Ο Χριστός προσέλαβε αυτήν την φύση την ήνωσε στην υπόστασή Του, την καθάρισε από κάθε εμπαθή διάθεση με το πυρ της θεότητος (ψητό ψάρι) και την έκανε ομόθεη και διάπυρη. Επίσης η κηρήθρα με το μέλι ομοιάζει με την δική μας ανθρώπινη φύση, γιατί, όπως το μέλι υπάρχει μέσα στην κηρήθρα, έτσι και μέσα στο σώμα μας υπάρχει ο λογικός θησαυρός καί, κυρίως, στους πιστεύοντας υπάρχει στην ψυχή και το σώμα η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τρώγει από αυτά ο Χριστός, γιατί θεωρεί φαγητό του την σωτηρία του καθενός μας (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Επίσης, η χρησιμοποίηση από τον Χριστό, μετά την Ανάστασή Του, των στοιχείων του άρτου και του ιχθύος δείχνει το πρόσωπο και το έργο Του για την σωτηρία του ανθρώπου. Κυρίως, φανερώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αφού ο άνθρωπος τότε κοινωνεί του ζωντανού άρτου και του ζωντανού ιχθύος που είναι Αυτός ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε την δική μας ανθρώπινη φύση καί, αφού την θέωσε, μας δίνει τον Εαυτό Του για να θεωθούμε και εμείς. Βέβαια, η θέωση δια των μυστηρίων, και κυρίως δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, δεν γίνεται μηχανικά και μαγικά, αλλά ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι, ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση ενεργεί και το μυστήριο της θείας Κοινωνίας.
Ο Χριστός σε μια από τις εμφανίσεις στους Μαθητάς Του, βλέποντας να υπάρχουν στην καρδιά τους λογισμοί περί Αυτού, είπε: "ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι, ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα" (Λουκ. κδ', 39). Εδώ φαίνεται ότι υπάρχει σώμα, άρα δεν ήταν φαντασία, αλλά δεν ήταν το σώμα, όπως το γνώριζαν μέχρι τότε οι Μαθητές. Είναι γνωστόν ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και έγινε τέλειος άνθρωπος, και μάλιστα προσέλαβε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, όπως την φθαρτότητα και την θνητότητα, στα οποία αδιάβλητα πάθη συγκαταλεγόταν η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο ύπνος κλπ. Όμως, ο Χριστός μετά την Ανάσταση απέβαλε όλα τα λεγόμενα φυσικά πάθη, ήτοι "φθοράν, πείναν τε και δίψαν, ύπνον και κάματον και τα τοιαύτα". Αποβάλλοντας όμως τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη δεν απέβαλε ούτε την ψυχή ούτε το σώμα. Με την Ανάληψή Του στους ουρανούς παρέλαβε το σώμα και την ψυχή, την λογική και νοερά, την θελητική και ενεργητική. Έτσι, κάθεται στα δεξιά του Θεού με ολόκληρη την ανθρώπινη τεθεωμένη φύση. Με αυτόν τον τρόπο ενεργεί και θεϊκά, με την πρόνοια, την συντήρηση και την κυβέρνηση όλων, και ανθρώπινα, ενθυμούμενος την διατριβή του πάνω στην γη και γνωρίζοντας ότι προσκυνείται από ολόκληρη την λογική κτίση (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Το αναστημένο Σώμα του Χριστού ήταν απαθές και αθάνατο, κεκοσμημένο με την θεία δόξα, αλλά όμως ήταν σώμα "τήν προτέραν έχον περιγραφήν" (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Έτσι, καίτοι απέβαλε όλα τα αδιάβλητα πάθη, δεν απέβαλε όμως τα φυσικά ιδιώματα, "ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν, και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστικόν". Γιατί, αν απέβαλε αυτά, δεν θα ήταν πραγματικό σώμα, αλλά έκσταση και έξοδος από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Όπως ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν βγήκε έξω από τους όρους της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και μετά την Ανάστασή Του η θεωθείσα ανθρώπινη σάρκα δεν ετράπη της οικείας φύσεως, δηλαδή δεν απέβαλε τα φυσικά της ιδιώματα. Και αυτό συνέβη γιατί παρέμειναν και μετά "τήν ένωσιν αί τε φύσεις ασύμφυτοι και αι τούτων ιδιότητες αλώβητοι" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Χριστός, ενώ βρίσκεται στους ουρανούς, αγιογραφείται από την Εκκλησία με περιγραπτό σώμα. Ο Χριστός στους ουρανούς δεν έχει ούτε σάρκα, όπως εμείς την γνωρίζουμε, ούτε είναι ασώματος και άϋλος, αλλά κάτι μεταξύ αυτών (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Πρόκειται για σώμα πνευματικό και αφθαρτοποιημένο, αλλά πάντως για σώμα.
Ο Χριστός παραμένει στους αιώνες Θεάνθρωπος, αφού οι δύο φύσεις από τότε που ενώθηκαν παραμένουν αχώριστες και αδιαίρετες. Ακόμη και η ψυχή του Χριστού γνωρίζει σαφώς ότι είναι ενωμένη καθ’ υπόσταση με τον Θεό Λόγο και επίσης προσκυνείται και αυτή μαζί με τον Θεό, ως ψυχή του Θεού, και όχι απλώς ως ψυχή (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Έτσι, λοιπόν, το Αναστημένο Σώμα του Χριστού, αποβάλλοντας όλα τα αδιάβλητα πάθη, το θνητό και παθητό, παρέμεινε σώμα, αλλά πνευματικό, ομόθεο, ήταν περιγραπτό, είχε όλα τα διακριτικά γνωρίσματα που είχε πρίν. Διήνυε τεράστιες αποστάσεις σε δευτερόλεπτα, εισερχόταν και εξερχόταν κεκλεισμένων των θυρών και εξήλθε "εσφραγισμένου του μνήματος", αλλά ήταν πραγματικό σώμα και όχι φάντασμα. Το ότι δεν Τον καταλάβαιναν πολλές φορές οι Μαθητές και τον θεωρούσαν φυσικό άνθρωπο, ήταν γιατί δεν ήθελε ο Χριστός να φανερωθή. Όταν ήθελε φανερωνόταν, και τότε οι Μαθητές ανεγνώριζαν ότι ήταν ο Κύριος.
μητρ. ναυπάκτου ιερόθεος, η ανάσταση του χριστού
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου