, καὶ
ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους» (γιατὶ στὴν πραγματικότητα ἐπαναλαμβάνει τὰ
λόγια τῶν χριστιανῶν Πατέρων, κυρίως τοῦ ἀπολογητοῦ τῶν
πρωτοχριστιανικῶν χρόνων ἁγ. Θεοφίλου Ἀντιοχείας). Αὐτὸ ἰσχύει ἀπόλυτα
καὶ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι, τὸν ἀχόρταγο ἀναζητητὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως
σωστὰ παρατήρησε ὁ Γιούραϊ Ἄϊχενβαλντ, ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἦταν
πρὶν ἀπ’ ὅλα ὁ σύντροφος ὅλης του τῆς ζωῆς καὶ ὁ μεγάλος συνομιλητής, ἡ
ζωντανὴ δηλαδὴ προσωπικότητα ἡ ἀπροϋπόθετα ἀπαραίτητη στὸν ἄνθρωπο, καὶ
γι’ αὐτὸ ὁ μεγάλος συγγραφέας δίνει τὴν ἀκόλουθη μαρτυρία: «Εἶναι
ὑπερβολικὰ δύσκολο νὰ ξεριζώσεις τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο… φαίνεται πὼς ἡ
ἐπιστήμη ἀγνοεῖ κάτι τέτοιο…»
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι μεγάλο πράγμα,
ἀλλὰ ποτέ της δὲν θὰ κατορθώσει νὰ ἱκανοποιήσει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι Εὐαγγέλιο. (Σημειώσεις ἀπὸ τὸ 1875-76…) Αὐτὸ τὸ ἴδιο
ἐπαναλαμβάνουν καὶ οἱ ἥρωές του, ὁ Μάκαρ Ντιεβούσκι καὶ ὁ γέροντας
Ζωσιμᾶς («Τὸ νὰ ζεῖς χωρὶς Θεὸ εἶναι σωστὸ σκέτο μαρτύριο» –ΠCC 13, 302)
καὶ τὸ ἴδιο μὲ τὸν τρόπο τους –μὲ τὸ ἀρχέγονό τους «πένθος γιὰ τὸν Θεό»
–μαρτυροῦν καὶ ὁ Κυρίλωβ, ὁ Βερσίλωβ καὶ ὁ Ἰβὰν Καραμαζώφ. Ἄλλωστε δὲν
θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει διαφορετικὰ μὲ τὸν Ντοστογιέφσκι, σὰν ὀρθόδοξο
χριστιανό, σὰν ἀκόλουθο καὶ μαθητὴ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Πράγμα ποὺ
φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὄχι, μόνο οἱ θετικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρνητικοὶ ἥρωες
τοῦ Ντοστογιέφσκι «δὲν μποροῦν νὰ παραβλέψουν τὴ στενὴ καὶ ἐμφανῆ σχέση
τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν δικό μας – ἀνθρώπινο – κόσμο».
Γιὰ ὅλα αὐτά,
λόγῳ τῆς αἰσθήσεως καὶ γνώσεως ὅτι μόνο μὲ τὸν Θεό, (ἀκριβέστερα, μόνο
μὲ τὸν Χριστό) μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν
πιὸ χαμηλὰ πεσμένο ἁμαρτωλὸ ὣς τὸν πιὸ ψηλὰ ἀνεβασμένο, ὁ Ντοστογιέφσκι
τόνισε «τὴν ἀνάγκη τῆς πίστεως στὸ Χριστό», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε μέσα ἀπ’
ὅλα: ἀπὸ τὴν δύσκολη μακρόχρονη περίοδο στὰ κάτεργα, καὶ ἀπὸ τὸ
ψυχολογικὸ καὶ κοινωνικὸ ἀδιέξοδο ὑπόγειο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ
ἔγκλημα, ἀπὸ τὴν ἐξέγερση καὶ θεομανία («ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἀπέδειξα τὴν
ἀναγκαιότητα τῆς πίστεως στὸν Χριστό»), ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ καὶ
τοῦ πολιτισμένου κόσμου, ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς προόδου καὶ τοῦ σοσιαλισμοῦ,
ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ τὸν ἀνθρώπινο παράδεισο, μὲ μιὰ λέξη – ἀπὸ κάθε
κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάθε ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Καὶ αὐτὸ τὸ
πραγματοποίησε ὁ Ντοστογιέφσκι πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ κάθε ἄλλον
τὰ τελευταῖα χρόνια, μὲ πολὺ ἁπλὸ τρόπο, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν «ζωντανὴ ζωή»,
δηλαδὴ ἀπ’ τὴν ὁλόκληρη καὶ ἀληθινὴ ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ὅταν «τὴν θέση
τῆς διαλεκτικῆς παίρνει ἡ ζωή», ἡ ἀληθινὴ ἐκείνη ζωὴ ποὺ εἶναι πάντα
θεϊκὸ δῶρο καὶ τὴν ὁποία σὰν τέτοια, χωρὶς ἄλλα ἐπιχειρήματα, πρέπει νὰ
ἀγαπάει κανεὶς καὶ νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ζωντανῆς καὶ ἐνεργοῦς
ἀγάπης.
Ὅποιος δὲν τὸ κατάλαβε αὐτό, σημαίνει ὅτι δὲν κατάλαβε
τὸν πραγματικὸ Ντοστογιέφσκι, δὲν κατάλαβε θὰ λέγαμε, τὸν ὀρθόδοξο
Ντοστογιέφσκι. Τὸν Ντοστογιέφσκι ἐκεῖνον, ποὺ ὁλόκληρος, χωρὶς
ὑπολείμματα ἀγωνιζόταν καὶ ἀσκεῖτο γιὰ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὸν
ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἐκεῖνος ὀνόμαζε «ἀληθινὴ καὶ ἔνδοξη
ὁμολογία Χριστοῦ καὶ πλήρη ἠθικὴ ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Ὀνόματί
Του» (Χειρόγραφο ὑλικὸ γιὰ τὸ διήγημα «Κακὰ πνεύματα», ΠCC. 11,
167-168).
Ὡρισμένοι μελετητὲς τοῦ Ντοστογιέφσκι στὴν Εὐρώπη, στὴν
σοβιετικὴ Ρωσία, καὶ σὲ μᾶς ἀκόμα, θεωρώντας τὸν Ντοστογιέφσκι ἀνάλογα
μὲ τὴν δική τους πνευματικὴ ὅραση καὶ μετρώντας ἀνάλογα μὲ τὸν ἑαυτό
τους ἐπέμεναν καὶ ἐπιμένουν ἀκόμα ὅτι «συρρικνώνουμε» δῆθεν τὸν
Ντοστογιέφσκι, ὅταν τὸν δοῦμε ὀρθόδοξα. Ὅτι δηλαδὴ στενεύει μὲ τὸν τρόπο
αὐτὸ καὶ «ἁπλοποιεῖται». Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μάλιστα θεωροῦν ὅτι ὁ
Ντοστογιέφσκι δὲν ἦταν καὶ κανένας σπουδαῖος Χριστιανός, πόσο μᾶλλον
ὀρθόδοξος ἄνθρωπος καὶ φιλόσοφος, ἀλλὰ μᾶλλον ἕνας «ὀλιγόπιστος» ἢ
«ἄπιστος», ἕνας «αἱρετικός» ἢ «ἄθεος». Εἶναι παράξενο τὸ ὅτι γιὰ τὴν
πίστη ἢ τὴν ἀπιστία, γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη ἢ τὴν αἱρετικότητα τοῦ
Ντοστογιέφσκι μιλοῦν οἱ πλέον ἀναρμόδιοι, καὶ ὅτι αὐτοὶ βιάζονται νὰ τὸν
ἀπαλλάξουν «ἀπὸ τὴν πίστη», ἔτσι ὥστε τὴν ἄλλη φορὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν
γιὰ «αἵρεση». Ὅμως εἶναι συγχρόνως ἐνδιαφέρον ὅτι κάτι τέτοιο δὲν ἔγινε
ποτὲ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν μεγάλων χριστιανῶν συγγραφέων καὶ ἀνθρώπων τοῦ
πνεύματος, τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν
ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρώσων (ἂν ἐξαιρεθεῖ, ἴσως, ὁ Κωνστάντιν Λεόντιεβ καὶ ὁ
Πομπιεντονόστσεβ). Φαίνεται ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστοῦ
ὑπάρχει πολὺ πιὸ ἔντονο ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι παινεύονται εὔκολα γιὰ τὴν
πρόοδο καὶ τὸν λιμπεραλισμό. «Κύριοι, τί μίζερος ποὺ εἶναι ὁ
λιμπεραλισμός σας» –θἄλεγε ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι. «Εἶναι ἄραγε τόσο
δύσκολη, ἔστω καὶ ἡ πιὸ μικρή, ἀνεξαρτησία τῆς σκέψεως!» (Σημ. ἀπὸ τὸ
1863-64 καὶ 1872-75 ΠCC 20, 176 καὶ 21, 258). Καὶ μεῖς θὰ συμπληρώναμε
σ’ αὐτό, φέρνωντας στὴν μνήμη τὴν βιβλικὴ διήγηση, ὅτι οἱ φίλοι του Ἰώβ,
σὰν «δικαστὲς τοῦ Θεοῦ» καὶ κατήγοροι τοῦ Ἰώβ, καταδικάστηκαν στὸ
τέλος, ἐνῷ ὁ ἐξεγερμένος Ἰὼβ δικαιώθηκε. Ἔτσι συνέβηκε στὴν ἴδια τὴν
Βίβλο, σ’ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ «αἰώνιο βιβλίο» τοῦ Ντοστογιέφσκι.
Αὐτὸ
ποὺ πρέπει νὰ πεῖ πρώτ’ ἀπ’ ὅλα κανείς, σχετικὰ μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτὲς
εἶναι ὅτι τέτοιου εἴδους ἀντιλήψεις καὶ «ἑρμηνεῖες» τοῦ Ντοστογιέφσκι
ἀποδεικνύουν πόσο λίγο γνωρίζουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία
αὐτοὶ ποὺ ὑποστηρίζουν κάτι τέτοιο, καὶ τί εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ
χριστιανικὴ πίστη καὶ ἡ χριστιανική της ἐμπειρία καὶ γεύση. Εἶναι, τὸ
λιγότερο, μόνο «θεωρητικὸ πράγμα», γιὰ νὰ μὴ ποῦμε πολὺ συχνὰ
ἐπιφανειακότητες, προκαταλήψεις καὶ κακοδοξίες γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ
Ντοστογιέφσκι ἔλεγε στὸν καιρό του: «Οἱ προλήψεις στὸ περιβάλλον τῶν
διανοουμένων δὲν εἶναι καθόλου λιγώτερες ἀπ’ ὅ,τι στὸν λαό» (Σημ. ἀπὸ τὸ
1876 – 7 ΛΝ 83, 488, Τὸ ἡμερολόγιο τοῦ συγγραφέα 1876, Ἀπρίλιος, κεφ.
1, 3). Μία ἀπὸ τὶς πιὸ βασικὲς κακοδοξίες τῶν κριτικῶν τοῦ Ντοστογιέφσκι
ἀπὸ τὶς χῶρες τοῦ «σοσιαλιστικοῦ παραδείσου» βρίσκεται, κατ’ ἀρχήν, στὸ
ὅτι γι’ αὐτοὺς «ἡ ἄρνηση τῆς θρησκείας καταλήγει σὲ θρησκεία»
(χειρόγραφα γιὰ τὸν «Ἔφηβο», ΑΖΔ 16, 80 καὶ 285), καὶ στὸ ὅτι τὴν
Χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν ζωντανὴ Ὀρθοδοξία τὴν γνωρίζουν «ἀπὸ τὰ
βιβλία», τὴν μαθαίνουν «ἀπὸ τὴν Δύση», καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία
τοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς εὐαγγελικοὺς Χριστιανούς, ποὺ
ὑπάρχουν καὶ μέχρι σήμερα καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς συναντήσει κανεὶς στὴν
«ἱστορικὰ διαγραμμένη» Ὀρθοδοξία (βλ. γράμμα τοῦ Ντ. στὸν Λιουμπίμωβ,
Ἰούνιος 1879.).
Φυσικά, δὲν ὑποστηρίζει κανεὶς ὅτι ὁ
Ντοστογιέφκι, σὰν πιστὸς ἄνθρωπος, καὶ ἐμεῖς ὅλοι μαζί του, ἦταν χωρὶς
ἁμαρτίες καὶ χωρὶς ἐλαττώματα– «ἀναμάρτητοι δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὸν τὸν
κόσμο» (ΠCC 21, 279, Βλ. ΠCC 13, 318). Ἀλλὰ ἡ δική μας, καὶ ὄχι μόνο ἡ
δική μας, βαθειὰ πεποίθηση εἶναι ὅτι γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸν
Ντοστογιέφσκι χρειάζεται πράγματι νὰ δεχθεῖ μὲ πίστη ὅτι εἶναι «ἀνερμήνευτοι καὶ ἀνεξιχνίαστοι οἱ ὁδοὶ στὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς βρίσκει τὸν ἄνθρωπο»
(Ρωμ. 11, 33 ΠCC 7, 203) καὶ ὅτι μόνο σ’ αὐτὴν τὴν ὁδὸ πίστεως (πίστεως
ἔστω καὶ ὡς «πόθο πίστεως» –σύμφωνα μὲ γράμμα τοῦ Φόν–Βιζιν μέσα ἀπὸ τὰ
πρῶτα ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκι) εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσει κανεὶς καὶ νὰ
βρεῖ τὸν ἀληθινὸ καὶ πανανθρώπινα εὐρύ, καὶ ὄχι «στενὸ» Ντοστογιέφσκι. Τὸ
νὰ ἑρμηνεύσει κανείς, πάντως, τὸν Ντ. παραβλέποντας τὴν εἰλικρινῆ καὶ
μακροχρόνια μαρτυρικὴ πίστη, σημαίνει ἁπλὰ ὅτι δὲν ἀναζητᾶ οὔτε βρίσκει
«τὸν ἄνθρωπο στὸν ἄνθρωπο» σ’ αὐτόν, δηλαδὴ ὅτι ἀπορρίπτει τὸν Παῦλο ἐν
ὀνόματι τοῦ Σαύλου. Μένει στὸν «θρησιγενῆ» καὶ ὄχι στὸν ζῶντα ἄνθρωπο
(Σημειώσεις γιὰ τὸ Ὑπόγειο, τέλος ΠCC 5, 178). Σὲ περίπτωση μὴ
θρησκευτικῆς καὶ ἄθεης ἑρμηνείας τοῦ Ντ., καθὼς καὶ κάθε πιστῆς
ἑρμηνείας του γενικά, θὰ μιλοῦσε καλύτερα ὁ ἴδιος ὁ Ντ., ὅπως ἄλλωστε
καὶ μίλησε καὶ ἔγραψε. Θὰ ἦταν δὲ ἐνδιαφέρον νὰ συλλεχθοῦν καὶ νὰ
παρουσιασθοῦν στοὺς ἀναγνῶστες. Πρὸς τὸ παρόν, θὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ μόνο
στὰ λόγια τοῦ πρίγκηπα Μίσκιν τὰ ἀπευθυνόμενα πρὸς τὸν Ρογκόζιν: «Ἡ
οὐσία τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος δὲν ἐξαντλεῖται σὲ καμμία διάκριση ἀπὸ
καμμία συμπεριφορὰ καὶ ἀδίκημα ἀπὸ κανέναν ἀθεϊσμό· ἐδῶ ὑπάρχει πάντα
κάτι ποὺ δὲν εἶναι αὐτό, καὶ ποὺ αἰώνια δὲν θὰ εἶναι αὐτό. Ἐδῶ ὑπάρχει
κάτι ὅπου αἰώνια θὰ γλυστροῦν οἱ ἀθεϊσμοὶ καὶ αἰώνια θὰ μιλοῦν ὄχι περὶ
αὐτοῦ». («Ἠλίθιος», μέρος ΙΙ, κεφ. 4).
Ὅσο καὶ ἂν φανεῖ παράξενο,
θὰ τολμήσω νὰ πῶ, ὅτι γιὰ τὴν πλήρη κατανόηση τοῦ Ντοστογιέφσκι
χρειάζεται πρῶτα ἀπ’ ὅλα «ὀρθόδοξη καρδιά» («Ἡ ὀρθόδοξη καρδιὰ θὰ τὰ
καταλάβει ὅλα», λέει ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς, ΠCC 14, 266). Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ
ζωντανὴ εὐαγγελικὴ πίστη, ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεόν, ἡ πίστη
ἐκείνη ποὺ εἶναι καὶ ἡ «μοναδικὴ πηγὴ ζωντανῆς ζωῆς πάνω στὴν γῆ» ὑγιοῦς
ζωῆς, ὑγιῶν ἰδεῶν, καὶ ὑγιῶν σκέψεων καὶ συμπερασμάτων, ὅπως λέει ὁ
ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκι (Σημειώσεις τοῦ συγγραφέα 1876, Δεκέμβριος, κεφ.
Ι, 5). Χωρὶς τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ δροσιά, χωρὶς τὴν χάρη τῆς ἁλατισμένης
ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ νοιώσει κανεὶς τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τὸν Φιοντὸρ
Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, σὲ «ὅλα τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς» χάρη
στὴν ὁποία καὶ ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴν γῆ. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ θὰ «ἑρμηνευθεῖ» καὶ
θὰ γίνει «ἀντιληπτὸς» ἕνας Ντοστογιέφσκι πράγματι στενὸς καὶ
ἁπλουστευμένος, γιατὶ ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος θὰ «ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν περὶ
αὐτοῦ θεωρία». Μὲ τὰ λόγια δηλ. τοῦ Ντοστογιέφσκι, θὰ πρόκειται γιὰ
ἕναν ἄνθρωπο «γεννημένον ἀπὸ τὴν ἰδέα», κομμένο καὶ ραμμένο «σύμφωνα μὲ
τὰ βιβλία», ὁ ὁποῖος θεωρεῖται πιστὸς ἢ ἄπιστος κατὰ βούλησιν, ἄνθρωπος
«σύμφωνα μὲ τοὺς νεκροὺς νόμους τῆς φύσεως», «σύμφωνα μὲ γενικὲς ἀρχές»,
«ὅλος βγαλμένος ἀπό», καὶ σὲ τελικὸ βαθμό – «ἄνθρωπος μεταβλημένος σὰ
τριμμένη πεντάρα» (ΠCC9, 149). Ἡ ἐνασχόληση μ’ ἕναν τέτοιο
Ντοστογιέφσκι, ἕνα Ντοστογιέφσκι χωρὶς ζωντανὴ πίστη στὸν εὐαγγελικὸ
Χριστό, ἕνα Ντοστογιέφσκι ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ζώσης
Ὀρδοδοξίας, εἶναι πραγματικὸ καὶ σωστὸ «στένεμα» τοῦ Ντοστογιέφσκι ὡς
ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα εἶδος «ἐξαγωγῆς τετραγωνικῆς ρίζας»
ἀπὸ τὴν ζωντανὴ προσωπικότητα αὐτοῦ, τοῦ μεγάλου καὶ τραγικοῦ παιδιοῦ
τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο «στέκεται ἢ πέφτει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ του» (Ρωμ. 14,
4). Λέμε «τραγικοῦ», γιατὶ ἑκούσια ἢ
ἀκούσια σταυρώθηκε ἀνάμεσα στὴν ἀνθρώπινη κόλαση καὶ τὸν παράδεισο,
ἀλλά, δόξα τῷ Θεῷ σταυρώθηκε ὄχι σὲ θάνατο ποὺ δὲν ἔχει ἀνάσταση, ἀλλὰ
σὲ ζωὴ ποὺ γεννιέται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτὸν τὸν σταυρικὸ θάνατο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Χριστός – Ἀρχὴ καὶ τέλος, ἐκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ–Χόρν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου