Βρισκόμαστε
στα 1890.
Οι
Έλληνες της Τουρκίας «ὑπὸ τὴν κραταιὰν αἰγίδα τοῦ Εὐσπλαγχνικωτάτου καὶ
Γαληνοτάτου Ἄνακτος τῆς σκιᾶς τοῦ Θεοῦ (Ζὶλ–Ἰλλὰχ) ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ Ἀβδοῦλ Χαμὶτ
Χάν»,ζούσαν
και περνούσαν «κακά, ψυχρά κι ανάποδα»!
Αλλά,
για νά ’μαστε και δίκαιοι, απολάμβαναν ωστόσο και κάποιες σχετικές ελευθερίες· κι
έτσι, κατόρθωναν να επιπλέουν κοινωνικά και οικονομικά, ώστε και Σχολεία λαμπρά
να διατηρούν και πλούσιους Ναούς να έχουν και ανθηρότατες επιχειρήσεις να
προβάλλουν.
Στο
Ναό της Παναγίας της συνοικίας του Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη, εφημέρευε ο
γέρων παπα–Μελέτιος, ο οποίος διέμενε με την οικογένειά του σε μια κατοικία που
βρισκόταν εκεί στο προαύλιο του Ναού.
Ο
παπα–Μελέτιος ήταν ένας ενάρετος και ευσεβής λευίτης, που απολάμβανε τον
σεβασμό και την βαθειά εκτίμηση του ποιμνίου του για τον ασκητικό του βίο και
για την περιφρόνησή του προς το χρήμα. Κυρίως γι’ αυτό τον λόγο διορίστηκε και
ως εξομολογητής των ενοριτών του.
Πλησίαζαν
τότε οι μέρες του χαρμόσυνου Πάσχα.
Το
Σάββατο του Λαζάρου, ο παπα–Μελέτιος, εξαντλημένος από την αδιάκοπη εξομολόγηση
των πιστών, ήπιε ένα τσάι που του ετοίμασε η παπαδιά και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Ο
«ύπνος των δικαίων» δεν άργησε να κλείσει τα βλέφαρα του αγαθού αυτού
πρεσβυτέρου, ενώ η παπαδιά ασχολιόταν ακόμη με την τακτοποίηση του νοικοκυριού
της, καθώς και στο πώς να βάλει τα παιδιά της να κοιμηθούν.
Μεσάνυχτα.
Ο π. Μελέτιος κοιμάται βαθειά, όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.
Η
παπαδιά, συνηθισμένη σε τέτοιες παράταιρες επισκέψεις, πήγε ν’ ανοίξει. Κι ο
παπα–Μελέτιος, αφού ξύπνησε, ανακάθισε στο κρεβάτι του. Δυο νέοι, καλοντυμένοι
και ευπρεπείς, μπήκαν μέσα, χαιρέτισαν με σεβασμό, και του είπαν: «Πάτερ,
έχουμε έναν άρρωστο ετοιμοθάνατο και σε παρακαλούμε να κάμεις τον κόπο να πας
να τον μεταλάβεις».
Δεύτερη
λέξη δεν τους άφησε να πουν ο παπα–Μελέτιος.
Μόλις
άκουσε για «ετοιμοθάνατο», σαν να άντλησε μέσα του καινούργιες δυνάμεις,
σηκώθηκε, ντύθηκε, πήρε το Αρτοφόριο κι ένευσε στους δύο νέους να προηγηθούν
στην πορεία προς τον «ετοιμοθάνατο».
Έξω
από την πόρτα τούς περίμενε ένα αμάξι.
Μπήκαν
και οι τρεις μέσα και ξεκίνησαν.
Ούτε
καν τους ρώτησε «ποιός» είναι ο άρρωστος και «πού» κατοικεί!
Το
αμάξι άρχισε το δρόμο του στα άνισα καλντερίμια του Γαλατά, πέρασε τη γέφυρα
και χώθηκε στο δαίδαλο των στενών δρόμων της «Σταμπούλ», έκανε αρκετή διαδρομή
μέχρι που σταμάτησε έξω από την πόρτα ενός μεγαλοπρεπούς ανακτόρου.
Η
θύρα άνοιξε αθόρυβα και οι νέοι παρακάλεσαν τον γέροντα να κατεβεί.
Τον
βοήθησαν ν’ ανέβει τις μαρμάρινες σκάλες.
Και
τον οδήγησαν σε μια πολυτελή αίθουσα υποδοχής, όπου εκεί, ένας σεβάσμιος
γέροντας Μολλάς* με κατάλευκη γενειάδα, με πολύπτυχο σαρίκι στο κεφάλι και με
ποδήρη τζουμπέ, σηκώθηκε και μ’ ένα ευγενέστατο «Μπούγιουρουν, εφέντη!»
(=«Περάστε, κύριε!») υποδέχθηκε τον ξένο και του υπόδειξε μια πολυθρόνα για να
καθήσει.
Ψύχραιμος
ο παπα–Μελέτιος για τα όσα παράξενα έβλεπε, κάθισε. Οι νέοι αποσύρθηκαν κι
έμειναν μόνο οι δύο πρεσβύτες άνδρες.
Ο
Τούρκος διέταξε να φέρουν καφέ και η μόνη λέξη που απηύθυνε στον παπα–Μελέτιο
ήταν
:
«Ραχάτ ολ, εφέντημ!» (=«Ησυχάστε, κύριε!»).
Πέρασε
αρκετό διάστημα.
Ο
π. Μελέτιος ήπιε τον καφέ του, και ατάραχος περίμενε να δει το τέλος της
ασυνήθιστης αυτής «περιπέτειας».
Κατόπιν,
ο Τούρκος ένευσε στον π. Μελέτιο να τον ακολουθήσει. Διέσχισαν ένα μακρύ
διάδρομο, κατέβηκαν πολλές σκάλες και, τελευταία, μπήκαν σε μια υπόγειο
εκκλησία· λαμπροστολισμένη, ολόφωτη, με καντήλες ολόχρυσες, με πολυτελέστατους
πολυέλαιους, με μανουάλια που είχαν μεγάλες λαμπάδες, με ωραιότατες εικόνες, με
θαυμάσιο τέμπλο και, μέσα σ’ αυτήν την εκκλησία, έβλεπες ένα πολυποίκιλο πλήθος
από κάθε λογής ανθρώπους: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, αξιωματικοί, ανώτεροι
κρατικοί υπάλληλοι (=πασάδες και μπέηδες), σαρικοφόροι σεβάσμιοι γέροντες.
Κατάπληκτος,
ο παπα–Μελέτιος, προχώρησε προς την Ωραία Πύλη…
Τότε,
ο Μολλάς ο οδηγός του, απευθύνθηκε προς αυτόν σε άπταιστα Ελληνικά και του είπε:
«Πάτερ, σου κάνουν κατάπληξη ολ’ αυτά που βλέπεις;
Όμως,
μην ανησυχείς καθόλου!
Ξέρετε
από την εδώ ιστορία ότι η συνοικία της Αγίας Σοφίας έχει αποικισθεί όλη από
Ελληνικές οικογένειες, κυρίως της αριστοκρατίας του Γένους και των Γραμμάτων, οι
οποίοι εξισλαμίστηκαν βιαίως.
Δεν
υπάρχει λόγος να πούμε πολλά.
Από
τότε, αυτοί που με τη βία εξισλαμίστηκαν, διατήρησαν υψηλές θέσεις στο
Οθωμανικό κράτος, στο Στρατό, στο Ναυτικό, στη Διοίκηση.
Δεν
λησμόνησαν, όμως, ποτέ την ένδοξη καταγωγή τους, σαν Έλληνες, όπως και την
αμώμητη θρησκεία των Πατέρων τους.
Κρυφά,
όσο μπορούμε, εξακολουθούμε να λατρεύουμε τον Ιησού Χριστό και να εκτελούμε τα
θρησκευτικά μας καθήκοντα.
Και
μυστικά, σαν Έλληνες, βοηθούμε το Πατριαρχείο σε κρίσιμες στιγμές.
Αυτό,
λίγοι το ξέρουν.
Καταλαβαίνεις
πως είμαστε υποχρεωμένοι στα φανερά να φαινόμαστε τάχα σαν φανατικοί
μωαμεθανοί, ακριβώς για να μη δώσουμε λαβή σε παρεξηγήσεις.
Κάθε
χρόνο, όμως, μαζευόμαστε όλοι εδώ για να εξομολογηθούμε σαν Ορθόδοξοι
Χριστιανοί, για να μεταλάβουμε και να εορτάσουμε το Πάσχα του Χριστού.
Για
φέτος, λοιπόν, εσύ θα είσαι ο σεβαστός εφημέριός μας και μαζί θα εορτάσουμε τα
Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού.
Είθε
κάποτε, ελεύθεροι κι εμείς, να συνεορτάσουμε μαζί με όλους τους υπόλοιπους
Έλληνες αδελφούς μας, τις άγιες αυτές εορτές!».
Ο
παπα–Μελέτιος έμεινε άναυδος!
Με
δάκρυα στα μάτια, ευλόγησε τους καρτερικούς εκείνους μάρτυρες της Πίστεως και,
χωρίς δισταγμό, άρχισε το Εθνικοθρησκευτικό του έργο.
Όμως,
η οικογένεια του παπα–Μελέτιου ανησύχησε για την παράταση της απουσίας του και
ειδοποίησε αμέσως το Πατριαρχείο.
Εκεί,
όμως, την καθησύχασαν την παπαδιά και την συνέστησαν να μην αναφέρει την
απουσία του ιερέα–συζύγου της στην Τουρκική Αστυνομία.
Συγχρόνως
δε, ο Ελληνικός Τύπος ελάμβανε μυστικές οδηγίες να μην αναφέρει απολύτως τίποτε
για την παράδοξη αυτή «απαγωγή» του παπα–Μελέτιου.
Όλη
την Εβδομάδα των Παθών ο π. Μελέτιος, ήταν συνεχώς απασχολημένος στο να
εξομολογεί και να μεταλαμβάνει τους Κρυπτοχριστιανούς μέσα στην υπόγεια και
κρυφή τους Εκκλησία. Ιερούργησε σε όλες τις τελετές της Μεγάλης Εβδομάδος και, φυσικά,
και στην λαμπροφόρο Ανάσταση, μέσα σε μια ατμόσφαιρα άρρητης θρησκευτικής
ανάτασης.
Ο
γέροντας ιερεύς του Χριστού, π. Μελέτιος, νόμιζε ότι ονειρευότανε! Ένιωθε ότι
βρισκόταν μέσα σε μια θεία μυσταγωγία, την οποία αυτός ποτέ του δεν φαντάστηκε
πριν!
Ευλόγησε
τους καρτερικούς Χριστιανούς αδελφούς του, τους ενθάρρυνε σ’ αυτό το μαρτυρικό
τους αγώνα και τους στερέωσε στην αγία Πίστη μας, την οποία τόσο απαρασάλευτα
και με μύριους κινδύνους αυτοί για χρόνια τηρούσαν μυστικά.
Κι
όσο περισσότερο ερχόταν σ’ επαφή μαζί τους, τόσο περισσότερο αισθανόταν τον
εαυτό του υπερήφανο και γιατί ήταν Έλληνας και γιατί είχε τέτοιους γενναίους
και ακατάβλητους αδελφούς.
Την
νύχτα της πρώτης ημέρας, μετά την Ανάσταση, γύρω στα μεσάνυχτα, οι ίδιοι πάλι
εκείνοι νεαροί, παρέλαβαν τον παπα–Μελέτιο και τον έφεραν πίσω στο σπίτι του.
Οι
γνώστες αυτής της «περιπέτειας» του παπα–Μελέτιου ήταν πολύ λίγοι και το
πράγμα, όπως ήταν φυσικό, κρατήθηκε μυστικό.
Πόσο,
όμως, αυτό το γεγονός μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του κάθε Έλληνα!
Και
πόσο υπερήφανοι, τελικά, πρέπει να είμαστε όλοι εμείς για τους ήρωες αυτούς
ομοεθνείς μας, οι οποίοι, διατηρούσαν –και διατηρούν!– άσβεστη τη λαμπάδα της
Χριστιανοσύνης και δε λησμόνησαν ποτέ την καταγωγή και την εθνικότητά τους! –
Πραγματικοί
μάρτυρες της Πίστεως!...
[(1) Παντελή Η. Μελανοφρύδη (1885–1967):
«Ένα
Πάσχα σε τουρκικό μαχαλά της Σταμπούλ»,
Ποντιακή
Εστία 13 (1962), σελ. 6587–6589.
(2).....
1 σχόλιο:
Πιθανότατα μιλά για την πολύπαθη Παναγία Καφατιανή
https://www.paratiritis-news.gr/details.php?id=173875
Δημοσίευση σχολίου