
*Πέραν της πλάκας, πρόκειται για πραγματική λέξη που την βρίσκουμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλάμπω (AM)
φωτίζω, εμπνέω
αρχ.
1. λάμπω ζωηρά
2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι
3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.
Greek Monotonic
ἐλλάμπω: μέλ. -ψω (ἐν), φωτίζω εσωτερικά, λαμπρύνω· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, υπερέχω, δοξάζομαι σε ή με κάτι, σε Ηρόδ.
ἡ ἔλλαμψις
τῆς ἐλλάμψεως
τῇ ἐλλάμψει
τήν ἔλλαμψιν
(ὦ) ἔλλαμψι
αἱ ἐλλάμψεις
τῶν ἐλλάμψεων
ταῖς ἐλλάμψεσι / ἐλλάμψεσιν
τάς ἐλλάμψεις
(ὦ) ἐλλάμψεις
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλάμπω (AM)
φωτίζω, εμπνέω
αρχ.
1. λάμπω ζωηρά
2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι
3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι.
Greek Monotonic
ἐλλάμπω: μέλ. -ψω (ἐν), φωτίζω εσωτερικά, λαμπρύνω· μεταφ. στη Μέσ., διακρίνομαι, υπερέχω, δοξάζομαι σε ή με κάτι, σε Ηρόδ.
ἡ ἔλλαμψις
τῆς ἐλλάμψεως
τῇ ἐλλάμψει
τήν ἔλλαμψιν
(ὦ) ἔλλαμψι
αἱ ἐλλάμψεις
τῶν ἐλλάμψεων
ταῖς ἐλλάμψεσι / ἐλλάμψεσιν
τάς ἐλλάμψεις
(ὦ) ἐλλάμψεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου