Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη
Λοιπόν, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, διασκεδάζαμε με την καρδιά μας. Παιδιά πράγματα δε νογάγαμε από πόλεμο, πείνα, θάνατο.
Παιχνίδι είχαμε κάνει, ό,τι ήταν κλαυθμός και όδυρμός και δάκρυα. Ή φτιάξη τ' ανθρώπου τέτοια, να ελπίζει, να όνειρεύεται, να βρίσκει σπυρί χαράς καί μ' αυτό να τρέφεται, ή φτιάξη τ' ανθρώπου τέτοια, δόξα τω Θεώ. Μόνο σαν πέρασαν οι γιορτές,σα μπήκε ό Γενάρης καί κάνανε χιονίστρες τα χέρια μας καί γιομίσαμε ψώρα καί μας πόναγαν, μας γαργάλαγαν καί τα ξύναμε σαν τρελά μέχρι πού γιομίζαμε αίματα, μόνο τότε, θυμάμαι, αρχίσαμε να γκρινιάζουμε. Μα πάλι, στο δευτερόλεπτο, μια μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια, μια σπασμένη τσατσάρα, ένα τίποτα μας έκανε να ξεχνάμε.
Καβαλούσαμε ανάλαφρα τ' όνειρο κι αρμενίζαμε. Κι ας ήταν μαύροι οι καιροί.
Ένα σμάρι παιδιά στην τουρκοχτισμένη αυλή μας καί γύρω γύρω σπιτικά, μια είσοδο μονάχα πού αμπάρωσαν οι μεγάλοι με το ήλιόγερμα καί ένα ταρατσάκι πού ούτε φαινόταν άπ' το δρόμο, κι αν το 'θελες, μονάχα άπ' την κόχη έβλεπες την πλατεία, αγκαλιά, θαρρείς, ή πλατεία π' αγκάλιαζε τη γειτονιά. Αγκαλιά έρημη καί σκοτεινή μετά το δειλινό, τέτοιο όρντινο είχαμε από τους Γερμανούς.
Ήταν δεν ήταν ξάδερφος ακόμα στ' αλήθεια, δε το 'χω ξεδιαλύνει. Έτσι μου είπανε, έτσι δα τον σύστησα στους φίλους μου, έτσι τον καλοδέχτηκαν εκείνοι: ό ξάδερφος ό Χαραλάμπης.
Του δώσαμε τη μέσα κάμαρη, έφερε κάτι πράματα μαζί του, της δουλειάς τα σύνεργα μας ξήγησαν, πολύγραφο τον ονομάζω σήμερα, πού ξέρω. Αλήθεια καί πόσα δεν ξέρω σήμερα,ανάθεμα τούτη τη γνώση πού φορτώθηκα! Τότες σύνεργα είπανε, σύνεργα είπαμε, πάψαμε να σκοτιζόμαστε μ' αυτά σε μία μέρα. Γιατί μας είχε ξετρελάνει ό Χαράλαμπος και τι μας έκοφτε για τη δουλειά του.
Αν σήμερα έψαχνα να 'βρώ σαν τι δουλειά θα ταίριαζε στον Χαραλάμπη μας, θα 'λεγα ό όνειροταξιδευτής είναι το μόνο πού του ταίριαζε.
Μας έφτιαξε ένα πλεούμενο με βρισκούμενο ψευτοχαρτόνι, και που δεν ταξιδέψαμε με κείνο το βαπόρι!
«Μάϊνα τα πανιά, μούτσε», μου φώναζε. Και με σβέλτες κινήσεις μάζευα τα πανιά μη τα κάνει κουρέλια ό τρελοβοριάς.
«Βλέπεις, λοστρόμε, τον εχτρό;».
Κι ό Σπύρος, το γειτονοπούλα, σα γάτα σκαρφάλωνε στο φλάμπουρο, έβαζε αντήλιο το βρώμικο χεράκι του.
«Όχι καπετάνιο», απαντούσε σοβαρά, «λεύτερα τα πέλαγα».
Έσβηνε το χαμόγελο άπ' το πρόσωπο του Λάμπη μας.
«Έ, ρε λεβέντες», μας έλεγε σιγά. «Καί να μπορούσαμε να το φωνάξουμε αυτό μέχρι πού να πεθάνουμε. Λεύτερα τα πέλαγα».
«Καλόειδα, κι είναι όπως σ' το 'πα», επέμενε ό Σπύρος.
«Είναι καί τα υποβρύχια, παιδιά. Ό εχτρός πού δεν τον πιάνει το μάτι σου. Ό εχτρός πού 'ρχεται από κάτω κι αν δε προσέξεις,αμολάει την τορπίλα του καί πάς καλειά σου».
«Για ποιο πράμα λες;», ρώτησε ό αδελφός μου.
Αναστέναξε ό Χαραλάμπης.
«Για της ψυχής τα κατακάθια πού σκλαβώνουν τα πέλαγα», είπε, μα ποιος κατάλαβε τότε, παιδιά πράματα, αλήθεια, ποιος κατάλαβε!
Κείνο όμως πού καταλαβαίναμε καλά ήταν πώς ταξιδεύαμε. Καί πηγαίναμε, είτε σαν μούτσοι ή λοστρόμοι, σε χώρες όλο ήλιο, λευτεριά, σε χώρες πού το εσπέρας ερχόταν καί ξεκουραζόταν ό Θεός. Καί πόσες φορές Τον ανταμώναμε, γιατί, αλίμονο αν το παιδί δε βλέπει το Θεό κατάφατσα. Κι είχαν τα μάτια μας γιομίσει φως κι ό ταμπουράς, πού έπαιζε ή πείνα στην κοιλιά μας, έχανε σ' ένταση, κι ήταν φορές πού δεν ακουγόταν.
Καί μπήκε ο Φλεβάρης. Κουτσό τον είπανε, μα ήτανε διπλός καί τρίδιπλος. Διπλές καί τρίδιπλες φαινόντανε οι μέρες, τυλίγαμε τα πόδια μας με κουρέλια, γιατί είχανε φουσκώσει καί πάγωναν, είχαν πρηστεί κι οι κοιλιές μας, όχι από πάχος μα από πείνα καί άναλαδιά, τα χέρια μας σα φουσκωμένα τσουρέκια άπ' τις χιονίστρες,μα τώρα κι αν ταξιδεύαμε πιότερο με το πλεούμενο. Βάζαμε γροθιά τα χεράκια μας κάτω άπ' τίς μασκάλες μας, μπας καί ζεστοκοπηθοΰν μια στάλα καί, μέχρι πού βασίλευαν τα μάτια μας, ακολουθούσαμε τον καπετάνιο μας. Καί άποκοιμόμασταν με την έγνοια να 'ναι ελεύθερα τα πέλαγα, μη τίποτα σταθεί εμπόδιο καί δεν ανταμώσουμε εσπέρα το Θεό.
Του Άγιου Χαραλάμπου ξημέρωσε κι είπε ή μάνα μου να ψήσει μια χούφτα φασόλια μαυρομάτικα πού βρέθηκαν. Καί ή γειτόνισσα θα 'κανε τηγανίτες, χαρουπάλευρο πού 'χε σκουλήκια, μα «δόξα τω Θεώ θα φάμε καί το κρέας ν' άποκριέψουμε»,όπως είπε γελώντας ό πατέρας, κι ή άλλη, ή πλαϊνή, είχε ρεβίθια, θα τ' άλεθε να γίνονταν κεφτέδες, όσο για κρασί, ό άλλος γείτονας είχε, λέει, ένα σώσμα φυλαγμένο για τέτοιες ώρες, πολύ ήτανε, μπορεί και μισή οκά, τόσο πολύ.
Άπ' το πρωί χιόνιζε, μα τ' απόγευμα το 'στρωσε για καλά. Δεν αντέξαμε καί βγήκαμε στην πλατεία, κάναμε μπαλιές κι ας πάγωναν τα χέρια μας κι ας έτσουζαν κι ας μούδιαζαν, κάναμε μπαλιές κι έναν χιονάνθρωπο. Βρήκε κι ό Χαραλάμπης ένα στουπί, το 'κανε κασκόλ, του το 'χωσε, βρήκε κι ένα σπασμένο μπουκάλι, το 'κανε πίπα, πιο μεγάλη ή πίπα άπ' τον χιονάνθρωπο. Σάν ακούσαμε τις φωνές «Βρε πού κακό να μη σας βρει, μπείτε μέσα», «Μωρή Βάσω, φωτιά θα μ' ανάψεις ξυπόλυτη στα χιόνια», «Μαζωχτείτε πού ξεχαστήκατε, πού να σας ξεχάσει ό χάρος», πιλαλήσαμε για το σπίτι μας. Κλείστηκε κι ή πόρτα, ή εξώθυρα, κουρνιάσαμε στην κουζίνα πού ήταν πιο ζεστά, με τις ανάσες μας προσπαθήσαμε να συνεφέρουμε τα χέρια μας. Κι ήρθαν οι μεγάλοι με το βρισκούμενο καί δίκαια μοιράστηκε το βρισκούμενο καί άρχισαν οι μεγάλοι το τραγούδι.
«Χρόνια πολλά, βρε Χαραλάμπη», είπε ό πατέρας κι ήπιε με σέβας μια γουλιά κρασί, μην το πιει μονομιάς, μιας κι ήταν λιγοστό.
«Χρόνια πολλά, λεβέντη!», είπαν κι οί γείτονες. Κι ό Χαραλάμπης σηκώθηκε να το χορέψει. Ναι, ναι, καθαρά σαν τώρα το θυμάμαι, πώς είχε προλάβει να κάνει μια στροφή, σαν χτύπησε ή πόρτα. Εγώ δεν άκουσα τον κρότο. Γιόρταζε ό καπετάνιος μας καί γώ βαρούσα παλαμάκια. «Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε...».
Οί άλλοι τ' άκουσαν. Έτρεξαν κάτω, αφουγκράστηκαν, μαζί κι εγώ με την ανάσα πιά κομμένη.
«Οί Γερμανοί μπουκάρανε», μας είπαν πίσω άπ' την πόρτα τη σφαλισμένη, κι αυτός πού 'δωκε το μαντάτο έφυγε.
Ό Χαραλάμπης χίμηξε στη μέσα κάμαρα πού 'ταν δική του, άρπαξε παραμάσκαλα τα σύνεργα, σαΐτα ίδια ξεμπούκαρε άπ' το σπίτι. Δεν ξέρω ούτε τώρα πώς το σκέφτηκα κι ανέβηκα τρεχάλα στην ταράτσα, κείνη πού άπ' την κόχη της μπορείς να δεις την πλατεία. Κι έσκυψα. Το χιόνι το βραδινό, απάτητο, πιο άσπρο κι άπ' το άσπρο, καί ό χιονάνθρωπος μας με την πίπα πιο μεγάλη άπ' το μπόι του. Νάτος ό Χαραλάμπης πλάι του, φιγούρα άλλου κόσμου. Τρέχει με μεγάλες δρασκελιές, σα πούπουλο σηκώνει τα «σύνεργα».
«Τρέξε, καπετάνιο, δεν είναι λεύτερα τα πέλαγα», ψελλίζω, όταν ακούω τίς ριπές. Καί πέφτει ό καπετάνιος. «Μάινα τα πανιά». «Τα μαζεύω, καπετάνιε, έννοια σου». Καί πώς κοκκίνησαν τα πόδια του χιονάνθρωπου! Καί πώς μάτωσε από αιμάτινες πιτσίλες το κορμί του!
«Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε...». Κι ήταν εσπέρα κι είδε κατάφατσα ό καπετάνιος το Θεό. Γιατί, αλίμονο,αν το παιδί δεν βλέπει καταπρόσωπο τον Πλάστη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου