Του ασώτου μα όχι του φιλεύσπλαχνου πατέρα...
π. Χριστόδουλος Μπίθας
...Είχε σταματήσει (ο Λευτέρης) να συνοδεύει την μητέρα του στην Εκκλησία, ένοιωθε
να πλήττει. Δεν μπορούσε να εννοήσει τί αξία είχαν όλα αυτά που άκουγε,
παρ’ ότι τον είχαν στείλει κάποια χρόνια στο κατηχητικό...
Έκανε επανάσταση για να σταματήσει, έβαλε προπόνηση για το μπάσκετ την Κυριακή, δεν καταλάβαινε τί αξία έχει στη ζωή ενός νέου ανθρώπου να του προβάλλουν έναν τρόπο ζωής που ο ίδιος δεν τον έβλεπε ως παράδειγμα πουθενά. Ως έφηβος αποζητούσε κάτι που να μπορεί να το ζει στ’ αληθινά, ήθελε κάποιον να τον καταλαβαίνει αντί να τον κρίνει, να τον σκεπάζει αντί να του κουνάει το δάχτυλο, να του δίνει αγάπη αντί για ψεύτικα λόγια αφοσίωσης...
Ήθελε να βλέπει ισότητα αντί για καταπίεση, να πιστεύει σε μια ιδέα πρωτοποριακή κι όχι συντηρητική, που να αναπαύει αντί να καταπιέζει, να ελευθερώνει αντί να περιορίζει. Δίχως να το καταλαβαίνει, συγκρουόταν με τα πρότυπα των γονιών του.
Έκανε επανάσταση για να σταματήσει, έβαλε προπόνηση για το μπάσκετ την Κυριακή, δεν καταλάβαινε τί αξία έχει στη ζωή ενός νέου ανθρώπου να του προβάλλουν έναν τρόπο ζωής που ο ίδιος δεν τον έβλεπε ως παράδειγμα πουθενά. Ως έφηβος αποζητούσε κάτι που να μπορεί να το ζει στ’ αληθινά, ήθελε κάποιον να τον καταλαβαίνει αντί να τον κρίνει, να τον σκεπάζει αντί να του κουνάει το δάχτυλο, να του δίνει αγάπη αντί για ψεύτικα λόγια αφοσίωσης...
Ήθελε να βλέπει ισότητα αντί για καταπίεση, να πιστεύει σε μια ιδέα πρωτοποριακή κι όχι συντηρητική, που να αναπαύει αντί να καταπιέζει, να ελευθερώνει αντί να περιορίζει. Δίχως να το καταλαβαίνει, συγκρουόταν με τα πρότυπα των γονιών του.
Όποτε βρισκόταν σε μια συναυλία ροκ συγκροτήματος, εκστασιαζόταν,
έβγαινε από τον εαυτό του, μεθούσε από χαρά. "Αυτή είναι πραγματική
Λειτουργία", έλεγε με ενθουσιασμό στους φίλους του. "Κοίτα, όλοι ένα
σώμα, μια ψυχή, τραγουδάμε όλοι μαζί λόγια αγάπης, ξεδίνουμε, δεν
υποκρινόμαστε, διψάμε για αλήθεια. Αυτή είναι πραγματική "μέθεξη" όχι η
μουντάδα της Εκκλησίας".
Σιγά-σιγά ό,τι αφορούσε τον Θεό, την πολιτική, τον γάμο, την οικογένεια, γινόταν κόκκινο πανί για τον Λευτέρη.
Όλη η πίεση που ένοιωθε μετατρεπόταν σε αποστροφή κι είχε μια μεγάλη ένταση που δεν ήξερε τι να την κάνει. Το μπάσκετ δεν μπορούσε πια να τον ηρεμήσει, άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του, με δυσκολία τα κατάφερνε να διαβάζει για το φροντιστήριο και το σχολείο.
Όλη η πίεση που ένοιωθε μετατρεπόταν σε αποστροφή κι είχε μια μεγάλη ένταση που δεν ήξερε τι να την κάνει. Το μπάσκετ δεν μπορούσε πια να τον ηρεμήσει, άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του, με δυσκολία τα κατάφερνε να διαβάζει για το φροντιστήριο και το σχολείο.
Οι καβγάδες για την σχολή που θα πήγαινε κορυφώθηκαν στη Γ΄
Λυκείου, επηρέασαν τη μελέτη του και ανέβασαν στο κατακόρυφο την έντασή
του. Ένοιωθε πολλές φορές τα χέρια του να τρέμουν, αποφάσισε να
παρατήσει το μπάσκετ και για πρώτη φορά στη ζωή του έμπλεξε σε τσακωμούς
στο σχολείο. Όταν ο πατέρας του τον εκβίασε πως θα σταματήσει να του
πληρώνει το ωδείο αν δεν περάσει στην Φαρμακευτική, ο κόμπος έφτασε στο
χτένι.
Εκείνη τη χρονιά , πήγε με μερικούς συμμαθητές του όπως κάθε χρόνο, στην
πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου κι όταν άρχισαν "παραδοσιακά"
τα επεισόδια, δεν έφυγε όπως πάντα, αλλά παρέμεινε.
Δίχως να το σκεφτεί, άρχισε κι αυτός να πετάει ό,τι έβρισκε μπροστά του στους αστυνομικούς, να βρίζει, να ουρλιάζει. Κάποια στιγμή, όταν άρχισαν τα δακρυγόνα, σήκωσε το φουλάρι του το ΄βαλε στο πρόσωπό του για να προφυλαχτεί. Μονομιάς αισθάνθηκε να ανήκει κάπου, να είναι ένα με όλα αυτά τα παιδιά με τα κράνη, τις κουκούλες και τα μαντήλια στο πρόσωπο.
Ύστερα από κλεφτοπόλεμο πολλών ωρών, βρέθηκε μαζί με άλλους στα Εξάρχεια καθισμένος σε ένα στέκι, να συμμετέχει στις κουβέντες. Κάποιοι τον κοίταξαν καχύποπτα μια και εμφανιζόταν πρώτη φορά εκεί, μα ένας συμμαθητής του που ήταν ανακατωμένος σε αυτά τον σύστησε και πλέον αισθάνθηκε μέλος της ομάδας. Εκείνο το βράδυ δεν γύρισε στο σπίτι του...
Δίχως να το σκεφτεί, άρχισε κι αυτός να πετάει ό,τι έβρισκε μπροστά του στους αστυνομικούς, να βρίζει, να ουρλιάζει. Κάποια στιγμή, όταν άρχισαν τα δακρυγόνα, σήκωσε το φουλάρι του το ΄βαλε στο πρόσωπό του για να προφυλαχτεί. Μονομιάς αισθάνθηκε να ανήκει κάπου, να είναι ένα με όλα αυτά τα παιδιά με τα κράνη, τις κουκούλες και τα μαντήλια στο πρόσωπο.
Ύστερα από κλεφτοπόλεμο πολλών ωρών, βρέθηκε μαζί με άλλους στα Εξάρχεια καθισμένος σε ένα στέκι, να συμμετέχει στις κουβέντες. Κάποιοι τον κοίταξαν καχύποπτα μια και εμφανιζόταν πρώτη φορά εκεί, μα ένας συμμαθητής του που ήταν ανακατωμένος σε αυτά τον σύστησε και πλέον αισθάνθηκε μέλος της ομάδας. Εκείνο το βράδυ δεν γύρισε στο σπίτι του...
Τους επόμενους μήνες η ζωή του Λευτέρη άλλαξε δραματικά, όπως και το
ντύσιμό του, το λεξιλόγιό του. Οι διαφωνίες με τον πατέρα πήραν άλλη
μορφή, μια φορά ήρθαν στα χέρια κι αυτό δημιούργησε πλέον ασφυκτική
ατμόσφαιρα στο σπίτι. Στις πανελλήνιες εξετάσεις τον Μάϊο πήγε
αδιάβαστος...
Δεν άντεχε πιά να ζει με τους γονείς του, μαύριζε η ψυχή του όταν άκουγε τον πατέρα του να κατηγορεί τη μάνα του για την "κατάντια" του. Προσπαθούσε να ξεσηκώσει την αδελφή του σε αντάρτικο, να την πείσει πως θα μαράζωνε εκεί μέσα, πως θα καταντούσε άβουλη σαν την μάνα τους΄ η Αννέτα, όμως, είχε δικό της δρόμο....
Δεν άντεχε πιά να ζει με τους γονείς του, μαύριζε η ψυχή του όταν άκουγε τον πατέρα του να κατηγορεί τη μάνα του για την "κατάντια" του. Προσπαθούσε να ξεσηκώσει την αδελφή του σε αντάρτικο, να την πείσει πως θα μαράζωνε εκεί μέσα, πως θα καταντούσε άβουλη σαν την μάνα τους΄ η Αννέτα, όμως, είχε δικό της δρόμο....
...Ο Λευτέρης ζει σε μια κατάληψη στα Εξάρχεια μαζί με την κοπέλα του,
την Κάτια, και άλλους "συμμαχητές". Εκεί αισθάνεται πως είναι η
οικογένειά του, εκεί τον καταλαβαίνουν, εκεί βρίσκει λόγο ύπαρξης και
χαρά.... ...... Η Αννέτα τον αδελφό της δεν τον έχει δει εδώ
και χρόνια, πιστεύει πως ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την οδύνη της
οικογένειάς της, λέει ότι αρκεί που προσεύχεται γι’ αυτόν. Κάθε χρόνο
στη γιορτή του, του στέλνει ένα μήνυμα με την ευχή: "Να ζήσεις Ελευθέριε! Καλό Παράδεισο!".
Αυτή η ευχή εξαγριώνει πάντα τον αδελφό της, που της απαντά στερεότυπα:
"Εδώ είναι ο Παράδεισος κι η κόλαση εδώ", αντί για ευχαριστώ.
Μια χρονιά στα γενέθλιά του έλαβε το μήνυμα: "Αδελφέ. εύχομαι να σου δώσει ο Θεός συναίσθηση να μετανοήσεις". Μετά από δύο μέρες πήρα την απάντηση: "Ουαί κι αλίμονο Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές"...
Ο Λευτέρης είναι πλέον σεσημασμένος αναρχικός, βρέθηκε κάμποσες φορές
στο κρατητήριο, κάποια στιγμή είχε κάνει η αντιτρομοκρατική έφοδο για
έρευνα σ΄ ένα ημιυπόγειο που νοίκιαζε πίσω από το πεδίον του Άρεως. Δεν
βρήκε τίποτα.....Τελευταία τον ευχαριστεί μόνο ό,τι έχει να κάνει με την
Τέχνη, εκεί μόνο βρίσκει ανάπαυση.
....Ο μοναχός Μωυσής (ο Λευτέρης) παρέμεινε την υπόλοιπη ζωή του στο Άγιον Όρος.
Σπάνια έβγαινε στον κόσμο, μόνο για να συναντήσει την μάνα του που πλέον είχε χωρίσει και ζούσε ήσυχα τα γηρατειά της. Ο πατέρας του ποτέ δεν τον αποδέχθηκε, ούτε και σαν μοναχό, ακατανόητη του φαινόταν και τούτη η πορεία. Όσο για την αδελφή του, του ζήτησε συγγνώμη για την στάση της, μα δεν κατάφεραν ποτέ να επικοινωνήσουν βαθύτερα, παρ’ ότι τον ίδιο Θεό κοινωνούσαν...
Σπάνια έβγαινε στον κόσμο, μόνο για να συναντήσει την μάνα του που πλέον είχε χωρίσει και ζούσε ήσυχα τα γηρατειά της. Ο πατέρας του ποτέ δεν τον αποδέχθηκε, ούτε και σαν μοναχό, ακατανόητη του φαινόταν και τούτη η πορεία. Όσο για την αδελφή του, του ζήτησε συγγνώμη για την στάση της, μα δεν κατάφεραν ποτέ να επικοινωνήσουν βαθύτερα, παρ’ ότι τον ίδιο Θεό κοινωνούσαν...
πηγή(Από το βιβλίο "Πέρα από τη χώρα της λύπης",
π. Χριστόδουλος Μπίθας, εκδ. "Γρηγόρη", 2016 ΑΘΗΝΑ).
To κατώθι, αφιερωμένο στούς ασώτους του κόσμου τούτου, που πνιγμένοι απο τις φαρισαϊκές εξουσίες βρήκαν την ελευθερία, επιστρέψαντες στο σπίτι του Πατέρα...
''Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή...'
1 σχόλιο:
«θούριος» μανεκέν και τζόκερ ξεφτιλαϊζέισον.
Δημοσίευση σχολίου