Εἰσαγωγή
Βασική
προϋπόθεση γιά νά κρίνη κάποιος ἕνα κείμενο εἶναι νά τό ἔχη διαβάσει
ὁλόκληρο, χωρίς προκαταλήψεις, νά ἔχη καταλάβει τήν διήκουσα ἔννοια καί
τήν ὁρολογία τοῦ συγγραφέα, νά ἔχη καί κάποια γνώση ἐκ τῶν προτέρων γιά
τά θέματα πού τό κρινόμενο κείμενο πραγματεύεται. Ἄν δέν ἔχη αὐτές τίς
βασικές προϋποθέσεις δέν μπορεῖ -ἀκινδύνως- νά ἀναλάβη τήν κριτική του.
Μπορεῖ μόνο, ἄν ἔχη κάποιο ἐνδιαφέρον γιά τό κείμενο, νά μαθητεύση
ταπεινά σ’ αὐτό, κι ἄν ὑπάρχουν κάποια σημεῖα πού τοῦ δημιουργοῦν
προβληματισμό ἤ πού τοῦ εἶναι ἀκατανόητα, γιά τήν διασάφησή τους νά
ρωτήση κάποιους πού διαθέτουν τήν ἀπαραίτητη ἐμπειρία καί γνώση ἤ καί
τόν ἴδιο τόν συγγραφέα.
Σέ
ἀντίθετη περίπτωση, ἄν ἀγνοήση τίς παραπάνω προϋποθέσεις καί προχωρήση
σέ κριτικές ἀποτιμήσεις, τό πιθανότερο εἶναι ὅτι θά ἀποτύχη, θά
διαστρεβλώση τά νοήματα τοῦ κειμένου, θά ἐκθέση τόν ἑαυτό του, καί τό
χειρότερο, ἄν τό κρινόμενο κείμενο πραγματεύεται θέματα ποιμαντικά καί
θεολογικά, θά κινδυνεύση νά θέση τόν ἑαυτό τοῦ ἔξω ἀπό τό ζωογόνο ρεῦμα
τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως, παρασέρνοντας μαζί του καί
ὅσους ἀνθρώπους «διδάξη οὕτως...» καί ἀνεξετάστως ἐκεῖνοι τόν ἀκούσουν.
Ὁ
π. Ἰωάννης Διώτης, θεολόγος, δημοσιογράφος καί ἐπανεκδότης σέ
φωτομηχανική ἀνατύπωση τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne, ἔβαλε τόν ἑαυτό του
στόν μεγάλο κίνδυνο νά κρίνη βιβλία, μέ τήν συγγραφή καί κυκλοφορία
σχετικοῦ τομιδίου, «τά ὁποία, ἐν πολλοῖς, [τοῦ] προκαλοῦν ἀνίαν», ἐπειδή
«ἐκ φυλλομετρήσεων βιβλίων τινῶν» τοῦ συγγραφέα τούς ἀντελήφθη «ὅτι
οὗτος δέν προσφέρει κάτι οὐσιαστικόν εἰς τήν θεολογικήν ἐπιστήμην»1, ὅπως γράφει.
Ὁ
συγγραφέας τόν ὁποῖον ἀνέλαβε νά κρίνη ὁ π. Ἰωάννης Διώτης εἶναι ὁ Σέβ.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος, τοῦ ὁποίου τά
βιβλία χωρίς καμμιά ἀνία τά διαβάζουν καί τά ἀναζητοῦν χιλιάδες
ἀναγνῶστες, γι' αὐτό ἄλλωστε γνωρίζουν ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις στήν
ἑλληνική γλώσσα καί μεταφράζονται -κάποιες φορές ἐν ἀγνοία τοῦ
συγγραφέα- σέ ξένες γλῶσσες (19 συνολικά, ὅπως διαπίστωσαν φοιτητές τοῦ
Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού ἐρεύνησαν τό
συγγραφικό του ἔργο)2, οἱ ὁποῖες ἔφθασαν τίς 20.
Ὁ
π. Ἰωάννης Διώτης προσπαθεῖ νά αἰτιολογήση τήν ἐμπλοκή του σέ αὐτόν τόν
κίνδυνο μέ τόν ἀκόλουθο ἰσχυρισμό. Διαπίστωσε, γράφει, «ἐκκλησιολογικά,
κανονικά καί ἄλλα θεολογικά σφάλματα» στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, κατά
τόν ἀγώνα πού ὁ Μητροπολίτης διεξήγαγε (καί διεξάγει) γιά νά ἐπαναφέρη
τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τόν Σωτῆρος Ναυπάκτου σέ κανονική
ἐκκλησιολογική πορεία καί στήν παράδοση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Τόν
ἀγώνα αὐτόν ὁ π. Ἰωάννης χαρακτηρίζει «ἄδικον καί ἐξοντωτικόν διωγμόν».
Δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ποιμαντική εὐθύνη τοῦ Ἐπισκόπου, οὔτε κατανοεῖ τό
ἐκκλησιολογικό καί θεολογικό ὑπόβαθρο τῶν ἐνεργειῶν του.
Ἀποφάσισε,
λοιπόν, νά ἐλέγξη «δειγματοληπτικῶς δύο μόνο βιβλία» τοῦ Μητροπολίτου
Ναυπάκτου γιά νά ἐξορύξη, βάσει τῆς προκατασκευασμένης ἀντιλήψεώς του,
πλάνες, κακοδοξίες καί αἱρέσεις. Καί ἐπέλεξε γι' αὐτόν τόν ἀδόκιμο
δειγματοληπτικό ἔλεγχο τά πολύ σημαντικά ἀσκητικοθεολογικά βιβλία:
«Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, πατερική θεραπευτική ἀγωγή» καί «Οἶδα ἄνθρωπον
ἐν Χριστῷ, βίος καί πολιτεία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ ἠσυχαστοῦ καί
θεολόγου». Βιβλία-θεμέλια γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή, «εἰσοδικά»
στήν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας3.
Ἔτσι
προέκυψε τό πλῆρες διαστρεβλώσεων, ἀλλά καί ποιμαντικῶν καί θεολογικῶν
λαθῶν βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Διώτη πού ἔχει τόν προκλητικό τίτλο: «Ἡ
θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἰεροθέου (κακοδοξίαι-πλάναι-αἱρετικά)».
Ὁ
π. Ἰωάννης Διώτης στήν ἔντονη κριτική τόν κινεῖται, ὅπως ὁμολογεῖ στόν
πρόλογο τοῦ βιβλίου του, ἀπό δύο ἀφορμές: Πρῶτον, τήν ταύτισή του μέ τήν
Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, τῆς ὁποίας ἀπέβη πύρινος
συνήγορος, μετά τήν ἀποτυχία κάποιας ἐπονομαζόμενης ἀπό τόν ἴδιο
«εἰρηνευτικῆς ἀνοικτῆς ἐπιστολῆς» του. Καί, δεύτερον, ὡς θιγόμενος ἀπό
κείμενο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀρσενίου Κομπούγια, τό ὁποῖο
περιῆλθε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί δημοσιεύτηκε σέ βιβλίο
ἀπαντητικό σέ ἄλλες συγγραφές τοῦ π. Ι. Διώτη, περί ὑποτιθεμένων
«τεράτων καί σημείων». Ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι ἡ προσβολή πού τοῦ ἔγινε τοῦ
δίνει τό δικαίωμα «ἀμυνόμενος» νά ἐλέγξη τόν Μητροπολίτη μέ αὐστηρότητα.
Ἐπίσης, θεωρεῖ ὅτι εἶναι «ἀμυνόμενος» ἀπέναντι στήν θεολογική παραγωγή
τοῦ Μητροπολίτου Ἰεροθέου -ἡ ὁποία σημειωτέον ἐκφράζει μέ πιστότητα τήν
θεολογία καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας4- διότι μέ αὐτήν, κατά τήν
ἄποψή του, «θίγεται ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πίστις» τού5. Θά ἦταν
ὀρθότερο βέβαια νά γράψη ὅτι θίγεται ἁπλῶς ἡ πίστη του, διότι ὁ
χαρακτηρισμός της ὡς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς ὑποσκάπτεται ἀπό τόν ἴδιο
—ἀπό τά δογματικά κριτήρια μέ τά ὁποῖα κρίνει τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου—
καί εἶναι τό θέμα πού θά πραγματευτοῦμε στίς ἑπόμενες σελίδες.
Καθένας
πού γνωρίζει καί τά στοιχειώδη «πατερικά γράμματα» καταλαβαίνει ὅτι ἡ
κινητήρια δύναμη τοῦ π. Ἰωάννη Διώτη δέν τόν βοηθᾶ νά ἀναγνώση σωστά τά
κείμενα πού κρίνει, διότι δέν εἶναι ἀπό τίς δυνάμεις πού «διανοίγουν τόν
νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφᾶς». Γι’ αὐτό ὁ π. Ἰωάννης πέφτει σέ
κραυγαλέες παρανοήσεις, σέ σοβαρά ποιμαντικά, θεολογικά καί πνευματικά
λάθη, ἀφοῦ χωρίς πιθανῶς νά τό ἀντιλαμβάνεται διακωμωδεῖ ἀπόψεις καί
κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, στέκεται ἀπέναντί τους κριτικός καί
ἀπορριπτικός, νομίζοντας ὅτι τά κρινόμενα εἶναι ἀπόψεις τοῦ Μητροπολίτου
Ναυπάκτου καί ὄχι κατατεθειμένη ἐν Ἁγίω Πνεύματι πείρα τῶν ἁγίων
Πατέρων.
Καταλαβαίνει
κανείς τό τί κακό μπορεῖ νά γίνη ἀπό αὐτό τό πόνημα τοῦ π. Ἰωάννη σέ
ὅσους τό διαβάσουν «ἀνεξετάστως», θεωρώντας τόν συγγραφέα «ἔγκριτο»
θεολόγο, ἀφοῦ μάλιστα εἶναι ἐπανεκδότης τῆς Πατρολογίας, ἄρα κατά
τεκμήριο γνώστης τῆς θεολογίας καί τῆς ἀσκητικῆς τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας.
Γι'
αὐτό δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ ὅσα γράφει ὁ π. Ἰωάννης γιά τήν Ἱερά Μονή
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀφοῦ αὐτά ἔχουν ἐπαρκέστατα ἀπαντηθῆ ἀπό τήν
Ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη, ἀπό πολλές ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπό
δημοσιεύσεις τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἰεροθέου, ἀλλά καί ἄλλων
ἐγκρίτων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων. Θά ἀσχοληθοῦμε μέ τά θεολογικά καί
ποιμαντικά σφάλματα τοῦ π. Ἰωάννου, τίς διαστρεβλώσεις τῶν κειμένων πού
μελετᾶ, ὑλικό πού ἔχει ἀποθησαυριστῆ στό παραπάνω βιβλίο του. Τά
σφάλματα αὐτά δέν εἶναι μικρά καί ἀνώδυνα, ἀλλά, ἐπί βλάβη τῶν
ἁπλούστερων ἀναγνωστῶν του, ἀλλοιώνουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας,
παραχαράσσουν τήν θεολογία της, κακοποιοῦν τήν ἀσκητική της, διαβάλλουν
τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν μελῶν της. Δηλαδή,
ἀποπροσανατολίζουν τόν ἁπλό ἀναγνώστη τους ἀπό τήν αὐθεντική ὀρθόδοξη ἐν
Χριστῷ ζωή.
Στόν
π. Ἰωάννη Διώτη διαπιστώνουμε χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ στοχασμοῦ
καί τῆς ἀντιρρητικῆς μεθόδου πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς αἱρετικούς,
διότι, πρῶτον, κατά τήν πατερική ἔκφραση, συλλέγει «λεξίδια» καί ἀφοῦ τά
ἀκονίσει στήν σκληρή ἐπιφάνεια μίας σοφιστικῆς λογικῆς, ἀγνοώντας τά
πράγματα, τά κάνει «ξιφίδια» γιά νά πλήξη ἀπόψεις καί πρόσωπα ἀπέναντι
στά ὁποῖα αἰσθάνεται ἀμυνόμενος καί δεύτερον, δείχνει ὅτι ἀγνοεῖ
παντελῶς τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρηκτα
συνδεδεμένη μέ τήν μυστηριακή της ζωή, τήν ἐκκλησιολογία της, τήν
χαρισματική καί ἱεραρχική συγκρότηση τοῦ σώματός Της. Ἀποκομμένος ἀπό
τήν ἡσυχαστική πατερική παράδοση στηρίζεται μόνον στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως
φυσικά τήν ἑρμηνεύει ἀτομικά ὁ ἴδιος, ἐφαρμόζοντας ἔτσι τρόπο ἔρευνας
τῶν Γραφῶν πού συναντοῦμε στόν χῶρο τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Τό
περίεργο ὅμως μέ τόν π. Ἰωάννη Διώτη εἶναι ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις
-ἴσως παρασυρόμενος ἀπό διδασκάλους τοῦ- διατυπώνει ἀπόψεις πού θυμίζουν
τόν σκληρό νομικισμό τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας καί θεολογίας.
Δείχνει
ὅτι παρά τήν κυκλοφορία καί μελέτη τῶν ἁγίων Πατέρων, στήν ὁποία καί ὁ
ἴδιος σημαντικά συνετέλεσε, ἔμεινε θεολογικά ἀγκυροβολημένος στήν
παλαιότερη ἐποχή, κατά τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι πολεμοῦσαν τούς
Προτεστάντες μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν Παπικῶν καί τούς Παπικούς μέ τά
ἐπιχειρήματα τῶν Προτεσταντῶν.
Τώρα
ὁ π. Ἰωάννης Διώτης πολεμᾶ τήν ἀποστολική καί πατερική Παράδοσή μας,
στά σημεῖα πού τόν ἐνδιαφέρουν, μέ ὄπλα ἀπό Παπικούς καί Προτεστάντες,
ἀνάλογα μέ τό ποιά θεωρεῖ κατά περίπτωση ἀποτελεσματικότερα ἤ, μᾶλλον,
μέ τό πού βρίσκεται πνευματικά ὁ ἴδιος, ὅταν οἱ ἀπόψεις τοῦ εἶναι ξένες
πρός τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Οἱ
σελίδες πού ἀκολουθοῦν γράφηκαν τήν ἄνοιξη καί τό καλοκαίρι τοῦ 2009,
μέ σκοπό νά βοηθήσουν στήν ἀποκατάσταση -ὅσο ἡ ἀδυναμία τοῦ «γράψαντος»
ἐπιτρέπει- κακοποιημένων ἀληθειῶν τῆς θεολογίας καί τῆς ποιμαντικῆς της
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Εὐχή καί ἐλπίδα μᾶς εἶναι, μέ ὅσα ἀκολουθοῦν,
ἀφ' ἑνός μέν νά ὠφεληθοῦν - οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀναγνῶστες μας, ἀφ' ἑτέρου
δέ ὁ π. Ἰωάννης Διώτης νά δή καθαρά τους πνευματικούς γκρεμούς στούς
ὁποίους ὁδηγοῦν οἱ λανθασμένες πορεῖες τῆς σκέψης του, ὅπως ἐκφράζονται
στήν συγγραφή του, ὥστε νά ἐπανενταχθῆ στό ζωογόνο ρεῦμα τῆς ἀποστολικῆς
καί πατερικῆς Παραδόσεως.
π. Θωμάς Βαμβίνης
1. Πρωτ. Ἰωάννου Κ. Διώτη Θεολόγου καί δημοσιογράφου, H θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἰεροθέου, Ἀθήνα 2008, σέλ. 3.
2. Τελετῆς σύναξις, Ναύπακτος 2009, σέλ. 37.
3. Ὁ π Ι. Δ. Φεύγοντας ἄπ' τόν ἀρχικό του προγραμματισμό ἀσχολεῖται, μετά ἀπό «πρόχειρον μελέτην», καί μέ ἄλλα τρία βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Βλ. Σέλ. 86-93 καί στά κεφάλαια 7 καί 10.
4. Βλ. π.χ. π.Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πρόλογος στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου, Ὀρθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωῆς, σέλ. 13-17.
5. Ἡ θεολογική τραγωδία. . . , σ. 9.
Πρόκειται γιά ἀπάντηση στήν κριτική καί σέ ὁρισμένες ἀπό τίς θέσεις πού περιέχονται στό βιβλίο τοῦ Πρωτοπρ. Ἰωάννου Διώτη: «Ἡ θεολογική τραγωδία τοῦ Ναυπάκτου Ἰεροθέου», Ἀθήνα 2008.
Ἐκτός
ἀπό τίς ὑβριστικές ἐκφράσεις γιά τόν Μητροπολίτη π.Ἰερόθεο καί τόν
μακαριστό γέροντα Σοφρώνιο Ζαχάρωφ – ἀνάρμοστες γιά τήν γραφίδα
χριστιανοῦ, καί πολύ περισσότερο πρεσβυτέρου τῆς Ἐκκλησία- στό βιβλίο
τοῦ π.Ἰωάννου Διώτη περιέχονται ἐπιπλέον θεολογικά καί ποιμαντικά λάθη
ἐπικίνδυνα γιά τούς ἁπλούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἀνεξέταστα τό διάβασαν ἤ
θά τό διαβάσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου