Εἶναι φορές πού ἄνεμοι, ξυπνοῦν μέσα στίς φλέβες
καί κύματα ἀπρόσιτα, στίς θάλασσες γιορτάζουν
καί γίνονται μιά Δρόμωνες, μιά Μπρίκια, Σακολέβες
καί μιά τριήρεις γίνονται, πελάγη π’ ἀγκαλιάζουν….
Μά μόνο μιά γεννήθηκε, Ἀργώ μονάχα μία,
πού χάνεται στούς θρύλους της καί στίς σκιές αἰώνων,
σέ χαλασμούς στά πέλαγα, ἤ μές τήν νηνεμία
καί πάλι ξαναφαίνεται, ἄν τό θελήσει μόνον,
γιά λίγο σάν τό ὄνειρο, πού ζεῖς καί δέν πιστεύεις
κι ἅμα θελήσει ἡ τύχη σου, σέ παίρνει στήν Κολχίδα
καί πάνω ἀπ’ τήν πλώρη της, αἰῶνες ἀγναντεύεις
κι ἔτσι μπορεῖς ἀργότερα: νά λές τόν κόσμο εἶδα,
μαζύ μέ τόν Ἰάσονα καί μέ τούς Ἀργοναῦτες,
καί μιᾶς καινούργιας Μήδ-ει-ας, πού σφάζει τά παιδιά της,
δολοπλοκίες ἔζησα…. κι εἶχε πολλές ‘πό δαῦτες…
μά στῆς Ἀργοῦς μας σκόνταφταν, τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς της,
πού κοινωνοῦσ’ ὁ Ναύαρχος, σεμνά στό πλήρωμά της,
-ὁ Κούρτης ὁ Ἀπόστολος,- σάν Μύστης κι ἐκφραστής της,
μέ λόγια πού ζωγράφιζαν, τά μύχ(ια) ὁράματά της
κι αὐτά σταλάζαν μέσα μας, σάν φλόγες Ἅγιας πίστης.
Κι ἤτανε σάν τ’ ἀντάμωμα, παληῶν συμμαθητάδων,
ἐπάνω στό κατάστρωμα, στούς πάγκους στά κουπιά της,
γιορτῆς μυστήριο ἄχρονο, τῶν κάθε γῆς Ἑλλάδων,
πού δέχονταν τήν πρόκληση καί γίνονταν παιδιά της…
Καί ἔτσι ξαναρχίζαμε, τ’ ἀρχαῖο της ταξεῖδι,
ἐκεῖνο πού Ὀδύσσ-ει-ες, γεννοῦσε καί λαχτάρες
κι ἦταν στ’ ἀλήθεια τ’ ὄνειρου, τῶν χρόνων τ’ ἀντικλεῖδι,
πού κάναν ριψοκίνδυνες, ψυχές καί ταξειδιάρες.
Καί κεῖ στήν Μαύρη θάλασσα, στόν Εὔξεινό μας Πόντο
καί πάλι στό ξημέρωμα, μιᾶς νιᾶς χιλιετηρίδας,
ὅλο τό μπλέ τοῦ πέλαγους, Ἀργοῦς γινόταν φόντο,
πού πλέοντας καταύγαζε, ὁρίζοντες ἑλπίδας.
20.10΄45΄΄25-27/11/2017
πού χάνεται στούς θρύλους της καί στίς σκιές αἰώνων,
σέ χαλασμούς στά πέλαγα, ἤ μές τήν νηνεμία
καί πάλι ξαναφαίνεται, ἄν τό θελήσει μόνον,
γιά λίγο σάν τό ὄνειρο, πού ζεῖς καί δέν πιστεύεις
κι ἅμα θελήσει ἡ τύχη σου, σέ παίρνει στήν Κολχίδα
καί πάνω ἀπ’ τήν πλώρη της, αἰῶνες ἀγναντεύεις
κι ἔτσι μπορεῖς ἀργότερα: νά λές τόν κόσμο εἶδα,
μαζύ μέ τόν Ἰάσονα καί μέ τούς Ἀργοναῦτες,
καί μιᾶς καινούργιας Μήδ-ει-ας, πού σφάζει τά παιδιά της,
δολοπλοκίες ἔζησα…. κι εἶχε πολλές ‘πό δαῦτες…
μά στῆς Ἀργοῦς μας σκόνταφταν, τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς της,
πού κοινωνοῦσ’ ὁ Ναύαρχος, σεμνά στό πλήρωμά της,
-ὁ Κούρτης ὁ Ἀπόστολος,- σάν Μύστης κι ἐκφραστής της,
μέ λόγια πού ζωγράφιζαν, τά μύχ(ια) ὁράματά της
κι αὐτά σταλάζαν μέσα μας, σάν φλόγες Ἅγιας πίστης.
Κι ἤτανε σάν τ’ ἀντάμωμα, παληῶν συμμαθητάδων,
ἐπάνω στό κατάστρωμα, στούς πάγκους στά κουπιά της,
γιορτῆς μυστήριο ἄχρονο, τῶν κάθε γῆς Ἑλλάδων,
πού δέχονταν τήν πρόκληση καί γίνονταν παιδιά της…
Καί ἔτσι ξαναρχίζαμε, τ’ ἀρχαῖο της ταξεῖδι,
ἐκεῖνο πού Ὀδύσσ-ει-ες, γεννοῦσε καί λαχτάρες
κι ἦταν στ’ ἀλήθεια τ’ ὄνειρου, τῶν χρόνων τ’ ἀντικλεῖδι,
πού κάναν ριψοκίνδυνες, ψυχές καί ταξειδιάρες.
Καί κεῖ στήν Μαύρη θάλασσα, στόν Εὔξεινό μας Πόντο
καί πάλι στό ξημέρωμα, μιᾶς νιᾶς χιλιετηρίδας,
ὅλο τό μπλέ τοῦ πέλαγους, Ἀργοῦς γινόταν φόντο,
πού πλέοντας καταύγαζε, ὁρίζοντες ἑλπίδας.
20.10΄45΄΄25-27/11/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου