Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

~ O Όσιος Φαντίνος ο Καλαβρός.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.Τοιχογραφία στο καθολικό της Μονής Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος.


Ο όσιος Φαντινος εκοιμηθη στις 14 Νοεμβρίου  το 974

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Φαντίνου τοῦ Νέου

(Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου Ὀρμυλίας, 1996)

ΜΕΡΟΣ Α´.
ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΙΑ

1. Εἰσαγωγή.

Εὐλογημένος νὰ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἀπὸ μεγάλη εὐσπλαγχνία γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, μὲ τὴν ἀγαθότητά του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔστειλε τὸν μονογενῆ Υἱόν του καὶ σωτῆρά μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ κατοικήσει ἀπαθῶς μέσα στὴν πάναγνο γαστέρα τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Καὶ ἀφοῦ προσέλαβε ἀπὸ αὐτὴν σάρκα λογικὴ καὶ ἔμψυχη, ἦλθε ἀνάμεσά μας κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο καὶ δίχως σύμμειξη, χωρὶς νὰ ὑποστῇ μεταβολή, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσει τὴν φύση οὔτε νὰ προκαλέσει στὴν Ἁγία Τριάδα προσθήκη ἢ ἀφαίρεση· ἀλλὰ ἔμεινε αὐτὸ ποὺ ἦταν πρὸ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ προσέλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, ἀφοῦ διεφύλαξε καὶ αὐτὴν ποὺ τὸν γέννησε ἄφθορο μετὰ τὴν γέννα, ὅπως ἦταν πρὶν τὴν γέννα. Διότι αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν ἦταν Θεό, ἂν καὶ προσέλαβε σάρκα· γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ τοκετὸς ἦταν παράδοξος.
Ἔπρεπε, βέβαια, ἡ φύσις ποὺ ὑπέπεσε στὴν κατάρα νὰ ἐπιτύχῃ καὶ πάλι τὴν κάθαρση μέσω τοῦ ὁμοίου της καὶ ἔτσι νὰ ἐπανέλθη στὴν πρώτη ἀνοδική της πορεία. Γιὰ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκφραστο σχέδιό του, καταδέχθηκε τὰ πάντα καὶ δὲν θεώρησε ἀνάξιο νὰ καρφωθῇ ἐπάνω στὸν σταυρό, ἀλλὰ νίκησε ἐπάνω σὲ αὐτὸν τὸν ἄριστο τεχνίτη τῆς κακίας καὶ τὸν κατέστησε νεκρὸ καὶ ἀνίσχυρο. Καὶ σὲ μᾶς ὑπέδειξε ὁδὸ ἄνετη καὶ εὐκολώτατη γιὰ νὰ νικοῦμε χωρὶς κόπο τὶς πολύπλοκες πανουργίες του καὶ νὰ ἀνεβαίνωμε πρὸς ἐκεῖνον τὸν χῶρο ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἔχει πέσει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς σπεύδοντας νὰ ἀνέβουν ὅσοι διάλεξαν νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ Θεό, προτίμησαν νὰ κακουχοῦνται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ντυμένοι μὲ κατσικίσια δέρματα, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν γύμνια.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐγκωμιάζομε. Ἂν καὶ τὰ λόγια εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ μεγάλα κατορθώματά του καὶ ὑπολείπονται ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους ποὺ θὰ τοῦ ἄξιζαν, ὅμως δὲν θὰ ἀφήσωμε αὐτὸν γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο χωρὶς ἐγκώμια, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐμπιστευθοῦμε στὶς πρεσβεῖές του ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία, κάπως ἔτσι θὰ ἀρχίσωμε τὴν σχετικὴ μὲ αὐτὸν διήγηση.

2. Οἱ γονεῖς καὶ ἡ πατρίδα τοῦ Φαντίνου.

Ὁ μεταξὺ τῶν Ἁγίων εὑρισκόμενος πατέρας μας καὶ μέγας Φαντῖνος[1], ὦ πατέρων συνάθροιση καὶ γνωστικὸ ἀκροατήριο, κατήγετο ἀπὸ γονεῖς πολὺς δικαίους καὶ ἐναρέτους, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ ξεπερνοῦσαν τοὺς ἄλλους στὰ πλούτη καὶ στὸ καλὸ ὄνομα, ὅσο ὑπερεῖχαν αὐτῶν καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, ποὺ ἦταν σύμφωνος μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Γεώργιος καὶ ἡ ἄλλη Βρύαινα. Κατήγοντο ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Καλαβρίας ποὺ εἶναι μάλιστα πολὺ κοντὰ στὴν Σικελία· ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν εἶναι κτισμένη καὶ ἡ πρεσβυτέρα Ῥώμη. Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη ἐντελῶς νήπιο, ἀνετράφη περισσότερο μὲ τὰ ἤθη τῶν γονέων του, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐμποτισμένα ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, παρὰ μὲ τὸ γάλα, παραδίνεται στὸ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐπειδὴ ἦταν πάρα πολὺ φιλομαθής, μάζεψε γρηγορώτερα ἀπὸ ὅσο θὰ μποροῦσες νὰ τὸ πῆς τὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὰ συγγράμματα καὶ μὲ αὐτὰ τελειοποίησε τὸν νοῦν του. Ἐπειδὴ διέκρινε τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλο βίο, προτίμησε περισσότερο νὰ ἀντηλλάξη τὰ μηδαμινὰ καὶ πρόσκαιρα μὲ τὰ αἰώνια καὶ μένοντα, παρὰ τὰ αἰώνια καὶ μόνιμα μὲ τὰ φθαρτὰ καὶ θνητά. Γι᾿ αὐτό, παροτρύνοντας καθημερινά τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπώθησε μακριὰ τὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας καὶ σύχναζε πιὸ πολὺ κοντὰ στοὺς εὐλαβεῖς.

3. Ὁ Φαντῖνος ἀφιερώνεται στὸν Θεό.

Ὁ πατέρας του, λοιπόν, συμπεραίνοντας τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ σημάδια καὶ ἀφοῦ δοκίμασε καὶ τὸν λογισμό του ὄχι μόνο λίγες φορὲς ἀλλὰ πολλές, καὶ αἰσθάνθηκε τὴν ἔμφυτη κατάσταση τὴν ὁποία εἶχε, παίρνει μία πολὺ καλὴ ἀπόφαση, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀφιερώσει τὸ παιδὶ σὰν δῶρο στὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἄννα. Καὶ χωρὶς νὰ καθυστερήσει τὸ ἀνεκοίνωσε καὶ στὴν σύζυγό του. Αὐτὴ ποὺ ἦταν δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, μόλις ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, γέμισε χαρὰ καὶ ἐνίσχυσε παρά πολὺ τὴν καλὴ πρόθεση τοῦ ἀνδρὸς νὰ ὁλοκληρώσει τὸν σκοπόν, διότι κατὰ τὴν γνώμη της ἦταν καλός. Καὶ πράγματι, μόλις ἔφεξε ἡ ἡμέρα, ὁ πατέρας πῆρε ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὸν γιὸ καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, ἀγκάλιασε μὲ πόθο τὴν μητέρα σου, γιὰ νὰ εἶναι συνοδοιπόρος σου ἡ εὐχή της. Καὶ αὐτό, ἀφοῦ τὴν κατεφίλησε γιὰ τελευταῖα φορὰ καὶ πῆρε μαζί του τὴν εὐχή της ὡς ἀποτρεπτικὸ τῶν λυπηρῶν ποὺ θὰ τοῦ συνέβαιναν, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀκολουθώντας τὸν πατέρα ὅπως ὁ Ἰσαὰκ παλαιότερα, ὅταν ὁ πατέρας του Ἀβραὰμ διατάχθηκε νὰ τὸν προσφέρει ὡς ὁλοκαύτωμα πάνω στὴν φωτιά.

4. Στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Ἠλία.

Τὸ παιδὶ ἦταν στὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας, καὶ μάλιστα εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὴν φήμη τοῦ ὁσιωτάτου Ἠλία[2] –διότι αὐτὸς σὰν ἕνα ἀστέρι φωτεινὸ ἔλαμπε ὑπερβολικὰ μὲ τὶς ἀκτῖνες τῶν θαυμάτων μέχρι αὐτὴν τὴν Ῥώμη. Φθάνει στὸ ἀσκητήριό του ὅπου ὁ μέγας τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εὑρίσκετο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἦταν προσηλωμένος στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἑαυτό του, δὲν ἐμφανιζόταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Καὶ ἀφοῦ κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ εὐχαρίστηση οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦσαν ἀρκετοί, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μάθουν τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο μπῆκε στὸν κόπο νὰ πάει ἐκεῖ, ὁ πατέρας ἐξήγησε ἀκριβῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὸ παιδί.
Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασε τὸ Σάββατο καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ εἶδαν τὸν μέγα Ἠλία, ὁδηγοῦν αὐτοὺς πρὸς τὸν Ὅσιο. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε πλούσιο τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ ποὺ προγνώρισε τὸ μέλλον τοῦ παιδιοῦ, ἐπειδὴ ἦταν προφήτης, τὸν μὲν πατέρα αὐτοῦ τὸν ἐξαπέστειλε στὸ σπίτι. Φώναξε δὲ τὸν πιὸ λόγιο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοῦ ἐμπιστεύεται τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκπαιδεύη μὲ τὸν πλέον ἄριστο τρόπο· διότι ἐγνώριζε ὅτι αὐτὸ λίγο μετὰ θὰ γίνει σκεῦος ἐκλογῆς γιὰ τὸν Χριστόν.
Καὶ πράγματι, ἐκπαιδευόμενος μὲ σοφία, χάρη στὴν ταχύτητα νὰ μαθαίνει καὶ στὴν μεγάλη ἐξυπνάδα ποὺ ἐκ φύσεως εἶχε, μέσα σὲ πέντε χρόνια ἢ καὶ λίγο περισσότερο, ἀποτύπωσε στὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πολυμέρεια καὶ τὴν ποικιλία τῆς ἄκρας ἐπιμέλειας τοῦ διδασκάλου του, καὶ μὲ τὸ μυαλὸ καὶ στὴν πράξη. Καὶ ἐπειδὴ ἀξιώθηκε ἕνα τέτοιο χάρισμα, ἀπὸ ὅλους ἐπαινεῖτο. Διότι ὄχι μόνο ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν καὶ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας ἔπειθαν τοὺς γέροντες νὰ ἐγκωμιάζουν ὑπερβολικὰ τὸν νέο, ἀλλὰ καὶ τὸ γεροντικὸ καὶ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὸ καλλιεργημένο ἦθος καὶ ἡ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς.

5. Ὁ Ὅσιος Ἠλίας νουθετεῖ τὸν Φαντῖνο.

Ἐνῷ αὐτὸς ἔτσι προόδευε, μία ἡμέρα ὁ μέγας Ἠλίας τὸν κάλεσε κοντά του, καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, Φαντῖνε, γιατί, ἐνῷ εἶσαι τόσο νέος, ἀπεφάσισες νὰ καταπονηθῇς πάρα πολὺ μὲ τὸ νὰ μπῆς στὸν κόπο νὰ ἔλθῃς σὲ μᾶς τοὺς τιποτένιους γέροντες; Αὐτὸς ἀπήντησε: Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἁμαρτίες μου. Καὶ ὁ μέγας τοῦ εἶπε πάλι: Ἀλλὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὸν Χριστό, παιδί μου, ὅπως αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶπε, εἶναι στενὴ καὶ ὄχι πλατειά, καὶ δύσκολα φθάνει κανεὶς στὸ τέρμα της. Καὶ ὅσοι διαλέγουν νὰ ἔλθουν πρὸς Ἐκεῖνον διὰ μέσου αὐτῆς, καὶ πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ γυμνητεύουν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πλέον κοπιάζουν δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια, γιὰ νὰ δίνουν ὅσα χρειάζονται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Πρόσεχε, λοιπόν, καὶ σὺ ὁ ἴδιος, ποὺ σκοπεύεις νὰ βαδίσεις τὴν στενὴν ὁδό, μὲ τὴν ὁποία ἀντήλλαξες λίγο πιὸ πρὶν τὴν πλατειά, μήπως δὲν βρῆς νὰ σὲ ἀκολουθῇ τὴν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ σου τὸ κατάλυμα τῆς ὁδοῦ. Νὰ γνωρίζεις, λοιπόν, ὅτι εἶναι πολλὲς οἱ πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ στέκεσαι ἀντιμέτωπος στὴν κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς μὲ σοφία, ὥστε ἀπὸ καμία νὰ μὴν ὑποσκελισθῇς καὶ γίνεις ἔτσι σὲ ὅλους ποὺ θέλουν νὰ βαδίζουν τὴν ἴδια ὁδὸ ἀφορμὴ νὰ σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ λυγίσουν. Διότι γιὰ αὐτὸν εἶπε ὁ Κύριος· Συμφέρει νὰ κρεμασθῇ μιὰ μυλόπετρα γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του παρὰ νὰ σκανδαλίσει ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς.

6. Κουρὰ καὶ διακονία στὸ μαγειρεῖο.

Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔκειρε μοναχὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν νεώτατος, ἔπειτα τὸν συγκαταρίθμησε στὴν συνοδεία τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς λόγια: Θέλω, παιδί μου, νὰ ἀναλάβης τὴν διακονία ποὺ ὠφελεῖ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, ἤτοι τὴν τοῦ μαγειρείου, ἡ ὁποία γιὰ αὐτοὺς μὲν ποὺ ἔχουν ἄγνοια εἶναι ἡ χειρίστη, γιὰ αὐτοὺς ὅμως ποὺ γνωρίζουν στὴν πράξη τὸ ὕψος της, ἀποβαίνει ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ ὅλες, καὶ τόσο πολὺ ὥστε, αὐτὸς ποὺ θὰ τὴν ἐξασκήση μὲ θεῖο πόθο καὶ θερμὴ πίστη, σύντομα θὰ ἐφελκύση τὸ βλέμμα τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως.
Καὶ αὐτὸς ἀφοῦ δέχθηκε τὰ λόγια ὡσὰν νὰ βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπου, μὲ πολὺ μεγάλη χαρὰ ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς διακονίας, ἀναλογιζόμενος ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ἐκείνην φωτιὰ τὸ πῦρ ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τὸ ὁποῖο διαμένει εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ ὅτι μέσα σὲ αὐτὸ θὰ τιμωρηθοῦν αἰωνίως ὅσοι ἔχουν τὴν ψυχή τους γεμάτη ἀπὸ μῖσος. Αὐτὸ συλλογιζόμενος καὶ θρηνώντας, ἀμέσως καρπώθηκε τὸ δῶρο τῆς κατανύξεως. Καὶ ὑπηρετώντας τοὺς ἀδελφοὺς καὶ παραστεκόμενος στὴν κοινὴ τράπεζα καὶ βλέποντας αὐτοὺς ὡς ἀγγέλους, ὅπως θὰ ἔλεγε κανείς, καὶ ὄχι ὡς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀληθινὰ κρίνοντας μὲ τὸ μυαλό του ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε νὰ βλέπεται ἀπὸ αὐτούς, εἶχε φθάσει σὲ τόσο μεγάλη ἁπλότητα καὶ καλωσύνη, ὥστε ὅλοι νὰ ἐκπλήσσωνται ἀπὸ τὴν χάρη τῆς προκοπῆς του καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριον.

7. Ἀσκητικὰ παλαίσματα-ἐκκλησιάρχης.

Ἐξ ἄλλου, ἐνῷ κάθε ἀδελφὸς ἐγκρατευόταν ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ἢ τὴν θέληση ποὺ εἶχε, αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἔτρωγε κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸν 2ο χρόνο τῆς κουρᾶς του, στὸ διάστημα μιᾶς ὁλόκληρης ἑβδομάδος ἔτρωγε μόνον μιὰ φορὰ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Μερικὲς φορὲς δοκίμαζε καὶ τὴν γεύση ἐλαχιστοτάτου ψωμιοῦ μαζὶ μὲ νερὸ γιὰ τὸν διάπυρο ἔρωτα τῆς ὑπακοῆς. Ἔτσι νίκησε ἐντελῶς τὴν γαστριμαργία ὅσο ἦταν δυνατὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ κυριάρχησε ἀπόλυτα πάνω στὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε ἐντελῶς τὴν καρδιά του καὶ ἔφθασε στὴν τελειότητα, ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἀπέκτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅλους τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν μακάριο Παῦλο, καὶ ἀφοῦ ἀνέλαβε κάθε διακόνημα μὲ τόση ἐπιτυχία ὅσο ποτὲ κανεὶς μόνο ἕνα, ἔλαβε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ὑπευθυνότητα τῆς ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸς τέτοια θεία διακονία ἐτίμησε μὲ θετικὸ τρόπο καὶ ἔδειξε ἔμπρακτα στοὺς μετέπειτα τὶ λογῆς καὶ πόσο σπουδαία εἶναι.

8. Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου Ἠλία.

Δὲν μεσολάβησε πολὺς χρόνος, καὶ νὰ ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Ἠλίας ἔσπευσε πρὸς αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸν ἐδῶ κόσμο, ὄντας πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῆς. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ φώναξε ὅλους σὲ συνάθροιση καὶ μετέβαλε τὸ σκυνθρωπὸ αὐτοῦ ὕφος σὲ μία χαριτωμένη ἔκφραση, μὲ φωνὴ σταθερὴ καὶ ἤρεμη εἶπε γεμάτος χαρά: Θέλω, παιδιά μου, νὰ γνωρίζετε ὅτι βέβαια ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο· ἡ ἡμέρα ἔχει τελειώσει, ἡ πανήγυρη ἐξαφανίσθηκε καὶ οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι, ποὺ θέλουν ὰ πάρουν μαζί τους τὴν ψυχή μου, εἶναι παρόντες. Τώρα ἀποχωρίζομαι ἀπὸ σᾶς ὁριστικά. Ὅμως, φίλοι μου, σᾶς ἀφήνω ὡς ἐφόδιο τούτη τὴν ὑπόσχεση, ὅτι δηλαδὴ ἐὰν τηρήσετε τὶς ἐντολές μου καὶ βαδίζετε ὅπως ἐγὼ σᾶς πρόσταξα καὶ κάνετε κτῆμά σας τὴν ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεσθε οὔτε γιὰ λιγάκι ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, ὄχι μόνον δὲν θὰ εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ σᾶς μετὰ τὴν ἐδῶ ἀποβίωσή μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀπολογηθῶ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ ἀντὶ γιὰ σᾶς κατὰ τὴν μέλλουσα ὥρα τῆς κρίσεως. Γιὰ αὐτό, ἀσπασθῆτέ με γιὰ τελευταία φορὰ καὶ προσφέρετε μου, σᾶς καθικετεύω, τὴν σιγὴ ἀντὶ γιὰ θρῆνο.
Πρὸς τούτοις ἀφοῦ τοὺς ἐνεθάῤῥύνε καὶ τοὺς ἐνουθέτησε ὅλους καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα λόγια, μὲ ἱλαρότητα καὶ προθυμία παρέδωσε τὸ ἅγιον αὐτοῦ πνεῦμα. Ἀρκετὸς λαὸς ἔφθασε γιὰ νὰ τιμήσει τὴν τρισμακαρία καὶ ἀξιΰμνητο αὐτοῦ κοίμηση καὶ ὅλοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες χωρὶς σταματημὸ ἔψαλλαν ὕμνους. Ὅσοι δὲ κατείχοντο ἀπὸ ποικίλες ἀῤῥώστιες, ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους ὑγιεῖς μετὰ τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψή τους.

9. Ὁ Φαντῖνος ἐρημίτης στὰ βουνὰ τῆς Λυκαονίας.

Αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ ἔνδοξος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Φαντῖνος, ἀφοῦ συμπλήρωσε εἴκοσι χρόνια στὴν ὑπακοὴ καὶ δι᾿ αὐτῆς καθοδηγήθηκε στὴν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς διακρίσεως καὶ στὸ νὰ παρατηρῆ τὶς ἔννοιες τῶν πραγμάτων ἀπαθῶς καὶ τὰ θεῖα ὁράματα μὲ σιγουριά, καὶ στὸ πῶς πρέπει πάντοτε νὰ διευθύνει τὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς καὶ πῶς νὰ προσεύχεται, ἀκολουθεῖ τὴν ἐρημιτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Καὶ βέβαια ἀφοῦ εἶπε στὸν κόσμο καὶ στὰ τοῦ κόσμου ἔχε γειά, χωρὶς νὰ καθυστερήσει, ἀφοῦ πῆρε τὸ μοναδικὸ τριμμένο ζωστικὸ καὶ τὸν μανδύα, τὰ ὁποῖα καὶ φόρεσε, ἐξέρχεται τῆς Μονῆς καὶ ἀνεχώρησε στὰ ὄρη τῆς Λυκαονίας[3] ποὺ τότε ἦσαν ἀπηλλαγμένα ἀπὸ κάθε ἐνόχληση καὶ ἀνθρώπινη διαμονή.
Μόλις ἔφθασε καὶ βρῆκε ἕναν τόπο, ποὺ ταίριαζε λίαν ἐπαρκῶς πρὸς τὸν ὑψηλὸ στόχο ποὺ ποθοῦσε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε αὐτὴν τὴν σκέψη καὶ εἶπε: Κύριε, σὲ δοξάζω καὶ σὲ ὑμνῶ, διότι μὲ χόρτασες μὲ τὸ θεῖο ποτὸ τῆς κατανύξεως καὶ ἔτσι κατάλαβα ἀληθινὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ τώρα, εὔσπλαγχνε, ἐνίσχυσέ με νὰ φθάσω στὸ τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἀφοῦ ἀγωνισθῶ μέχρι θανάτου. Διότι θέλεις, τὸ γνωρίζω, θέλεις νὰ σωθῇ κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν δική σου βασιλεία. Μὴν μὲ ἁρπάση, λοιπόν, ὁ ψυχοφθόρος λέων, οὔτε νὰ μὲ πετάξει ἔξω ἀπὸ τὸν σκοπό μου, ἀλλὰ δέξου τὴν ἀθλία προσευχὴ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα χείλη μου καὶ σπλαγχνίσου τοὺς ῥύακες τῶν ὀφθαλμῶν μου. Διότι γιὰ σένα, τὸν μόνον ἀξιέραστο καὶ αἰώνιο, θεώρησα ὡς μηδαμινὰ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐγκατέλειψα καὶ ὅπως βλέπεις, γυμνὸς καὶ ἄστεγος ἔχω μείνει, γιὰ νὰ μὴν στερηθῶ τὸν δικό σου ἀκόρεστο πόθο.

10. Οἱ μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου.

Ἔτσι προσευχήθηκε μὲ δάκρυα ὄντας γεμάτος ἀπὸ ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση ἀπὸ τὴν θέα τοῦ τόπου. Ὁ διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος πάντοτε φθονεῖ πάρα πολὺ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι τὰ ἐγχειρήματα τοῦ Φαντίνου εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὶς μεθοδεῖές του, ἀφοῦ ἅπλωσε ὅλα τὰ παλαμάρια τοῦ φθόνου καὶ τοῦ δόλου, πάλευε νὰ τὸν τραβήξει μέσα στὰ δίκτυα του. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἀργὰ τὶς νύκτες προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐκφοβίσῃ μὲ κτύπους, ἄλλοτε πάλι μετακινοῦσε πελώρια φίδια καὶ ἐξερεθίζοντας τὴν ἐνέργεια τοῦ καθενὸς ἀνάλογα μὲ τὴν φύση του, τὰ ἔκανε νὰ τρίζουν σιγανὰ τὰ δόντια. Αὐτὸς ὅμως προβάλλοντας σὰν ἀσπίδα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καθιστοῦσε ἀνωφελῆ τὰ τεχνάσματα τοῦ πλάνου.
Ἄλλοτε πάλι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ κατεχόμενοι ἀπὸ μανία, ἀνέκραξαν οἱ διάβολοι δυνατά: Ὤ, τὶ βία ἀπὸ σένα, Φαντῖνε! Νομίζεις ὅτι νικᾶς ἐμᾶς, ποὺ σὲ νικήσαμε παντελῶς, καθὼς εἴμαστε ἀναρίθμητοι; Ὄχι. Πήγαινε, πήγαινε ὅπου θέλεις. Ὅταν, λοιπόν, πάλι βρέθηκαν, ὕστερα ἀπὸ αὐτά, σὲ μεγάλη ἀμηχανία, μιὰ φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος κοιμόταν κάτω ἀπὸ τὸ κοίλωμα μιᾶς πέτρας ποὺ ἤτανε πάρα πολὺ μεγάλη, θρηνώντας δυνατὰ προσπάθησαν νὰ τὴν σπρώξουν στὴν κατηφοριὰ καὶ μὲ αὐτὴν νὰ τὸν πάρουν ὡς λάφυρο, ὅπως νόμιζαν. Ἡ θεία χάρη ὅμως τὴν ἔῤῥιξε πολὺ μακριὰ καὶ ἔτσι διέσωσε τὸν μέγα ἀπὸ τὸ κακοῦργο σχέδιο.

11. Οἱ δαίμονες μὲ τὴν μορφὴ τῶν γονέων του.

Ἄλλοτε πάλι, ἀφοῦ πῆραν τὴν μορφὴ καὶ τὸ παράστημα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας αὐτοῦ, ἔκλαιγαν δυνατὰ μὲ θρήνους, λέγοντας τὰ ἑξῆς: Ὦ γλυκύτατο παιδί μας, τώρα ὅμως ἐγκαταλελειμμένο, ἕως πότε δὲν θὰ λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, τρόφιμε τῶν βουνῶν; Ἄραγε, μήπως νομίζεις ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔρημο θὰ προσελκύσεις τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἄλλοι ἐπάνω τους, ἔτσι καὶ σὺ ὄντας ἀρχάριος; Πρόσεχε τέκνον μου, μήπως ἔτσι φρονώντας γίνεις εὔκολη λεία τῶν θηρίων ἢ βγῆς ἀπὸ τὰ μυαλά σου, ἢ ἀποσπάσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναπόφευκτα ἀντὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ποὺ ἤλπισες μᾶλλον τὴν αἰώνιαν κόλαση, γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς ἀνόητης γνώμης σου. Ἄφησε, λοιπόν, τὴν ἔρημο αὐτή, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώφελη, καὶ πήγαινε πάλι ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου δραπέτευσες. Παράτησέ την στοὺς ἄγριους δαίμονες καὶ στὰ ἀνήμερα θηρία στὰ ὁποῖα καὶ ἁρμόζει νὰ τὴν κατοικοῦν. Ἀλλὰ αὐτός, ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι αὐτὰ εἶναι φαντάσματα τῶν δαιμόνων καὶ ὄχι τῶν γονέων, ἄρχισε νὰ ψάλλει τό· Ὁ Κύριος εἶναι φῶς μου καὶ σωτηρία μου, καί· Δὲν θὰ φοβηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου.

12. Ἡ πειθαρχία τῶν ἀγριοχοίρων.

Μία ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς περπατοῦσε ἔχοντας στὸ στόμα του τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, συνήντησε ἀγριογούρουνα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν πάμπολλα ἀχλάδια κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα. Ὁ καιρὸς ἦταν χειμωνιάτικος καὶ πάρα πολὺ τσουχτερός. Βασανιζόταν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παγωνιά, καὶ σφιγγόταν –διότι ἦταν γυμνός, ἐπειδὴ τὸ ἔνδυμα ποὺ τὸ σκέπαζε εἶχε ἐντελῶς λειώσει, ἀφοῦ κράτησε μετὰ δυσκολίας ἕνα χρόνο. Ἐπίσης ἔλειωνε ἀπὸ τὴν πεῖνα –διότι τρεφόταν μὲ ῥίζες ἀπὸ χόρτα ποὺ τὶς ξέζωνε μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ῥαβδιοῦ του ἢ μὲ βλαστάρια δένδρων ἢ καὶ μὲ ὅσα ἡ ἔρημος μποροῦσε νὰ παράγει. Μόλις, λοιπόν, ὅλα τὰ ἀγριογούρουνα εἶδαν ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε ὁρμήσει πρὸς τὰ ἀχλάδια –διότι πράγματι ἐκεῖνος, ἀφοῦ δόξασε τὸν Θεό, μὲ ὁρμὴ ἔσπευδε πρὸς τὸ φαγητό-, σπαρταρώντας σύγκορμα καὶ τρίζοντας τὰ δόντια του τὸν κύκλωσαν καὶ τὸν ἔσπρωξαν στὴν μέση. Αὐτὸς ὅμως μένοντας ἤρεμος εἶπε τὰ ἑξῆς στὰ θηρία: Ἐὰν μὲν ὁ Θεός, προνοώντας κάτι μεγαλύτερο, σᾶς ἔδωσε ἐξουσία ἐναντίον μου, ἂς εἶναι ἀνεμπόδιστη ἡ θέλησή σας. Ἐὰν ὅμως παροτρυνθήκατε ἀπὸ δική σας βαναυσότητα καὶ ἀπὸ προσβολὴ τῶν δαιμόνων, νὰ βουβαθῆτε. Διότι σεῖς εἶσθε χωρὶς λογικὸ καὶ συναίσθηση, ἐμένα ὅμως ὁ Θεός, ποὺ μὲ πλαστούργησε, μὲ ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ ὁμοίωση. Καὶ μὲ τὸν λόγο του ἀμέσως ἐσίγησαν καὶ ὑποχώρησαν πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ στὸ ἑξῆς δὲν ἔβγαλαν οὔτε ἕνα γρύξιμο.

13. Λινάρι καὶ ἀρουραῖοι.

Ἄλλοτε πάλι, στὴν διάρκεια παρόμοιου καιροῦ, ὁ μακάριος ὑποφέροντας ἀπὸ τὴν ἔλλειψη θερμότητος, ἄρχισε νὰ τρέχει σὲ ἕναν μακρὺ τόπο, ἀποβλέποντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸ νὰ ζεσταθῇ. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὸ τρέξιμο προσβαλλόταν πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κρύο, στὴν συνέχεια ἔπεσε σὲ ἀπόγνωση καὶ περίμενε τὴν τελευταία του ὥρα. Καὶ λοιπόν, ἐπειδὴ τοῦ ἦλθε στὸ μυαλὸ ὅτι κάποτε ἕνας ἄνδρας κτυποῦσε λινάρι σὲ ἐποχὴ θέρους κοντὰ στὴν θάλασσα, στὸ τρέξιμο πρόσθεσε ἄλλο τρέξιμο, σπεύδοντας νὰ φθάσει ἐκεῖ ὅπου καὶ τὸν ἄνδρα εἶχε ἰδεῖ, ἐνῷ ἔτρεμε ὁλόκληρος, ὅπως ἀκριβῶς στὸ νερό, καὶ κτυποῦσαν τὰ δόντια του. Στὸ τέλος ὅμως ἔφθασε μὲ δυσκολία καὶ ἀφοῦ σήκωσε μὲ τὸ ξύλο τὸ λινάρι πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μπῆκε μέσα σὲ αὐτὸ ὅσο μποροῦσε. Ὅμως, ἄλλος πάλι πόλεμος τὸν περίμενε. Ποντικοὶ ἀρουραῖοι ποὺ εἶχαν εἰσδύσει μέσα στὸ λινάρι πρὸ πολλοῦ, μόλις βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου πάνω στὸ χῶμα καὶ ὡσὰν νὰ ἦταν ἄψυχο, τὸ κατακομμάτιασαν παντελῶς γιὰ νὰ τὸ φᾶνε. Καὶ μόλις μέσα ἀπὸ τὸ λινάρι βγῆκε θερμότητα καὶ ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του ὅσο γινόταν, ἕνας δριμὺς πόνος ἀπὸ τὰ φαγωμένα μέλη ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Αὐτὸς ὅμως χωρὶς καθόλου νὰ ἀγανακτήσει, ἔλεγε: Κύριε, μὲ δοκίμασες καὶ μὲ γνώρισες· σὺ γνωρίζεις, ὅταν κάθομαι καὶ ὅταν σηκώνομαι.

14. Πειρασμοὶ δεκαοχτὼ ἐτῶν στὴν ἔρημο.

Σὲ ποιοὺς καὶ σὲ πόσους πειρασμοὺς περιέπεσε στὴν διάρκεια τῶν 18 ἐτῶν ἀφ᾿ ὅτου ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μονή, καὶ κατοίκησε σὲ αὐτὰ τὰ βουνά, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὰ μετρήσει; Διότι ὄχι μόνον ἐταράσσετο καὶ δυσκολευόταν, κατὰ τὶς τέσσερις ἐποχὲς τοῦ ἔτους, ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος ποὺ σέρνουμε καὶ ποὺ πάντοτε μᾶς παρασύρει πρὸς τὰ κάτω καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες βρίσκουν κάποιο παραπόρτι καὶ ἀφορμὴ νὰ ὑποκινήσουν μέσα μας τὰ ἐμπαθή τους νοήματα καὶ σοφίσματα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἔχθρα τῶν δαιμόνων τὴν ὁποία ἐκεῖνοι περιβλήθηκαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔπεσαν καὶ ἐμεῖς ὑψωθήκαμε· ὡστόσο δὲν ἔκανε ποτὲ τὴν παραμικρὴ ἀνακωχή. Ἀντίθετα πολλὲς φορές, θωρακισμένος μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐνδεδυμένος τὴν μεγάλη ἐκείνη ταπείνωση καὶ βαστάζοντας σταθερὰ ὡς ἀσπίδα τὴν ὁλονύκτια προσευχή, χωρὶς κόπο συνέτριβε τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ξεγελοῦσε.

15. Κυνηγοὶ ἀναγνωρίζουν τὸν Φαντῖνο. Συνάντηση μὲ τοὺς γονεῖς του.

Ὅταν δὲ εὐδόκησε ὁ Θεός, ὁ μὲν τόπος ἐκεῖνος νὰ ὑψωθῇ σὲ δική του κατοικία, ὁ δὲ Φαντῖνος γιὰ τὴν δὺναμη τῆς μεγαλόψυχης καὶ εἰλικρινοῦς γνώμης καὶ προθυμίας του, νὰ συναθροίσει μία ὁμάδα ἀδελφῶν γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἑλκύση διὰ μέσου ὁμοίου ζήλου πάρα πολλοὺς στὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων καὶ ἀναφαιρέτων ἀγαθῶν, καὶ νὰ μὴν κρύψει σὲ γῆ ὀκνηρίας, ὅπως ὁ ἀγνώμων δοῦλος, τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ δόθηκε, οὔτε τὸ φῶς νὰ τοποθετήσει κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ὁποῖο μετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ ἐπάνω στὸν λυχνοστάτη γιὰ νὰ φωτίζει σὲ ὅλα τὰ πέρατα καὶ βλέποντας, νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς τὸν φανερώνει ἀπὸ μακριὰ σὲ κάποιους κυνηγούς. Αὐτοί, ἀναγνώρισαν τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος λίγο πρωτύτερα φανέρωσε ἄθελά του σὲ αὐτοὺς ἴχνη καὶ σημάδια θεϊκά, ἐπειδὴ ἦσαν ντόπιοι καὶ γείτονες, καὶ ἐπέστρεψαν πίσω ταχύτατα καὶ φανέρωσαν στοὺς ἴδιους τοὺς γονεῖς μὲ πολλὴ σαφήνεια αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶδαν.
Ἀλλὰ οἱ γονεῖς ἐπειδὴ ἀπέκαμαν νὰ ἀναζητοῦν γιὰ πολὺ χρόνο αὐτόν, πίστεψαν ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἦταν ὄνειρο παρὰ ἀλήθεια. Ὅμως, ἐπειδὴ ἕνα κεντρὶ τοὺς τρυποῦσε τὰ σπλάγχνα καὶ σὰν νὰ ξέχασαν τὰ γεράματά τους συναίνεσαν νὰ πάρουν τὰ δίτροχα κάρα τους μαζὶ μὲ τοὺς ἐλαφοκυνηγοὺς καὶ νὰ πᾶνε στὸν χῶρο ποὺ δήλωσαν. Καὶ μάλιστα συχνὰ δακτυλοδεικτώντας στὰ γεροντάκια ἀπὸ μακριὰ τὸν χῶρο, βιάζονταν νὰ φθάσουν στὸν τόπο γρήγορα. Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν κατ᾿ ἐπανάληψη γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸν υἱό, ὁ Φαντῖνος βγῆκε ξαφνικὰ καὶ τοὺς συνήντησε. Καὶ ὅλοι τους ἀφοῦ ἔχυσαν ἀπὸ τὰ μάτια τους δάκρυα αὐθόρμητα, ἔπεσεν μπρούμυτα καὶ ἀντήλλαξαν μεταξύ τους τὴν εὐχή.

16. Ὁ Φαντῖνος προτρέπει τοὺς γονεῖς του νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμο.

Ἀφοῦ ἔδωσαν καὶ μερικὰ ἄλλα μικρὰ σημάδια ἀναγνωρίσεως, ἔπειτα οἱ γονεῖς μὲ ἐπιμονὴ ῥώτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸν Φαντῖνον: Πῶς καὶ πότε καὶ χάριν τίνος ἦλθες σὲ αὐτὰ τὰ ὄρη; Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναστέναξε βαθιά, ἀπήντησε: Ἐπειδή, ὦ γονεῖς μου, κατάλαβα τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ὅτι κάθε δόξα αὐτοῦ εἶναι πλάνη καὶ ματαιότης ματαιοτήτων. Διότι γιὰ νὰ ἐκγυμνάση δημιούργησε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου ὁ Θεός, καὶ ἔθεσε αὐτὰ ἐνώπιόν μας παραγγέλοντας ὅτι· κάθε ἕνας ποὺ θὰ καταφρονήσει αὐτὰ καὶ θὰ προτιμήσει τὴν κακοπάθεια θὰ δώσω σὲ αὐτὸν στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ αἰώνια καὶ ποὺ καθόλου δὲν φθείρονται, καὶ θὰ συγκαταριθμήσω αὐτοὺς στοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων γιὰ νὰ κατατρυφᾶ ὅσα μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἤκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν συνέλαβε. Αὐτὰ πίστεψα καὶ καταφρόνησα καὶ σᾶς καὶ τὰ εὐχάριστα τῆς γῆς καὶ προτίμησα νὰ βαδίζω στὴν ἔρημο ἔτσι γυμνός, καθὼς βλέπετε, καὶ ἄστεγος. Γιὰ αὐτὸ καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, ἐὰν θελήσετε νὰ πεισθῆτε στὶς δικές μου συμβουλές, πηγαίνετε στὸ σπίτι, πωλῆστε ὅλη σας τὴν περιουσία, δῶστε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, καὶ ἀφοῦ ἀντὶ γιὰ αὐτὰ ἐγκολπωθῆτε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, μὲ σταθερὴ καρδιὰ καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη ξαναγυρίστε σὲ μένα μιμούμενοι τὴν πτωχεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁπωσδήποτε αὐτὸς ποὺ τρέφει ἀκόμη καὶ τὰ κοράκια, ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι ἐπειδὴ γνωρίζει ἀπὸ ποιὰ ἔχομε ἀνάγκη, ὁ ἴδιος καὶ θὰ μᾶς θρέψει σκεπάζοντας καὶ κατευθύνοντας ἐμᾶς στὸ κάθε τι σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο αὐτοῦ θέλημα.

17. Τὸ κτίσιμο τῶν δύο πρώτων Μοναστηριῶν.

Αὐτοὶ συμφώνησαν σὲ ὅλα καὶ μοίρασαν στοὺς πτωχοὺς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους, ποὺ ἦταν πάρα πολλά. Κράτησαν ἀπὸ αὐτὰ κάτι λίγα καὶ πάρα πολὺ σύντομα ἐπέστρεψαν στὸν Ὅσιο. Ἡ φήμη ὅμως σιγὰ σιγὰ διαδόθηκε καὶ ὁ θεῖος αὐτὸς ζῆλος κατέλαβε πολλοὺς καὶ τοὺς ἔπειθε νὰ κάνουν τὰ ἴδια καὶ νὰ συῤῥέουν στὸ ὄρος. Ὁ Ἅγιος, λοιπόν, ἀμέσως ἔκτισε μοναστήρια, ἕνα γιὰ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του σὲ κάποιο ξεχωριστὸ μέρος μακριά καὶ ἕνα πάλι γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὰ ἀδέλφια του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ ἕνας λεγόταν Λουκᾶς[4] καὶ ὁ ἄλλος Κοσμᾶς. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔκειρε μοναχούς ἐνῷ ἐξομολογοῦντο τὰ ἁμαρτήματά τους μὲ θερμὰ δάκρυα, καὶ ἔβαλε στοὺς ὤμους των τὸν ἐλαφρότατο ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ τοὺς γύμνασε μὲ παλαιστικὰ ἀγωνίσματα πρὸς τοὺς πολέμους τῶν ἀοράτων δαιμόνων. Καὶ μποροῦσες νὰ δῆς τοὺς πρὶν πατέρες καὶ ἀδελφούς, νὰ ἔχουν τώρα μεταμορφωθῇ σὲ υἱοὺς διὰ τοῦ Πνεύματος ἀφοῦ ἀλλοιώθηκαν διὰ μιᾶς τὴν καλὴ ἀλλοίωση καὶ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ νὰ ἔχουν γίνει ὅμοιοι μὲ ἐνσάρκους Ἀγγέλους. Διότι μὲ τόση ἐγκράτεια πέρασαν τὸν χρόνο τῆς ἀσκήσεώς των, ὥστε καὶ στοὺς δαίμονες νὰ γίνουν φοβεροί.

18. Τὰ βουνὰ γίνονται πόλεις.

Μεσολάβησε λίγος καιρὸς καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς γκρεμοὺς τῶν βουνῶν καὶ τοὺς ἀπροσπέλαστους τόπους τοὺς κατέστησε κατοικίες θείων καὶ πνευματικῶν ἀνδρῶν. Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ ἤρχοντο, ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ἢ τὴν προαίρεση ποὺ εἶχε, μὲ τὴν ἄδεια αὐτοῦ ἔπαιρνε τόπους καὶ ἀναδεικνύετο πατὴρ ἁγίων πατέρων. Καὶ τόσο πολὺ πυκνὰ γέμισε αὐτὴ ἡ περιοχή ὅσο πρὶν δικαίως εἶχε τὸ ὄνομα ἔρημος. Σὲ ὅλους δὲ ἕνας ἦταν ὁ κανών· ὅτι φαινόταν καλὸ σὲ ἐκεῖνον, περιττὸ πάλι, κάθε τι ποὺ δὲν φαινόταν καλό. Καὶ ἕνας νέος νόμος ἦταν ἡ κατήχηση αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ πολὺ ὑπερεῖχαν στὴν ἀρετή, ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Φαντίνου περισσότερο ἀπὸ ὅσο νόμιζαν.

19. Ὁ Φαντῖνος πάλι στὴν ἔρημο. Φυλακίζεται ὡς κατάσκοπος.

Ὄντας ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἐλυπεῖτο, ὑπέφερε, ἐστενοχωρεῖτο καὶ προτιμοῦσε τὴν μονήρη ζωή, ποὺ εἶχε λίγο πρίν, καὶ τὴν ἐρημιά. Ἀφοῦ βέβαια ἔβαλε οἰκονόμους στὰ κοινόβια καὶ μάλιστα στὸ μεγάλο Μοναστήρι τὸν Λουκᾶ τὸν ἀδελφό του, τὴν νύκτα σηκώθηκε ὅπως ἦταν μὲ γυμνὰ πόδια καὶ μὲ μία προβιὰ ἀπὸ κατσίκι ποὺ προστάτευε τὸ σῶμά του καὶ φεύγει κρυφὰ πηγαίνοντας σὲ ἄλλον τόπο. Ἀλλὰ ὅμως ὁ πονηρός ἀπὸ φθόνο πρὸς αὐτόν, παρότρυνε αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια μὲ σιδερένια δεσμά, ὡσὰν νὰ ἦταν κατάσκοπος καὶ τὸν ἔῤῥιξαν σὲ ἕνα σκοτεινὸ ὑπόγειο, ἀφήνοντάς τον γιὰ πολὺ διάστημα παραμελημένο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν κατέτρωγαν –Θεέ μου!- καὶ τὰ ἔντομα καὶ οἱ ψεῖρες καὶ δὲν ἤξερε τὶ νὰ κάνει, πῆρε σπασμένα κεραμίδια καὶ ἔξυνε μὲ αὐτὰ τὸ σῶμά του ποὺ τὸ εἶχαν σκεπάσει τὰ ζωύφια ποὺ ἀναφέραμε καὶ ποὺ τόσο ἄσχημα τὸν ἐνοχλοῦσαν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔμεινε γιὰ πολὺ χρόνο ἔτσι ἔγκλειστος ἔχοντας βοηθὸ τὸν Θεὸν ποὺ ἔσωσε τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δὲν καταλάβαινε τοὺς πόνους ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστεῖτο ὑπερβολικὰ μὲ αὐτούς Ὅταν δὲ ὁ πονηρὸς δαίμων τὸν ἐξερέθιζε νὰ ἀγανακτήσει καὶ ἀποτύγχανε τοῦ ἐγχειρήματος, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ντροπιαζόταν περισσότερο ὁ τρισκατάρατος, ἔκραζε δυνατά: Μᾶς νίκησες, Φαντῖνε. Καὶ ὅταν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐόδωνε ὅλα ὅσα εἶχαν σχέση μὲ αὐτόν, τὸν ἔβγαλαν μὲ δυσκολία ἔξω ἀπὸ τὸν ὑπόγειο λάκκο αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβαλαν, καὶ εἶδαν ὅτι αὐτὸς ἦταν τελείως ἀγνώριστος ἐξ αἰτίας τῶν κακώσεων ποὺ τοῦ προξένησαν τὰ ζωύφια ποὺ εἶχα ἀναφέρει μεταμελήθηκαν διότι τὸν ἔκαναν νὰ πονέσει καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του.

20. Ἐπιστροφὴ στὸ Μοναστήρι.

Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς συγχώρησε γιὰ ὅσα ἔκαναν καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή του, φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάει σὲ μία περιοχὴ ποὺ εἶχε νερὸ ποὺ ἔτρεχε συνεχῶς καὶ ἦταν γεμάτη ἀπὸ βρώσιμα χόρτα καὶ ἐπὶ πλέον εἶχε πολὺ μεγάλη ἡσυχία. Ἐκεῖ ἔζησε ἥσυχα γιὰ ἕνα διάστημα πολὺ μεγάλο. Πάλι ὅμως οἱ φθονεροὶ δὲν ἀνείχοντο νὰ βλέπουν τὸν μέγα· ἐνῷ δηλαδὴ ἡ περιοχὴ πάντοτε ἦταν παντελῶς ἀπροσπέλαστη, γιὰ νὰ τὴν καταστήσουν πολυσύχναστη, ἀμέσως ἔκαναν νὰ περάσει ὁ δημόσιος δρόμος ἀπὸ τὸ μέσον τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Καὶ ὅταν τὸ ποτάμι ποὺ χυνόταν ἐκεῖ πλημμύριζε, ὅσοι ἐπρόκειτο νὰ τὸ περάσουν, ἀνέβαιναν ἐπάνω στὸν τόπο ποὺ ἔμενε ὁ Φαντῖνος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περνοῦσαν στὸ ἀπέναντι μέρος. Αὐτὸς ὅμως καὶ τοῦτο τὸ ὑπέφερε, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τοῦ θορύβου, καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐξασθενήσεως στὴν ἡσυχία καὶ διότι ἔλειπε γιὰ πολὺ διάστημα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, ξαναγύρισε στὸ Μοναστήρι.

21. Ἡ αὐστηρὴ ζωὴ τοῦ Φαντίνου μέσα στὸ Μοναστήρι.

Ἀλλὰ οὔτε πάλι ὅταν ἐπέστρεψε σὲ αὐτό, ζοῦσε ζωὴ τρυφηλὴ ἢ ἄλλαζε πλούσια ἐνδύματα, ἀλλὰ συνέχισε ἔτσι ὅπως εἶχε ἀρχίσει. Ἀντὶ γιὰ κρασί, ἔπινε τρεχούμενο νερὸ ποὺ ἀναβρύουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ πηγές· ἀντὶ γιὰ καρυκευμένα φαγητά, ἔτρωγε ὠμὰ λάχανα καὶ ὄσπρια· καὶ ἐὰν ποτὲ τύχαινε διὰ τῆς βίας νὰ φάει μαζὶ μὲ ἄλλους, τὸ φαγητό του ἦταν ξερὸ ψωμί. Ἀντὶ γιὰ κρεββάτι, εἶχε χῶμα· μερικὲς φορὲς πλάγιαζε πάνω σὲ ψάθα, διότι τὸ σῶμα τό του ἀπὸ καιρὸ εἶχε λιώσει καὶ εἶχε γίνει σκελετός. Διακόνημά του ἦταν ἡ καλλιγραφία καὶ τὸ νὰ ἀναπέμπη ὕμνους στὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα.
Μὲ αὐτὰ τὰ μέσα ἀπέκτησε ἀπροσποίητο καὶ ἀπαθῆ χαρακτήρα. Καὶ πράγματι, ἐπειδὴ γεύθηκε τοὺς ἀθανάτους καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπληρώθη δίχως κορεσμὸ ἀπὸ θεῖο πνεῦμα, δὲν μποροῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὴν γλυκύτατη μέθεξη, ἀλλὰ ὅσο ἔτρωγε τὴν γλυκειὰ ἐκείνη τροφὴ καὶ ἔπινε τὸ θεῖο νέκταρ, τόσο περισσότερο ἔβγαζε φτερά, καὶ ἔτεινε πρὸς τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἤθελε νὰ ἀπολαμβάνει κατὰ κόρον τὴν ἀξιαγάπητη θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ νοῦς του καθόλου δὲν σάλευε πρὸς τὰ σωματικά. Ἐπειδὴ ὄντως ἀναδείχθηκε τέτοιος, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, τὴν χάρη ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, νὰ ἐκβάλλη αὐτὰ καὶ νὰ θεραπεύει κάθε ἀῤῥώστια καὶ ἀδυναμία.

22. Ἡ ἐπίθεση τοῦ δαιμονισμένου στὴν παραλία.

Κάποτε, ἐνῷ περπατοῦσε κατὰ μῆκος τῆς ἀμμώδους παραλίας, βυθισμένος σὲ σκέψεις καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἦταν σὲ πλοιάριο ἀπέναντι ἀπὸ αὐτόν, ξαφνικά, φάνηκε κάποιος ἀπὸ τὰ βουνὰ οὐρλιάζοντας καὶ τρίζοντας τὰ δόντια σὰν τρελός. Αὐτός, ὅταν μὲ βιασύνη ἔφθασε στὸν Ὅσιο, τὸν σήκωσε ψηλά, καὶ ὅρμησε νὰ τὸν ῥίξει μέσα στὴν θάλασσα. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν στὸ πλοῖο κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο καὶ ἀφοῦ δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, ἔσπευσαν νὰ βοηθήσουν τὸν πατέρα, ἀφοῦ γύρισαν τὸ σκάφος. Ἀλλὰ ὁ τρισόλβιος, εἶπε χαριτωμένα: Ἀφῆστε, παιδιά μου, νὰ μὲ πολεμάει αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μοῦ εἶναι ἀντίδικος. Καὶ πρὶν τελειώσει τὸν λόγο, οἱ δαίμονες ἔῤῥιξαν προύμυτα τὸν ἄνθρωπο, καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε πνοή, ἔγινε νεκρός. Αὐτὸν ὁ Ὅσιος ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε μία εὐχή, ἀμέσως τὸν σήκωσε τὸν δαιμονισμένο, τελείως καλά. Μετὰ τὸν ἔκανε μοναχό, καὶ τὸν ἀνέδειξε τέλειο κατοικητήριο τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

23. Ὁ Φαντῖνος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων.

Πάρα πολλοὶ ἔρχονταν σὲ αὐτόν, τοὺς ὁποίους μάλιστα δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθῇ. Καὶ αὐτός, ποὺ δέχτηκε διπλὴ τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο, θεράπευε μὲ διάφορες μορφὲς χαρισμάτων ὅσους ἦταν πιασμένοι ἀπὸ ἀῤῥώστιες. Αὐτοὺς ποὺ χώλαιναν κατὰ διαφορετικὸ τρόπο στὴν ψυχή, καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ κατάλληλα φάρμακα –ποῖος θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἀναφέρει ὅλα γενικῶς;- μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φάρμακα ὁ ἴδιος τοὺς θεράπευε, λίγους μὲν μὲ τὸν λόγο, τοὺς περισσότερους ὅμως μὲ τὰ ἔργα. Καὶ αὐτοὺς ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὴν διάνοιά τους μὲ λογισμοὺς ὄχι μόνον τοὺς μετέβαλλε στὸ καλύτερο, ἀλλὰ καὶ κατεκοίμιζε κάθε τι ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὺς δὲ ποὺ εἶχαν πέσει στὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας ἐξ αἰτίας τῆς πικρῆς καὶ ἄλογης ἀπογνώσεως, ἀμέσως τοὺς ξανάφερνε στὴν εὐθυμία μὲ τὴν εὐπρέπεια τῶν συνετῶν λόγων τους. Δηλαδή, γιὰ τοὺς πάντες ἔγινε τὰ πάντα γιὰ νὰ κερδίσει ὅλους ἢ τοὺς περισσότερους. Διότι ἦταν κάτοχος τόσο πολὺ τοῦ πρακτικοῦ λόγου ὅσο καὶ τῆς γνώσεως, καὶ κατεῖχε τόσο καλὰ καὶ τὰ δύο, ὥστε νὰ γνωρίζει ἀκριβῶς, ὅσο ἦταν δυνατόν, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τοῦ πνεύματος ξεπερνώντας τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες.

24. Ἡ ἀρκούδα καὶ οἱ μέλισσες.

Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐπειδὴ τήρησε τὸ κατ᾿ ἐικόνα χωρὶς πτώσεις καὶ ἔγινε ἕνας ἄλλος Ἀδὰμ πρὶν τὴν παρακοή, διέκειτο πρὸς τὰ σαρκοβόρα θηρία καὶ ἐρπετὰ ὡσὰν πρὸς φίλους. Καὶ ὄντως· στὸ Μοναστήρι ὑπῆρχον μελίσσια, ἀλλὰ τὰ καταβρόχθιζε μία ἀρκούδα. Μερικοὶ ἀδελφοὶ ἑτοιμάσθηκαν ἐναντίον της. Ὁ Φαντῖνος, μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ποὺ πήγαιναν νὰ κάνουν καὶ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἡ ἀρκούδα, ἀργὰ τὴν νύκτα πλησίαζε τὰ μελίσσια, τῆς εἶπε: Σὲ διατάσσω νὰ μὴν ἐγγίσῃς τὰ ἐδῶ πράγματα, καὶ ἐὰν ποτὲ μὲ παρακούσεις, θὰ μάθεις ὅτι προσκάλεσες στὸν ἑαυτό σου τὸν ἔσχατο θάνατο. Αὐτὴ δὲ ὑποχωρώντας ἀμέσως στὸν λόγο του, δὲν συνέχισε πλέον νὰ κάνει ζημιά.

25. Οἱ διψασμένοι μοναχοί.

Ἐπὶ πλέον ὁ μέγας Φαντῖνος χρησιμοποιοῦσε ἐπαρκῶς πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν καὶ διάφορα κατοικίδια ζῶα. καὶ κάποτε ποὺ οἱ ἡμίονοι βόσκοντας ἀπομακρύνθηκαν πολύ, μερικοὶ ἀδελφοὶ πῆγαν νὰ τοὺς βροῦν. Ἀπὸ τὴν κούραση ὅμως δίψασαν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν νερό, ἔπεσαν στὴν ἀπόγνωση. Στὴν συνέχεια, ὁ δοῦλος τοῦ Ὁσίου Κυριακός, ἀφοῦ προχώρησε λίγο, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Πατρὸς Φαντίνου ἔκανε νὰ ἀναβλύσει ἀφθονώτατο νερό. Ἤπιε καὶ ἀμέσως συνήλθε, καὶ ἤθελε νὰ δείξει αὐτὸ καὶ στοὺς ἄλλους. Ὅταν αὐτοὶ ἦλθαν γρήγορα -ὢ τοῦ θαύματος!- τὸ νερὸ ἐξαφανίσθηκε. Ὅλοι τότε διὰ μιᾶς φώναξαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Φαντῖνε. Παρευθὺς μέσα στὰ στερνά τους ἀνέβλυσε ἄνυδρη δρόσος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δροσίσθηκαν ὅπως ἕνας ποὺ πίνει πραγματικὸ νερό. Καὶ ἀνέπεμψαν δόξα στὸν Θεό, ποὺ χάριζε σὲ αὐτὸν τέτοια παράδοξα θαύματα.

26. Προσκύνημα στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, στὸ ὄρος Γάργανο.

Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ πάντοτε συνέῤῥεαν πρὸς αὐτὸν σωρηδὸν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἀκριβῶς ἕνα σμῆνος, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀπολαμβάνει ἀνενόχλητα τὸ καλὸ τῆς ἡσυχίας, τοῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία νὰ πάει στὸν Ἅγιο Ἄγγελο τῆς πόλεως Σιπενδοῦ, στὸ Προσκύνημα στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, στὸ ὄρος Γάργανο[5] καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια νὰ ἰδῆ σὰν σὲ καθρέπτη τὴν ἔλλαμψη ποὺ ἀκτινοβολεῖ αὐτὸς ἐκεῖ. Γιὰ αὐτό, ἀφοῦ πῆρε μαζί του τὸν προαναφερθέντα Κυριακὸ καὶ δύο ἄλλους, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ βιαζόταν νὰ φθάσει στὸν Ἅγιο Ἄγγελο ποὺ ποθοῦσε.
Ἔφθασε μὲ δυσκολία μέσα σὲ 18 ἡμέρες πεζοπορώντας μέσα στὸ ψύχος καὶ τὴν κάψα καὶ ὄντας παντελῶς χωρὶς τροφὴ καὶ νερό. Ἔπειτα, ἀπὸ τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ κοινωνοῦσε τὰ ἅγια καὶ θεῖα μυστήρια, ἀγρυπνοῦσε ὄρθιος. Διότι αὐτὸς εἶχε τὴν συνήθεια ὄχι μόνον στὶς μεγάλες ἑορτές, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ στὶς γιορτὲς ὅσων Ἁγίων ἦσαν μεγάλοι, νὰ στέκεται ὄρθιος ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ μέχρι τὴν Θεία Λειτουργία. Μερικὲς φορὲς δέ χωνόταν καὶ μέσα σὲ νερό. Αὐτὸ καὶ μέχρι τώρα εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους.
Μία φορὰ λοιπόν, μετὰ τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀχράντων μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, καὶ τὴν θεία εὐχαριστία, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, λειώνοντας ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ πεῖνα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν σφοδρὴ δίψα, ζήτησε νερὸ γιὰ νὰ μπορέσει μὲ αὐτὸ μαζὶ καὶ μὲ τὸ θεῖο ἀντίδωρο νὰ βρῆ δίοδο πρὸς τὰ μέσα, ἐπειδὴ ὁ φάρυγγας ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε πάθει ἀπόφραξη. Καὶ μόλις ἤπιε τὸ νερὸ τοῦ πρώτου ποτηριοῦ, φάνηκε ἀπὸ μακριά, ἐπάνω ἀντίκρυ στὸ στομάχι του –δὲν ξέρω νὰ πῶ τὶ ἔπαθε- μία ὑπερμεγέθης πομφόλυγα, κάτω δὲ ἔσπασε ἡ πιμελή (μαλακὸ λῖπος) καὶ ἔγινε θορυβώδης σπασμὸς τῶν ἐντέρων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ προκλήθηκαν διαδοχικοὶ πόνοι, ὁ μέγας Φαντῖνος μὲ δυσκολία ἐπανῆλθε στὸ Μοναστήρι του. Μόλις δὲ διαδόθηκε σὲ ὅλους ἡ φήμη ὅτι αὐτὸς ἐπέστρεψε πάλι στὸ Μοναστήρι, πήγαιναν συχνὰ σὲ αὐτόν, καὶ γίνονταν καλὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀῤῥώστια καὶ ἂν ὑπέφεραν.

27. Θεία ἔκσταση.

Φυσικά, ἐπειδὴ κατεστάθη τοιοῦτος, δὲν στερήθηκε τὴν θεία ὀπτασία καὶ ἀποκάλυψη. Γιὰ παράδειγμα, μία νύκτα, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ἐνῷ ὅλοι μαζὶ οἱ ἀδελφοί, ἀπὸ τὸ κυριακὸ πήγαιναν στὰ διακονήματά τους σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμό, αὐτὸς κάθισε ὅπου καὶ στεκόταν. Ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα καὶ τὰ δύο του χέρια στὸν οὐρανό, αὐτὸς ποὺ εἶχε πνοή, καθόταν ἄπνους μέχρι τὸ ἀπόγευμα.
Ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἔγινε πολὺς λόγος γιὰ τὴν παράδοξη στάση, ἀπὸ τὴν φήμη καὶ τὸν θαυμασμὸ μαζεύτηκαν πάρα πολλοί. Ὅταν ὅμως τελικὰ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ῥώτησε: Τί θόρυβος εἶναι αὐτός, καὶ τί ὥρα εἶναι; Καὶ ὅταν ὅλοι μαζὶ τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι 11 (17:00) καὶ γιὰ ποιὸν λόγο εἶχαν ἔρθει, ἔδωσε ἐντολὴ σὲ αὐτοὺς νὰ κάνουν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν περιστοίχισαν κυκλικά, καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσαν ἱκετευτικὰ νὰ πῇ σ᾿ αὐτοὺς ὅσα ἀκριβῶς εἶδε. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀναστέναξε βαθιά, καὶ κατέβρεξε τὶς ἀσκητικὲς ἐκεῖνες παρειὲς μὲ τοὺς χειμάῤῥους τῶν δακρύων, εἶπε ἀποφθεγματικὰ σὲ αὐτούς: Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες μου, ἐὰν θέλετε νὰ μάθετε ἀπὸ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζω, εἶναι παντελῶς ἀνέκφραστα. Πλὴν ἐὰν τελείως πείθεσθε σὲ μένα ποὺ σᾶς συμβουλεύω, ἀφοῦ ἀρνηθῆτε ὁ,τιδήποτε σᾶς ἀνήκει, νὰ ἀναχώρησετε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο γυμνοί.

28. Γυμνός, ἄποτος καὶ ἄτροφος στὰ ὄρη.

Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ τριμμένο ζωστικό του, ἀνεχώρησε γυμνὸς στὰ ὄρη. Ἀπὸ ἐκείνη λοιπὸν τὴν στιγμή, μέχρι 20 μέρες ἦταν χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή, καὶ χωρὶς κάποιο σκέπασμα. Πίστευε πὼς ὅσα φρικτὰ εἶδε καὶ ἄκουσε ἐκεῖ, ὄχι μόνον στὸν κόσμο ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό του καθόλου δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ διηγηθῆ. Τρεφόταν ἐπὶ τέσσερα χρόνια μὲ ἄγρια χόρτα καὶ μὲ τίποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν πάλι τὸν ξαναέβρισκαν οἱ σύντροφοί του καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔσερναν στὸ Μοναστήρι, ὁ μέγας γρήγορα ξαναγύριζε ἐκεῖ ὅπου καὶ πρῶτα περιφερόταν, νοιώθοντας εὐχαρίστηση περισσότερο μὲ τὰ θηρία παρὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

29. Συνάντηση μὲ τὸν Ὅσιο Νεῖλο.

Μετὰ ἀπὸ πολὺν χρόνο ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι καὶ ἀφοῦ ἔκρυψε τὰ ἐμπρόσθια μέρη τοῦ σώματός του μὲ ἕνα ἱμάτιο ἀπὸ δέρμα, εἶπε στοὺς ἀδελφούς μὲ χαρά: Ξέρετε παιδιά μου, ὅτι ἔρχεται ὁ μέγας Νεῖλος;[6] Ὄχι, ἀπήντησαν ὅλοι. Καὶ αὐτός: Ναί, πραγματικά, ἔφθασε. Ὅσοι θέλουν λοιπόν, ἂς πᾶμε γρήγορα νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ προχώρησαν λίγο, γεμάτοι ἔκπληξη βλέπουν νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ὁ Νεῖλος, ὁ ὄντως κεκοσμημένος μὲ λόγο καὶ πράξη.
Μόλις λοιπόν, συνῆλθαν ἀπὸ τὴν ἔκπληξη καὶ ἀλληλοενισχύθηκαν μὲ τὴν εὐχή, κυριεύθηκαν ἀπὸ χαρὰ καὶ λύπη. Χαρά μέν, διότι ὁ ἕνας ἀπολάμβανε τὸν ἄλλον· λύπη δέ, γιὰ ὅσα μυστήρια ὁ Φαντῖνος εἶχε μυηθῇ, διότι ἦταν κοινὰ σὲ ὅλους. Καὶ αὐτὰ ἔχουν ὡς ἑξῆς: Ἰδοὺ ἐγώ, ἔχω δώσει στὸ χέρι σου τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο· ἰδού, ἐνώπιον τοῦ προσώπου σου ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερὸ· σὲ ὅποιο θέλεις, ἅπλωσε τὸ χέρι σου.

30. Ὀπτασία: ἀστραπηφόροι Ἄγγελοι καὶ τελώνια.

Ἀλλά, πρέπει νὰ γυρίσουμε πάλι τὸν λόγο πρὸς ὅσα ὁ Φαντῖνος συνεσκιασμένα κάπως φανέρωσε στὸν καθηγητὴ Νεῖλο καὶ σὲ μᾶς στὸ τέλος τῆς πρὸς Κύριον ἀναχωρήσεώς του:
Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κοινῆς προσευχῆς, μὲ πόθο, δίχως δισταγμό, καὶ μὲ φλογερὸ καὶ βαθὺ ἔρωτα ψυχῆς, σήκωσα μὲ εἰλικρίνεια χέρια, νοῦ καὶ μάτια πρὸς τὸν Ὕψιστο, καὶ μοῦ φάνηκε πὼς εἶδα μέσα στὸν νοῦ μου μία ἐλλαμψη παρά πολὺ εὐφρόσυνη. Καὶ ἐνῷ ἐγῶ παρέμεινα σὲ αὐτὴν κατάπληκτος, ἀμέσως παρουσιάσθηκαν δύο ἀστραπηφόροι, ποὺ ἀπὸ τὴν θωριά τους ὑποψιάσθηκα ὅτι εἶναι Ἄγγελοι. Αὐτοὶ μὲ πῆραν γρήγορα καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Συνήντησα κάποια ἄγρια σκοῦρα τάγματα ποὺ ἦταν περισσότερα ἀπὸ τὰ σμήνη τῶν μελισσῶν καὶ γέμισα ἀπὸ φόβο καὶ φρίκη. Ὅταν ὑπερπληρώθηκα ἀπὸ φρίκη ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου αὐτῶν, συνήντησα πάλι ἄλλους χειρότερους, παρόμοιους μὲ αὐτούς. Καὶ μέχρις αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεφτα πάνω σὲ τέτοιους ὀλεθρίους. Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ μὲ κρατοῦσαν, μὲ βοηθοῦσαν νὰ περάσω. Ξαφνικά, εἶδα ἕναν χῶρο ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ ἄκουσα ἕναν ὕμνον ἀνέκφραστο καὶ ἀκατάπαυστο, καὶ ποὺ δὲν χόρταινε κανεὶς νὰ τὸν ἀκούει, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔδιωξα τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχα. Ἔπειτα, μία φωνὴ βρόντησε δυνατά, καὶ ἀντήχησαν παράδοξες καὶ ὑπερφυσικὲς μελωδίες καὶ ἄστραψε δυνατὰ ἕνα πῦρ ἀλλοιώτικο. Αὐτὰ μὲ κατέστησαν κατ᾿ ἐξοχὴν κατεχόμενο ἀπὸ τὸν Θεόν.

31. Ὀπτασία· τὸ αἰώνιο πῦρ καὶ οἱ κολασμένοι.

Ἀφοῦ μυήθηκα σὲ κάποια ἄῤῥητα μυστήρια, στὸ τέλος ἄκουσα τοῦτο: Πάρτε τον αὐτόν, καὶ δεῖξτέ του ὅτι ἀκριβῶς γιὰ τὸν καθένα ἔχει ἑτοιμασθῇ. Καὶ μὲ τὸν λόγο μὲ πῆραν πάλι αὐτοὶ ποὺ πρωτύτερα μὲ ἔφεραν ἐκεῖ καὶ μὲ τὰ δυό τους χέρια καὶ οἱ δύο μὲ τράβηξαν ἤρεμα πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ ὁδήγησαν σὲ κάποιο χῶρο ποὺ ἦταν γεμάτος ἀπὸ δυσώδη καπνό. Καὶ βλέπω ἐκεῖ μία φωτιὰ μεγάλη, ἀσύγκριτη στὸ πλάτος καὶ στὸ μῆκος, ἡ ὁποία ἦταν ἐντελῶς στερημένη ἀπὸ φῶς.
Στὴν μέση αὐτῆς κρεμόταν κάτι σὰν μία κεραία γεμάτη φλόγες. Καὶ τὶς ψυχὲς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ πῦρ, ἄλλες μὲν ποὺ ἡ κεραία ἔδειχνε τὰ νῶτά τους, ἔκρινε νὰ περάσουν ἀπέναντι, ἄλλες ὅμως προϋπαντώντας τε κατὰ πρόσωπο, τὶς ἐξαπέστελλε στὸ πῦρ. Καὶ ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες ὑπῆρχε ὁ ὀξὺς αὐτὸς διαχωρισμός. Ἀλλοίμονό μου! Ὅσοι ἔπεφταν μέσα, ἦταν κατάμεστοι ἀπὸ θρήνους καὶ οἰκτρὰ θρηνοῦσαν γιὰ τὴν συγκομιδὴ τῆς πρωτύτερης ζωῆς τους καὶ θερμοπαρακαλοῦσαν ἀπαρηγόρητα καὶ ἀνώφελα. Καὶ ἄλλοι, παρὰ τὴν θέλησή τους ἐβρυχώντο καὶ ἐκραύγαζαν· Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο. Ἄλλοι πάλι ἐκ βαθέων ἀναστέναζαν μὲ ἀναρίθμητες δυνατὲς κραυγές· Οὐαί, οὐαί, καὶ κτυποῦσαν τὰ στήθη τους προσθέτοντας· Ὢ, τὶ μᾶς ἔχει βρῆ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

32. Ὀπτασία· συνάντηση μὲ τοὺς γονεῖς του στὸν Παράδεισο.

Καὶ ἐνῷ ἐγὼ κόντευα νὰ λιποθυμήσω ἀπὸ τὰ φοβερὰ ποὺ ἔβλεπα, οἱ προσφιλεῖς μου συνοδοὶ μὲ πῆραν δῆθεν καὶ περάσαμε τὴν φλογίνη κεραία ποὺ προανέφερα καὶ ἡ ὁποία περιστρεφόταν στὴν μέση τῆς ἀπέραντης φωτιᾶς, καὶ γρήγορα μὲ ὁδήγησαν πάλι σὲ ἕναν χῶρο λαμπερὸ καὶ πάρα πολὺ εὐχάριστο, ἀσύγκριτο καὶ αἰώνιο. Καὶ ἐνῷ ἔμενα ὑπερβολικὰ ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα καὶ εὐφραινόμουν, νὰ καὶ ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐκεῖ.
Ἐνῷ μὲ κατασπάζονταν, μὲ συμβούλευαν τὰ ἑξῆς: Τέκνον, κοίταξε αὐτοὺς ποὺ εἰλικρινὰ ἐλάτρευσαν τὸν Κύριο μὲ πράξεις ἐνάρετες καὶ τὸν ὑπηρέτησαν μὲ ὅλη τὴν δύναμη μέχρι τέλους καὶ σταθερότητα, ποίων ἐδῶ ἀνεκφράστων καὶ ἀθανάτων ἀγαθῶν καθίστανται αἰωνίως κληρονόμοι ἀπὸ τὸν μόνο καὶ ὄντως ἀγαθὸ Θεό· καὶ δικαίως.
Πάλι ὅμως οἱ συνοδοί, διὰ τῆς βίας μὲ χώρισαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἐνῷ ἐγὼ γέμισα ἀπὸ πίκρα, ὅπου ἀναπεμπόταν μελωδικὸς ὕμνος, ἀκατάπαυστος καὶ ἀσύγκριτος. Ἐδῶ ἄκουσα νὰ μοῦ λέγουν: Πήγαινε νὰ πῆς στὸν κόσμο ὅσα ἀκριβῶς ἔχεις δεῖ ἐδῶ. Εὐθὺς λοιπόν, μόλις εἰπώθηκαν αὐτά, ἦλθα στὸν ἑαυτό μου, καὶ βλέποντας σὰν σὲ καθρέπτη τὶς ἐκεῖ θεῖες θεωρίες, λειώνω ὁλόκληρος σὰν κερί, καὶ λυποῦμαι σφόδρα καὶ ταράσσομαι. Καὶ ἐνῷ σὲ αὐτοὺς φαίνομαι ὅτι ἀναπνέω, ἔχασα παντελῶς τὸν νοῦν μου, καὶ φοβήθηκα καὶ περιφρόνησα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Ὁ Νεῖλος λοιπόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀκόμη, καὶ κατέχωσε μὲ ἐπιτίμια ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Φαντίνου: ἐπειδὴ ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ ἀνέβηκε μέχρι καὶ στὸν τρίτο οὐρανό καὶ ποὺ ἄκουσε κάποια ἀνέκφραστα λόγια, τόσο ἀπερίσκεπτα περιπαίξατε καὶ τὸν νομίσατε γιὰ τρελό.

33. Τελευταία κατήχηση πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη.

Ἀφοῦ λοιπόν, πέρασε πολὺς χρόνος, μία νύκτα ὁ Ὅσιος πῆρε ἐντολὴν ἀπὸ Ἄγγελο Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα του σὰν ἄλλος Ἀβραάμ, καὶ νὰ ἀναχωρήσει ὄχι πλέον σὲ ἔρημη γῆ, ἀλλὰ στὴν πόλη τῶν Θεσσαλονικέων, γιὰ νὰ προσελκύσει ἐκεῖ πολλοὺς πρὸς τὸν θεῖον αὐτοῦ ζῆλο καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει στὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι θεῖο πρόσταγμα, συγκέντρωσε στὸ Κυριακό, ἐνώπιόν του ὅλους καὶ τοὺς εἶπε, τὴν ἑξῆς κατήχηση:
Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου περιπόθητα, ἕως ὅτου ὑπάρχει ἀκόμη σὲ μᾶς καιρός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἡ διαγωγή μας ἂς εἶναι κοσμία· ὅσο διαρκεῖ ἡ ἡμέρα, ἂς ἀκολουθήσωμε τὸν ἥλιο. Ἔρχεται ἡ ἀναπόφευκτη νύκτα, ὁπότε κανεὶς στὸ ἑξῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται.
Ἂς μὴν ἐμπλακοῦμε στὰ τερπνὰ τοῦ βίου ποὺ γρήγορα παρέρχονται, οὔτε τὸν χρόνο ποὺ μᾶς χαρίσθηκε νὰ τὸν ἀφανίσωμε σὲ αὐτά. Ἂς μὴ μᾶς νικήσει ἡ στοργὴ τῶν γονέων ἢ καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, διότι σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ ἀκόμη λίγο καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἂς μὴν λοιπόν, θάψουμε τὴν ψυχὴ μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν ἐλεύθερο νοῦ μὲ τὴν μέθη. Ἂς μὴν διαφθείρουμε μὲ τὴν φιληδονία καὶ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖον κατοικεῖ ὁ καθαρὸς καὶ ἅγιος νοῦς, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, οὔτε τὴν ψυχὴ ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν νὰ την καταστήσουμε ἀντὶ γιὰ καθαρὴ ἀκάθαρτη καὶ ἀντὶ γιὰ φῶς σπήλαιο ληστῶν καὶ σκότους. Διότι, λέγει, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος ἐκείνου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει νικηθῇ. Οὔτε νὰ μπῆ μετὰ μέσα μας ἡ φιλαργυρία καὶ νὰ μᾶς καταστήσει δούλους ἀντὶ ἐλεύθερους καὶ νὰ μᾶς πείσει, ἀφοῦ μᾶς δέσει μὲ τὶς θηλειές της, νὰ ἐλπίζουμε στὰ μάταια ἀντὶ στὴν οὐράνια κληρονομία.
Ἂς μὴ βρῆ θέση ἀνάμεσάς μας ἡ ὀργὴ ἢ ἡ κραυγή, διὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται σὰν ἐπακόλουθο ἡ βλασφημία· διότι μὲ αὐτὰ διώχνουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισύρουμε τὸ πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Ἂς μὴ σαγηνεύσει τὴν ψυχή μας λύπη σκοτεινὴ καὶ ἄκαρπη καὶ ἔτσι δι᾿ αὐτῆς σκοτισθῇ τὸ καθαρό μας φρόνημα· διότι ὅλες οἱ λύπες δὲν εἶναι ἀληθινές, ἀλλὰ διαφορετικές. Οὔτε ἡ ἀκηδία, ἀφοῦ μᾶς ὑποσκάψη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, μᾶς συγκαταλέξει στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐφευρετῶν τῶν παθῶν δαιμόνων.
Καὶ ἡ κενοδοξία ἂς μὴ μᾶς παραδώσει στὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, ἤτοι τῆς ὑψηλοφροσύνης, ἀφοῦ μᾶς ἀγοράσει διὰ τῆς ὀλισθηρῆς ἐπάρσεως, μήπως ἡ ἴδια πάλι μᾶς ἀποστείλη στὸν θάνατο. Διότι, ὅπως ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ ῥίζα τῶν παθῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνια. Διότι, αὐτὰ ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως λέγει και ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τὰ σιχαίνεται· καὶ δὲν εἶναι ἄξιος αὐτὸς ποὺ αὐτοσυστήνεται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὸν συστήνει ὁ Κύριος.
Γιὰ αὐτό, ἂς βιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τέκνα καὶ ἀδελφοί, ἂς τοὺς βιάσουμε, ἂς ἐνισχύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς νουθετήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἂς τὸν οἰκοδομήσουμε, ἔχοντας τὸν νοῦν μας καὶ λέγοντας: Ἄραγε, τί λογῆς εἶναι τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ, ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων, τὰ δεσμὰ τὰ ἄλυτα, τὰ τάρταρα τῆς κολάσεως, τὸ κλάμα ἐκεῖνο τὸ ἀπαρηγόρητο; Πῶς θὰ τυλιχθῇ στὸ εἰλητάριο ὁ οὐρανός, πῶς θὰ πέσουν στὴν γῆ τὰ ἀστέρια καὶ θὰ σκοτεινιάσει ὁ ἥλιος; Πῶς θὰ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐρανοί, καὶ θὰ κατέβει ὁ Κριτής, καὶ οἱ σαλευθεῖσες οὐράνιες δυνάμεις θὰ προστρέξουν καὶ θὰ ἑτοιμασθῇ ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ ἡ γῆ θὰ κλονισθῇ περιμένοντας τὴν ἔλευση τοῦ δικαστοῦ; Πῶς θὰ σπεύσουν σὲ προϋπάντηση οἱ Ἅγιοι καὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ νυμφὼν θὰ κλείσει γιὰ τοὺς ἀμελεῖς καὶ θὰ πεταχθοῦν ἔξω στὴν φωτιά;
Γιὰ αὐτὰ παιδιά μου μεριμνώντας, μὴν ξεχνᾶτε τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ ἀδελφό, ποὺ ἐγὼ ἐξέλεξα νὰ ἀναλάβει ἐπάξια τὴν προστασία σας, φροντίστε νὰ τὸν ὑπηρετῆτε ὅπως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μπορῆ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ μένα μὲ προθυμία νὰ ἀγρυπνῆ καὶ νὰ προσεύχεται, ἐπειδὴ θὰ δώσουμε, λέγει ὁ Παῦλος, λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. 

ΜΕΡΟΣ Β´. 
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαβρίας τὸ κλέος μοναστῶν μέγας ἥλιος, καὶ Θεσσαλονίκης προστάτης, ὤφθης Πάτερ θεόσοφε, λαβὼν γὰρ παιδιόθεν τὸν σταυρόν, Φαντῖνε ἐξεζήτεις τὸν Θεόν, καὶ μακρύνας ἐπλουτίσθης ὑπερφυῶς, ἐν θαυμαστοῖς χαρίσμασι, δόξα τῷ σὲ σφραγίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σε ἡμῖν, μεσίτην καὶ διδάσκαλον.

Κοντάκιον. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ κοιλίας Ἅγιε, ἀφιερώθης Κυρίῳ, καὶ Αὐτὸν ὡς πρόδρομος, πρίν σε τεχθῆναι ἀνύμνεις, εἶτα δέ, λιπὼν πατρίδα γονεῖς καὶ φίλους, γέγονας, πλανήτης θεῖος πολλοὺς φωτίσας, ἐν μεγίστῃ σου ἀσκήσει, καὶ θαυμασίοις, Φαντῖνε πανόσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τῆς Καλαβρίας ὤφθης φυτόν, χάριτος Κυρίου ὦ Φαντῖνε θαυματουργέ, πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ἀσκήσει ἁγιάσας, καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἀναπαυσάμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: