...κρατούσα στα χέρια μου μια κούπα μαύρο καφέ και ταξίδευα στο χρωματιστό δειλινό. Παιδευόμουν να ξεχωρίσω τον ουρανό απ’ τη θάλασσα που σκουραίνοντας τώρα πια επικίνδυνα, ενώνονταν σε μιαν άγρια συνουσία. Βαμμένος στα χρώματα του πολέμου ο ήλιος πλαισιωμένος από ματωμένα φτερά αγγέλων βυθιζόταν αργά, στιγμή-στιγμή στη θάλασσα, ίσα που να σβήσει στα νερά της. Κι οι άγγελοι με τ’ ανοιγμένα φτερά τους που σκούραιναν πινελιά-πινελιά στις άκρες τους σε μαύρες αποχρώσεις θανάτου, παραδίνονταν, ξεψυχούσαν κι εκείνοι μέσα της. Μόνο κάποια πανάκια που έπλεαν ακόμα στα σκοτεινά νερά με οδηγούσαν εκείνες τις στιγμές να ξεχωρίσω τη ρευστή απ’ την αέρινη πλευρά του ονείρου...
1 σχόλιο:
Και ίσως να έλεγε ο Αββας Αντώνιος : Αδελφέ άστα τα όνειρα είναι λαοπλάνα, μην τα υπολογίζεις. Στρώσου στη δουλειά να αρέσεις στον Κύριο, όχι να αρέσεις στον εαυτόν σου.
.
Δημοσίευση σχολίου