Η επανάσταση ξεκίνησε στο χωριό
Μεγαλόχαρη που βρίσκεται στην Κοιλάδα του Αχελώου. Για να γιορταστεί η
μεγάλη και σημαντική αυτή επέτειος, καθώς και να τιμηθούν αυτοί που
αγωνίστηκαν κι έπεσαν για την ελευθερία αυτού του τόπου ο Δήμος Γεωργίου
Καραϊσκάκη σε συνεργασία με τον τοπικό Σύλλογο Μεγαλόχαρης, κάθε χρόνο
πραγματοποιούν επιμνημόσυνη δέηση και μια λιτή εκδήλωση στον προαύλιο
χώρο του Μοναστηριού Γεννήσεως της Θεοτόκου, από όπου κηρύχτηκε η έναρξη
της επανάστασης το 1854.
Σε δήλωσή του ο Αντιπεριφερειάρχης Άρτας, Βασίλης Ψαθάς τονίζει: «Είναι χρέος μας να διατηρούμε τη μνήμη μας ζωντανή, όπως επίσης είναι χρέος μας να μεταδίδουμε την ιστορία στις νεότερες γενιές και η ιστορία αυτή είναι ότι από εδώ ξεκίνησε το 1854 η επανάσταση των Ηπειρωτών ενάντια στον Τουρκικό ζυγό.
Επίσης χρέος της Πολιτείας, χρέος της αιρετής Περιφέρειας, χρέος των Αρτινών είναι να διατηρήσουμε το μνημείο αυτό ζωντανό.
Γι αυτό και η Περιφέρεια Ηπείρου έχει εγκρίνει ένα ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ προς μελέτη για την αναστήλωση και έργα των τοιχογραφιών, και γενικότερα έργα συντήρησης της Ιεράς Μονής Μεγαλόχαρης».
Η Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας, Βαρβάρα Παπαδοπούλου, επισημαίνει: «Το Μοναστήρι της Μεγαλόχαρης είναι ένα πολύ σημαντικό μνημείο της ευρύτερης περιοχής της Κοιλάδας του Αχελώου. Είναι το σημείο από το οποίο ξεκίνησε το 1854 η περίφημη επανάσταση του Ραδοβιζίου, από όπου ξεκίνησε και ο αγώνας για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Πολύ σημαντικό μνημείο το Μοναστήρι της Μεγαλόχαρης, το οποίο ανάγει την ίδρυσή του στη Βυζαντινή εποχή, ωστόσο όμως η σημερινή του μορφή χρονολογείται τον 17ο αιώνα. Πιστεύουμε ότι πολύ σύντομα θα ξεκινήσουμε εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης τοιχογραφιών του Μοναστηριού και θεωρώ ότι αυτό θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής».
Ο φιλόλογος Κώστας Χρήστος τονίζει: «Τα επαναστατικά κινήματα στην περιοχή Ραδοβιζίου Άρτας του 1854, 1866 και 1878 είχαν ως στόχο την με οποιοδήποτε κόστος για τους επαναστάτες απελευθέρωση της περιοχής τους. Γι' αυτό και το σύνθημά τους στον όρκο που έδωσαν στις 15 Ιανουαρίου του 1854 στο Μοναστήρι «Γεννήσεως της Θεοτόκου», στο χωριό Μεγαλόχαρη Άρτας, ήταν το «Ελευθερία ή θάνατος».
Και το σύνθημα εκείνο ακούστηκε τότε σε όλη την Κοιλάδα του Αχελώου, με την αναμμένη πια επαναστατική φλόγα να μεταδίδεται, ταυτόχρονα και αστραπιαία, και στην απέναντι του Αχελώου θεσσαλική περιοχή, προς την Αργιθέα μεριά, όπου κι εκεί αγωνιστές ξεκίνησαν για τους ίδιους λόγους τη δική τους επανάσταση και με αλληλοβοήθεια μάλιστα, ένθεν καικείθεν του Αχελώου, όταν το απαιτούσαν και το επέτρεπαν οι επικρατούσες πολεμικές συνθήκες.
Και μπορεί τα τότε διαδοχικά στην περιοχή επαναστατικά κινήματα να αποτύγχαναν επιχειρησιακά στο τέλος τους, παρά τις γενναίες μάχες των επαναστατών, καθότι οι Ραδοβιζινοί τότε επαναστάτες έμειναν αδικαιολόγητα αβοήθητοι από το τότε υφιστάμενο ελληνικό κράτος και χωρίς αξιόλογο πολεμικό εξοπλισμό και άλλα αναγκαία εφόδια, πολεμώντας προπαντός με το πύρωμα της καρδιάς τους για την ελευθερία τους, όμως η έκβασή τους τελικά είχε αίσιο τέλος.
Και τούτο διότι στο Συνέδριο του Βερολίνου που ακολούθησε το 1878 οι Μεγάλες Δυνάμεις που πρωτοστατούσαν σ΄αυτό κάτω από τον απόηχο του επαναστατικού αγώνα στο Ραδοβίζι και τους πολλούς νεκρούς εκείνων των αιματοβαμμένων κινημάτων άλλαξαν στάση. Πιεζόμενοι δηλαδή από τα πολεμικά γεγονότα με τους πολλούς νεκρούς , αναγκάστηκαν κι αποφάσισαν την οριστική απελευθέρωση της Ραδοβιζινής περιοχής από την τουρκοκρατία, όπως και της απέναντι της Κοιλάδας του Αχελώου περιοχής της Θεσσαλίας.
Κοντολογίς, εκείνα τα επαναστατικά κινήματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τις τελικές αποφάσεις εκείνου του Συνεδρίου στο Βερολίνο σχετικά με το Ηπειροθεσσαλικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις σφράγισαν την απελευθέρωση τόσο της Ραδοβιζινής περιοχής της Άρτας, όσο και των θεσσαλικών περιοχών απέναντι του Αχελώου ποταμού.
Απελευθέρωση που στη συνέχεια επισημοποιήθηκε οριστικά με τη Συνθήκη της Κων/πολης του 1881 , στην οποία έπεσαν και οι τελικές υπογραφές. Και ειρήσθω εν παρόδω ότι τα βόρεια σύνορα του τότε ελεύθερου ελληνικού κράτους επεκτάθηκαν βορειότερα από την μέχρι τότε συνοριακή γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου , με σύνορο πλέον τον Άραχθο ποταμό.
Και τα επαναστατικά κινήματα στο Ραδοβίζι Άρτας έδωσαν το έναυσμα και για την έκρηξη και άλλων επαναστατικών κινημάτων σε άλλες περιοχές της Ηπείρου, τα οποία κρατούσαν άσβεστη τη φλόγα του αγώνα μέχρι και στους Βαλκανικούς πολέμους.
Και δικαίως λοιπόν έχει καθιερωθεί η 15η Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, ως ημέρα ιστορικής μνήμης με διάφορες εκδηλώσεις στη Μεγαλόχαρη Άρτας , από όπου ξεκίνησε επισήμως η απελευθερωτική επανάσταση στο εκεί ιστορικό μοναστήρι «Γεννήσεως της Θεοτόκου». Κι αυτή η ιστορική μνήμη με τις διάφορες εκδηλώσεις που γίνονται κάθε χρόνο αφορά, όχι μόνο στη Μεγαλόχαρη αλλά και σε όλη τη Ραδοβιζινή περιοχή αλλά και τη χώρα μας γενικότερα. Και είναι ιστορική μνήμη επιβεβλημένη τόσο προς τιμή και δόξα εκείνων των επαναστατών που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία της εν λόγω περιοχής αλλά και διότι, κατά τον Κωστή Παλαμά , εμείς οι απόγονοί τους «έχουμε χρέος σε κείνους που ήρθαν, πέρασαν, θα ρθουν και θα περάσουν».
Το χρονικό της επανάστασης
Καθ'όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η περιοχή Ραδοβιζίου ήταν ένα ισχυρό αρματολίκι ανάμεσα στα άλλα γύρω του αρματολίκια, αυτό των Τζουμέρκων από τα βόρεια, του Βάλτου από τα νότια και των Αγράφων από ανατολικά. Οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν τα πάνδεινα απ΄ τις φοβερές καταπιέσεις των Τούρκων, τους εξευτελισμούς τους και τη βαριά τους φορολογία.. Και επιπλέον λήσταρχοι έμπαιναν στην περιοχή από το Βάλτο μεριά και λυμαίνονταν τα ραδοβιζινά χωριά.
Και προστέθηκε στα βάσανά τους λίγο πριν το 1854 η χολέρα και η ευλογιά που επανεμφανίστηκαν στην περιοχή και τα περίχωρα μειώνοντας ψυχικά και σωματικά τους κατοίκους κι αγωνιστές. Ο τότε Δερβέναγας της Άρτας Σουλεϊμάν Φράσσαρης για να ελέγχει καλύτερα την περιοχή έβαλε στην υπηρεσία του τους αρματολούς Σκαλτσογιάννη, Κοτσίλα, Κολιό, Κατσικογιάννη, Δερέκα, Τσιγαρίδα και μερικούς άλλους. Ο Ψαρογιάννης το 1850 ζήτησε από τους Τούρκους την απομάκρυνση του Φράσσαρη και των Σκαλτσογιανναίων, ζητώντας να γίνει αυτός αρχηγός της επαρχίας Άρτας. Οι διαμάχες αυτές είχαν ως επακόλουθο τις δολοφονίες του Κ. Σκαλτσογιάννη το 1853 από τον Ιμπραήμ Καστρινό και του Ψαρογιάννη από τον Φράσσαρη. Αυτό ένωσε τους αρματολούς της περιοχής, δίδοντας τους την αφορμή να ξεσηκωθούν εναντίον των Τούρκων.
Έτσι ξεκίνησε το 1854 η επανάσταση, ανεπίσημα στην αρχή, για την απελευθέρωση του Ραδοβιζίου και της Ηπείρου γενικότερα με δυο μεγάλες πρώτες μάχες. Η μια έγινε στην «Παληοπαναγιά» Δημαριού και η άλλη στην Σκουληκαριά Αρτας. Και στις δυο μάχες οι Τούρκοι έπαθαν συντριβή. Το εκστρατευτικό σώμα του Αλβανού Ζεϊνέλ που έστειλαν οι Τούρκοι στην περιοχή τον Ιανουάριο του 1854 διαλύθηκε στις μάχες του Διασέλλου και της Άνω Πέτρας. Ο Τσιγαρίδας ξεσήκωσε σε επανάσταση και τους κατοίκους των γειτονικών Τζουμέρκων.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1854 στο μοναστήρι της «Γεννήσεως της Θεοτόκου» στη Μεγαλόχαρη Άρτας (Μπότση ονομαζόταν επί Τουρκοκρατίας) μαζεύτηκαν 450 άνδρες επαναστάτες και έδωσαν τον όρκο τους. Ορκίστηκαν στο Ιερό Ευαγγέλιο «ελευθερία ή θάνατος» και υπέγραψαν την παρακάτω προκήρυξη:
«Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Ραδοβιζίου της επαρχίας Άρτης. Βεβαρυμμένοι από τις καταπιέσεις και τους υπέρογκους φόρους, προς δε και τας ατιμώσεις των παρθένων μας από αγρίους και ανεπιδέκτους διορθώσεως κατακτητάς Οσμανλίδας, επαναλαμβάνομεν τον κοινόν αγώνα του 1821 ομνύοντες εις το όνομα του Υψίστου και της ιεράς ημών πατρίδος, ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα εν ουδεμιά περιπτώσει, εάν δεν ανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας. Αρχόμενοι ήδη του αγώνος, ελπίζομεν ότι θέλομεν εγείρει υπέρ ημών την συμπάθειαν όλων των συναδέλφων μας ελευθέρων Ελλήνων και των υπό ζυγόν του Οσμάνου στεναζόντων αδελφών μας χριστιανών και ότι θέλομεν λάβει τα όπλα προς εξακολούθησιν του κοινού αγώνος του 1821 μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος και ανάκτησιν των αναλλοίωτων δικαιωμάτων μας. Ο αγώνας μας είναι ιερός είναι δίκαιος και κανείς αναλογιζόμενος το μέγεθος των καταπιέσεων και αισθανόμενος το δίκαιον των εθνών δεν θέλει κάν λέξιν κατ αυτού και υπέρ του αγρίου τυράννου και της εστημένης εις τους ιερούς ναούς μας ημισελήνου. Σπεύσατε λοιπόν αδελφοί εις τον κοινόν αγώνα, αποτινάξατε τον επαχθή ζυγόν της τυραννίας και κηρύξατε με ημάς ενώπιον του Θεού και όλου του κόσμου ότι μαχόμεθα υπέρ Πατρίδος και ότι ο θεός είναι προστάτης των Χριστιανών». 15 Ιανουαρίου 1854.
Οι Πρόκριτοι του Ραδοβιζίου: Ιωάννης Κοσσυβάκης, Δημήτριος Κόκκας Κώστας Κοσμάς, Βασίλειος Νάκος, Ντούλας Βάσος, Κολιός Μαυρομμάτης, Κώστας Πάνου Στούμπος, Δημήτριος Σκαλτσογιάννης, Γεώργιος Κατσικογιάννης, Κώστας Ντερέκος, Καραγιάννης Κοτζίλας, Κωνσταντίνος Τσιγαρίδας».
Στις 16 Ιανουαρίου οι Τούρκοι επιτίθενται στους επαναστάτες στη Μπότση (Μεγαλόχαρη) αλλά αναγκάστηκαν με μεγάλες απώλειες να οπισθοχωρήσουν προς το Αστροχώρι. Στις 17 Ιανουαρίου οι Τούρκοι ηττώνται από τον Δ. Σκαλτσογιάννη και τους μοναχούς της Μονής Ροβέλιστας στην τοποθεσία «Βρύση βακούφικη», ολίγο πιο πέρα από την Ιερά μονή, και τον Γ. Τσιγαρίδα στην Σέση – Άνω Καλεντίνη, όπου ο ίδιος σκοτώνεται. Στις 18 Ιανουαρίου οι Σκουληκαρίτες διώχνουν τους Τούρκους από το Κομπότι. Οι Τούρκοι νικήθηκαν και στις 20 Ιανουαρίου στις δυο μάχες στα Ρεκίστιανα του Κλειδιού και το Δημαριό. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1854 ο Σπύρος Γ. Καραϊσκάκης (ο γιος του Σκουληκαρίτη Γεωργίου Καραϊσκάκη) που υπηρετούσε ως αξιωματικός στην ελεύθερη Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα και ενώθηκε με τον Δημήτριο Θεοδώρου Γρίβα. Στις 7 Φεβρουαρίου στο Κομπότι μετά από συμβούλιο ανέλαβε αρχηγός του αγώνα ο παλαίμαχος Θεόδωρος Γρίβας. Μετά από σκληρή μάχη οι Τούρκοι υποχώρησαν στην Άρτα αφήνοντας και το Πέτα στους επαναστάτες.
Η επανάσταση στη Μεγαλόχαρη Άρτας του 1854 δεν είχε αίσιο αποτέλεσμα, επειδή δεν στηρίχθηκε με δυναμισμό από την ελεύθερη Ελλάδα, καθώς αυτή δεν ήταν έτοιμη για έναν πόλεμο με την Τουρκία αλλά και επειδή δεν είχε έναν καλό διαπραγματευτή να πείσει τις μεγάλες δυνάμεις την περίοδο εκείνη για το δίκαιο των επαναστατών.
Το Ραδοβίζι ήταν προσωρινά ελεύθερο έως στις 12 Μαΐου του 1854, όταν 6000 Τούρκοι νίκησαν τους επαναστάτες στο Πέτα και το Κλειδί. Τόση ήταν η μανία τους που πυρπόλησαν όλα σχεδόν τα χωριά ακόμα και τα μοναστήρια. Δόθηκαν λυσσώδεις μάχες από τους επαναστάτες ραδοβιζινούς σε αρκετές περιοχές, με νίκες και ήττες γι' αυτούς.
Ακολούθησαν δυο άλλα επαναστατικά κινήματα στην περιοχή του Ραδοβιζίου του 1866 και 1878, για να απελευθερωθεί οριστικά το Ραδοβίζι. Η απελευθέρωση αυτής της περιοχής επισφραγίστηκε από τις Μ. Δυνάμεις στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 και επισημοποιήθηκε με τη Συνθήκη της Κων/πολης στις 2 Ιουλίου το 1881. Σύμφωνα με αυτή η Θεσσαλία και με τμήμα της επαρχίας Άρτας συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων παραχωρήθηκαν οριστικά στην Ελλάδα. Ως συνοριακή γραμμή της Ελλάδας ορίστηκε ο Άραχθος ποταμός και τα ως τότε ελληνικά σύνορα μετακινήθηκαν από τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού βορειότερα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου