Kατά το έτος 1939 κάποια μέρα μετά το μεσημέρι, είχαν βγει ο παπανδρέας και ο Διάκο, Σωφρόνιος να μαζέψουν σαλιγκάρια.
Ξαφνικά βλέπουν μία σκιά ανθρώπου σε απόσταση και παρατήρησαν ότι είναι σχεδόν γυμνός.
Καταλαβαίνω ότι είναι ένας από τους γυμνούς ασκητές και έτρεξαν να τον προλάβουν.
Αυτός όμως όταν τους αντιλήφθηκε έτρεξε να κρυφτεί.
Ο Διάκο Σωφρόνιος κουράστηκε και ο παπα Ανδρέας που ήταν νεότερος του τον ρώτησε...
Να τρέξω να τον προλάβω;
Αν μπορείς τρέξε του είπε.
Έτρεξε και όταν έφτασε στα δύο μέτρα τον φώναξε.
Στάσου άνθρωπέ μου να με ευλογησεις, αν δεν είσαι δαίμων δως μου την ευχή σου.
Τον έφτασε και τον έπιασε από το χέρι.
Αν αγαπάς τον Θεό άσε με, του είπε ο ασκητής.
Επειδή αγαπάω τον θεό για αυτό έτρεξα να σε προλάβω.
Ειδε να φορά στη μέση ο ασκητής ένα τσουβάλι τρίχινο φθαρμένο, και τίποτε άλλο ,ούτε παπούτσια ούτε κάλτσες ,και ήταν Μάρτιος μήνας.
Του λέγει...
Πώς είσαι έτσι να σου φέρω ρούχα;
Δεν θέλω.
Θες παξιμάδι ή τίποτα άλλο;
Όχι.
Να σου φέρω κάτι ;έτσι για ευλογία......
Φέρε μου λίγο αλάτι.
Που να σου το φέρω.
Άστο σε εκείνη την πέτρα.
Την άλλη μέρα πήγαν το αλάτι ,το άφησαν στην Πέτρα και παραφύλαγαν...
Το αλάτι έμεινε εκεί και ο ασκητής δεν ξαναφάνηκε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου