Τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ στά πόδια μας
Μιά λάψη ἀπό εἰκόνες ἒρημη
Στά πόδια τοῦ Θεοῦ.
Μάγος εἶμαι μά δέν ζῶ, ἒξω ἀπό τόν κόσμο εἶμαι
Γητευτής σέ οὐρανό καί γῆ
Οὐράνιος ὅμοιος νεφέλης πυκνῆς
Ζῶ στό μέσο μελαμψό διάστημα, φλόγας
Ἂπειρης λεπτῆς ὀμορφιᾶς
Μιά λάμψη ἀπό εἰκόνες θά συνοδεύει τή μνήμη μου.
-Ἒχουμε ἓνα περιθώριο- διάστημα λευκό, θανάτου
Γιά νά ζήσουμε ὅμοιοι θαύματος φλόγας
Μάγος ἒξω ἀπό τόν κόσμο
Στά χέρια σου τά ἐγκόσμια παραδίδομαι
Σπεῖρε καρπούς στόν κῆπο τῶν ροδιῶν
λίγο πρίν ἀχνοχαράξει ἡ αὐγή
κι ὁ ἂνεμος μέ κτύπους λυγμικούς
βγάλει τό θαῦμα ἒξω ἀπό τά μάτια σου
στό γυμνασμένο σῶμα τοῦ φωτός.
Κι ἀπό τή λύτρωση τῆς ὀμορφιᾶς
Πάρε μορφή τοῦ δούλου ἢ τοῦ πρίγκηπα μάγου
Κραύγασε στό ἀναλλοίωτο σῶμα σου
Νά λάμψει ἡ χάρις
Νά μήν σοῦ λείψει ἡ φωνή
Ἒστω ἀπό τό –θρῆνο σου θαῦμα-.
Τά φρένα μου γλαφυρά σάν καπνός
Καί οἱ μέρες μου λιγνές σάν θάμνος
Πού θά θερίσουν ἂγρια τάγματα
Μέ πόδια ἀπό μέταλλα φρίκης.
Κάνε τό ἅλμα σου τό σεληνιακό
Θά σηκωθεῖς ἂφθαρτος
Βόησε σάν ἀγρίμι στή λόχμη
Αὐτή τή σπατάλη τῆς ζωῆς σου
Πού φύεται ὑγρή πάνω ἀπό τούς τάφους
ὅλων σου τῶν δακρύων.
Μάζεψε τούς καρπούς αὐτῆς τῆς γῆς τῶν ποντικῶν
Στήν εὐφορία τῆς μέθης σου
Στό λειμῶνα τῶν μεθυσμένων σου ρόδων
Ἒλα καί ἂραξε στόν ἀπραγῆ κόλπο
Αὐτοῦ τοῦ λιμένα πού οἱ ψυχές, ἥσυχα λάμνουν
Ἕτοιμες γιά τό μεγάλο θάνατο τοῦ κόσμου
Γίνε ὁλβιότερος κι ἀπ’ τό Θεό
Τήν ἐνοχή σου ἀντίταξε σάν ὅπλο
Ἒνοχος ἀθωότητος πού θά βλαστήσει
Ἀνάμεσα ἀπό τοῦς γῦπες τοῦ Θεοῦ θά γυμνωθεῖς
Πιό ἀθῶος κι ἀπό τόν ὕπνο τοῦ βρέφους
Θά σοῦ γνωρίσουν τό χάρισμα τῆς φωνῆς
Πού θρηνεῖ σιωπηλά σάν φθινόπωρο
Ἐκεῖ θά γυμνωθεῖ, ἀνάμεσα στή δόξα σου
Αὐτή ἡ φωνή, σάν μαλακό χορτάρι πίσω ἀπ’ τό φῶς
Ἐμπρός σου θά κυμαίνονται μικροί λόφοι
Ἀπό ἂφθαρτα κύμματα
Ἂλογα μυστικῆς ἡμέρας θά σέ φέρουν
Δίπλα στό πνεῦμα πού κουρασμένο θά διπλωθεῖ σά φῦλλο
Τῆς ὑγρῆς αὐγῆς τό ἁπαλότερο ράπισμα
Τῆς δεξιᾶς σου πλευρᾶς ὁ λυγμός.
Πιό καθαρός κι ἀπό τήν ἂνθιση χλόης πού φωτίζει
Στήν ἀέρινη ὣρα τοῦ πρωïνοῦ, θά λυτρωθῆς
Μέγας, μάγος καί μύστης, στήν αὐλή
Τῶν χρησμῶν πού νεανίζουν
Θά χαθεῖς ἐν τέλει σέ μιά θάλασσα
ἀπό λιγνά μακρινά νησιά καί σώματα ἂσπρα
Χωρίς πλάνη ἢ δόλο ἒνοχος μόνον ἀθωότητας
Ἀθῶος σχεδόν, γεμᾶτος γήïνη χείμμαιρα
Πύρινος μόνος κάτω ἀπό τό στῆθος
Τῆς πρώτης μητέρας σου
Θά γευθῆς τήν εὒοσμη χαρά πού φαντάστηκες
Ἐκεί κάτω ἀπ’ τό ἀπαλότερο ἂγγιγμα μιᾶς ἀκράτητης θλίψης
Θά θυμηθῆς τό παλαιό σου βασίλειο
Καί χαιρέτησέ το ὡς ἁπλό τριαντάφυλλο
Καί ἀγέννητο ὂνομα
Ἐσύ πού γεύεσαι σέ γωνιά πικρή
Τό σταθερό σκοτάδι
Χαῖρε λοιπόν ἐσύ ὠκεανέ μόνε
Πέρνα τήν πύλη τοῦ θανάτου μέ εὐθυμία
Σύντριψε τά δεσμά σου, θεῖε πηλέ λάσπη
Καί σπόρε πάνω στήν ἂσφαλτο πού ἀνθίζει
Ἐκεῖ πού κυανά βουνά κυμμαίνονται μόνα
Τέλος λοιπόν πιό ἁγνό δέν ὑπάρχει
Βόδια τυφλά ἀργά σέρνοντας τόν κόσμο ἀπό πίσω τους
Ψωμί τῆς τυφλῆς ζωῆς σάν τέφρα
Νά ὁ περίτρομος κι ἂπειρος τόπος σου
Πού ξεχωρίζει, ὁλόκληρο θέαμα πανύψηλης αὐγῆς
Λύτρωσέ μας ἀπό τή θυσία αὐτῆς τῆς γῆς
Πέρασέ μας ἀνώδυνα μέσα ἀπό
Τά πράσινα πλευρά τοῦ θανάτου
Ὓστερα καθώς θ’ ἀπαχθῆς στόν ἀέρα, σέ νεφέλες ἀνάμεσα
Θά φανῆ
Ὁ οὐρανός σου καινούργιος καί ἡ νέα σου γῆ
Ἱερή καί πάλλευκη σάν ἓνας χιτῶνας.
Νικος Μοναστηριωτης-Καζος.- Φεβρουαρίου 11-1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου