
Είναι νύχτα Χριστουγέννων. ..Χτυπούν οί καμπάνες τής εκκλησιάς καί οί Χριστιανοί ξυπνούν, σηκώνονται καί πάνε νά λειτουργηθούν..
Ξυπνά καί ό Μουσταφάς, πού είναι Χρήστος. Ξυπνά αθόρυβα καί τή φαμελιά του, χωρίς ν’ ανάψει φώς
–τή γυναίκα του τήν Εμινέ, πού είναι Μαρία, καί τήν κόρη του τήν Φατμέ, πού είναι Ελένη καί τόν γιο του τόν Χασάνη, πού είναι Γιώργος...
Μαζεύονται σέ κάποιο κατώγι τού σπιτιού. Σηκώνουν κάτι σακιά μέσα σ’ ένα αμπάρι καί βγάζουν τά κονίσματα. ..
Τά στήνουν εκεί μπροστά τους, γονατίζουν κάνουν τό σταυρό τους κι ανάβουν από ένα κερί...
Ό Μουσταφάς παίρνει στό χέρι του μία σύνοψη.
Τήν ανοίγει-δέν ξέρει νά διαβάσει κάποιο τροπάρι, σιγομουρμουρίζει ψαλμουδιστά μέ τά σπασμένα Ελληνικά του.
Κάνουν τό σταυρό τους καί πάλι. ..
Λένε σιγανά όλοι τους τό «Ή γέννησίς σου…». Μέ βουρκωμένα μάτια, μέ σφιγμένη τήν καρδιά φιλιούνται καί ανεβαίνουν στόν οντά τους νά ξαπλώσουν.
Ή πίστη τών ανθρώπων αυτών έχει έναν πόνο, πού αληθινά, δέ λέγεται.
Μά έχει καί τόση αλήθεια, όση ίσως δέν έχει ή πίστη τών άλλων Χριστιανών, αυτών πού λειτουργούνται τήν ίδια ώρα στίς εκκλησιές τους”.
Νίκου Μηλιώρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου