Συνήθιζε ν'ἀπομακρύνεται ἀπ'τούς χωριανούς του καὶ νὰ προχωράει μόνος του μέσα εἰς τὸ δάσος.Ἤθελε νὰ ἐλευθερώνεται ἀπ'τὰ μάτια,τὰ χείλη καὶ τ'αὐτιά τῶν ἄλλων.Ἔνιωθε πάντα τὴν ἀνάγκη νὰ κρύβεται μέσα στὰ δέντρα καὶ νὰ στοχάζεται ἱερῶς. Προσπαθοῦσε ν'ἀπωθεῖ τίς ἀναμνήσεις του. Τόν ἐνδιέφερε τό παρόν, πῶς θὰ τὸ ἀξιοποιήσει. Δὲν ἀναπολοῦσε τό μακρύ χρόνο τοῦ παρελθόντος. Ἀπέφευγε καὶ τούς σχεδιασμούς γιὰ τὸ μέλλον του.
Μόλις ἔστριβε στὸ μονοπάτι καὶ μετά ἀπὸ τριάντα μέτρα χανόταν στὸ
δάσος, ἔνιωθε εὐτυχής. Προχωροῦσε δουλεύοντας τὸ κομποσχοίνι του ἀργά
καὶ ψιθυρίζοντας τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Ὅταν ἔφτανε σὲ
κάποιο ρέμα, σταματοῦσε, καθόταν κάτω ἀπὸ κάποιο ἔλατο κι ἔλεγε
ἐντονώτερα τήν εὐχή. Τούς λογισμούς, πού τόν μετέφεραν παρά τή θέλησή
του στὰ τοῦ κόσμου, τούς ἀντιμετώπιζε μὲ τὴ θερμή ἐπίκληση "Γλυκύτατέ
μου Ἰησοῦ", ἡ ὁποία συχνά γινόταν κραυγή. Δὲν ἤθελε νὰ διακόπτεται τό
μυστικό ἔργο τῆς περισσυλογῆς.
Ὅταν κουραζόταν καὶ τό ἀκίνητο σῶμα του μούδιαζε, σηκωνόταν, μετακινοῦνταν λίγα μέτρα καὶ ἄφηνε ἐλεύθερα τὰ μάτια του γιὰ ν' ἀπολάυσει τ'ἀπείραχτο ἀπὸ ἀνθρώπινο χέρι τοπίο, νὰ χαρεῖ τὰ πεῦκα καὶ τὰ ἔλατα, τὰ κέδρα καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια φυτά. Τόν εὐχαριστοῦσαν καὶ τὰ παιχνιδίσματα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἥλιου, καθὼς τὸ ἀεράκι κουνοῦσε φύλλα καὶ κλαδιά κι ἐμποδίζονταν ἔτσι νὰ φτάνουν ἀδιάκοπα στὸ πρόσωπό του. Τὴ μιά στιγμή τό φῶς τὸν θάμπωνε καὶ τὴν ἄλλη τὸ ἀναζητοῦσε. Οὐρανό ἔβλεπε ἐλάχιστο, γιατί τὰ κλαδιά τῶν πυκνῶν δέντρων δημιουργοῦσαν μιὰ ἰδιότυπη στέγη μὲ λίγα μόνο ἀνοίγματα.
Ὁ φιλέρημος περιπατητής ἔνιωθε τὴν καταφυγή του στὴ φύση σὰν εἴσοδο σὲ ἱερό ναό τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτόν ὅλα ἐκεῖ ἦταν ἱερά. Περπατοῦσε χωρίς βία, ἀκουμποῦσε τὰ κλαδιά σχεδόν χαϊδευτικά, ἔπαιζε μὲ τὰ φύλλα, ἔτρωγε κανένα βατόμουρο -ἄν ἦταν ἡ ἐποχή τους- κι ἔνιωθε ὡς χάδι τοῦ Θεοῦ τὸ δροσερό ἀεράκι, πού πάντα φυσοῦσε. Μερικές φορές, μέ δυνατή φωνή, ἔλεγε τό "Δόξα σοι ὁ Θεός", γιὰ ν'ἀκουστεῖ, ἄν ἦταν δυνατό σ'ὅλον τὸν κόσμο. Ἤθελε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς νὰ πειστοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός καὶ Εὐεργέτης ὅλων καὶ αὐτῶν ἀκόμα, πού τόν ἀμφισβητοῦν καὶ τόν ἀρνοῦνται.
Ὅταν κουραζόταν καὶ τό ἀκίνητο σῶμα του μούδιαζε, σηκωνόταν, μετακινοῦνταν λίγα μέτρα καὶ ἄφηνε ἐλεύθερα τὰ μάτια του γιὰ ν' ἀπολάυσει τ'ἀπείραχτο ἀπὸ ἀνθρώπινο χέρι τοπίο, νὰ χαρεῖ τὰ πεῦκα καὶ τὰ ἔλατα, τὰ κέδρα καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια φυτά. Τόν εὐχαριστοῦσαν καὶ τὰ παιχνιδίσματα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἥλιου, καθὼς τὸ ἀεράκι κουνοῦσε φύλλα καὶ κλαδιά κι ἐμποδίζονταν ἔτσι νὰ φτάνουν ἀδιάκοπα στὸ πρόσωπό του. Τὴ μιά στιγμή τό φῶς τὸν θάμπωνε καὶ τὴν ἄλλη τὸ ἀναζητοῦσε. Οὐρανό ἔβλεπε ἐλάχιστο, γιατί τὰ κλαδιά τῶν πυκνῶν δέντρων δημιουργοῦσαν μιὰ ἰδιότυπη στέγη μὲ λίγα μόνο ἀνοίγματα.
Ὁ φιλέρημος περιπατητής ἔνιωθε τὴν καταφυγή του στὴ φύση σὰν εἴσοδο σὲ ἱερό ναό τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτόν ὅλα ἐκεῖ ἦταν ἱερά. Περπατοῦσε χωρίς βία, ἀκουμποῦσε τὰ κλαδιά σχεδόν χαϊδευτικά, ἔπαιζε μὲ τὰ φύλλα, ἔτρωγε κανένα βατόμουρο -ἄν ἦταν ἡ ἐποχή τους- κι ἔνιωθε ὡς χάδι τοῦ Θεοῦ τὸ δροσερό ἀεράκι, πού πάντα φυσοῦσε. Μερικές φορές, μέ δυνατή φωνή, ἔλεγε τό "Δόξα σοι ὁ Θεός", γιὰ ν'ἀκουστεῖ, ἄν ἦταν δυνατό σ'ὅλον τὸν κόσμο. Ἤθελε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς νὰ πειστοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός καὶ Εὐεργέτης ὅλων καὶ αὐτῶν ἀκόμα, πού τόν ἀμφισβητοῦν καὶ τόν ἀρνοῦνται.
Συχνά
ὅμως τόν ἔπιανε καὶ τό παράπονο , γιατί οἱ ἀδελφοί του -ἔτσι θεωροῦσε
τούς ἀνθρώπους- δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν τέτοιες ἤ παρόμοιες πνευματικές
καταστάσεις. Τούς λυπόταν πού δὲν ἤθελαν νὰ ξεκλειδώσουν τὴν ψυχή τους
γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ μέσα τους. Ὅμως αὐτός συνέχιζε νὰ
προσεύχεται ἐκ βαθέων ψυχῆς, ἀφήνοντας τούς ἀδελφούς του νὰ βροῦν μόνοι
τους τὸ δρόμο, μιά καὶ ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι παραπάνω.
Στὸ δάσος γέμιζε ἡ καρδιά του. Δὲν ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ἡ τροφοδοσία γινόταν κατευθεῖαν ἀπ'τὸν οὐρανό. Δὲν αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ συνομιλήσει. Ἤθελε ὅμως νὰ κάνει καὶ ἄλλους κοινωνούς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του ἤ καλύτερα νὰ τούς συγκινήσει, γιὰ νὰ προσπαθήσουν κι ἐκεῖνοι γιὰ κάτι ἀνάλογο. Τίς πνευματικές του ἐμπειρίες ἤθελε νὰ τίς γεύονται καὶ οἱ ἄλλοι, χωρίς ὡστόσο νὰ ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος τὴν προβολή του.
Στὸ δάσος γέμιζε ἡ καρδιά του. Δὲν ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ἡ τροφοδοσία γινόταν κατευθεῖαν ἀπ'τὸν οὐρανό. Δὲν αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ συνομιλήσει. Ἤθελε ὅμως νὰ κάνει καὶ ἄλλους κοινωνούς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του ἤ καλύτερα νὰ τούς συγκινήσει, γιὰ νὰ προσπαθήσουν κι ἐκεῖνοι γιὰ κάτι ἀνάλογο. Τίς πνευματικές του ἐμπειρίες ἤθελε νὰ τίς γεύονται καὶ οἱ ἄλλοι, χωρίς ὡστόσο νὰ ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος τὴν προβολή του.
Μετά
ἀπὸ δυό τρεῖς ὧρες, κάποτε καὶ περισσότερες, ἄφηνε τὸ καταφύγιό του καὶ
γύριζε στὸ σπίτι του. Ἔνιωθε ἱκανοποιημένος κι ἔβλεπε τοὺς ἀδελφούς του
μὲ ἄλλα, καθαρότερα, συναισθήματα. Ἦταν μετριοπαθής καὶ ἀνεκτικός
ἀπέναντί τους, μιὰ καὶ μὲ τὴν προσευχή του προσπαθοῦσε νὰ τούς βοηθήσει,
χωρίς ποτέ ἐκεῖνοι νὰ τὸ ὑποψιαστοῦν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου