
του βουνού , στα τετρακόσια πενήντα, μπορεί
και πεντακόσια μέτρα υψόμετρο,
έτσι που την Σκήτη σχεδόν όλη
να βλέπει , εν ευχωρία επλάτυνάς με ,
ψάλλει Προφητάναξ ο Δαβίδ,
μα η θέα ,
τι θέα , Χριστέ μου, απεραντοσύνης του πελάγους,
αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος,
η Σιθωνία πράσινη, λιόφυτη και αμπελική
νωχελικά απλώνεται απέναντι
στις πνοές του πουνέντε,
πίσω της ο Γέρο Έλυμπος αρχοντικά μεγαλόπρεπος,
και στο κατά πόδι του, ως υποτακτικοί του
ο Κίσσαβος και το Πήλιον,
κι ύστερα, πάλιν , στην μπάντα της όστριας
άλλοτε μέσα στο πούσι το θαλασσινό, κινούμενα νέφαλα στης θάλασσας την επιφάνεια,
παιγνιδίζοντας το κρυφτό ,
άλλοτες ηλιόλουστες στου πελάγους τα ασημοστολίσματα και τα μαλάματα,
ως γελαζούμενες πάπιες
καταμεσής του ωκεανού,
οι Σποράδες,
και στεκόταν ο Γέρο Γιώργης , ενεννηκοντούτης
πλέον, ακουμπισμένος στην κουπαστή
του ταπεινού αυτού κελλιού, στην αξάτα
που έβλεπε νοτιοδυτικά,
και με την μπαστούνα του
ως δείκτη ,
την σήκωνε , έδειχνε κι ονομάτιζε
τα νησιά , τούτη η Κυρά Παναγιά,
εκείνο το Πιπέρι , αυτή η Γιούρα,
πιό νότια νά η Αλόννησος,
γεωγραφία της Πατρίδας,
Να, κι η Σκόπελος πιό δυτικά
η Σκιάθος,
ξέρεις βέβαια από που βγαίνει της Σκιάθος τ’ όνομα,
ρωτούσε πάντοτε ο Γέροντας, και χωρίς
να περιμένει απάντηση συμπλήρωνε,
είναι που την αγγίζει η σκιά της κορυφής
του Γέρο Άθωνα
όντες ο ήλιος πρωτανατείλει λαμπρός
από της Ανατολής τα μέρη !
Συγκινούνταν , πάντοτες, όταν μιλούσε για την Ανατολή , Σμυρνιός ήταν ο Γέρο Γιώργης,
είχε ντυθεί αστυνομικός εκείνα
τα χρόνια της δόξας,
τότες που ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε
την Ιωνία και την Αιολία ,
τι μέρες εκείνες,
Ανατολή Ανατολών , ψάλλουμε τον Κανόνα
Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Και οι εν σκότει και σκιά εύρομεν
την Αλήθειαν,
συγκινούνταν κάθε φορά που ο νούς του
ταξίδευε στους χρόνους της πονεμένης
Ρωμιοσύνης , κατά πως ο κοντοχωριανός του
ο κυρ Φώτης ο Κόντογλους έγραφε,
διέκοπτε αίφνης την ξενάγηση
και στρεφόμενος στους προσκυνητές
τους προσκαλούσε
Στο Ναό περάστε , αρχαίο του εκκλησίδι
του κελιού μας, ελάτε , κι άρχιζε
το απολυτίκιον
«Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ημών
ανέτειλε τω κόσμω το Φώς το της γνώσεως …»
Ναι, του Χριστού ήταν ο ναίσκος του κελιού,
κοίταζε κατάματα καρσί
πέρα από τις θάλασσες
τον παλιό Μητροπολιτικό Ναό της Σκιάθου,
στην αρχαία τοποθεσία , στο Κάστρο ,
στην βόρεια απόληξη του νησιού,
κοίταζε αντικρύς
τον ομώνυμο Ναό του Χριστού. για τον οποίο ο Άγιος,
λένε οι πολλοί, ο Άγιος των Γραμμάτων,
εγώ πάλιν ο πάνυ αδαής επιμένω να λέω
ο Άγιος κυρ Αλέξανδρος, ο Παπαδιαμάντης,
διά το είναι υιός Αδαμαντίου ιερέως,
επιμένω δε γνωρίζων
ότι εκ των καρπών γιγνώσκεται το δένδρον,
και τούτος ο μέγιστος πεζογραφών ποιητής,
ένας από τους ελαχίστους μύστες
της Ελληνίδας γλώσσας,
αγλαούς και ατίμητης καρποφορίας έργον
μας κληροδότησε εις αιώνας,
καλλικέλαδος ως αηδών μινυρίζουσα σε πυκνές ρεματιές είτε της πατρίδας του είτε του Άθωνος,
τούτος ο εν Αγίοις ως παρακαταθήκη μας κατέλιπε και το συγκλονιστικό μεγαλείο του διηγήματός του
«Στο Χριστό στο Κάστρο».
Στον καφέ, ύστερα, με συνοδεία λουκουμιού με ευωδία και χρώμα τριαντάφυλλο και βέβαια αγιονορείτκο τσίπουρο για το καλωσόρισμα σε τούτο το Κελλί, που στα ριζά του υπερκειμένου με αυθάδεια γίγαντος, ορθουμένου Άθωνος, σημείον αναφοράς των ναυτιλομένων στο Αιγαίο,
κι ως βίγλα φαντάζει της Σκήτης
της Θεοπρομήτορος Άννης,
ο Γέρο Γιώργης συνήθιζε
να συνδέει τους Σκιαθίτες Αλέξανδρους,
εξαδέλφους άλλωστε όντας,
καθώς ήταν ζωντανή τότες
και παραμένει τέτοια η προφορική παράδοση,
η Αγιονορείτικη , κι αυτήν επικαλούνταν,
εξήντα τώρα χρόνους μοναχός ,
παράδοση που διηγείται απλανώς την ιδιαίτερη πνευματική σχέση που είχε αναπτύξει ο έτερος
Αλέξανδρος ο Μωρατίδης
με τον παπά Δανιήλ , της φιλόξενης καλύβης
των Δανιηλαίων , στα Κατουνάκια, λίγο πιό πάνω,
μισή ώρα δρόμο
από την μεγάλη και λαμπρά σκήτη
της Αγιά Άννας !
Τούτη την φορά , δευτεροετείς φοιτητές, εικοσάχρονοι, είχαμε ανέβει την μεγάλη ανηφοριά
από την θάλασσα, από τον αρσανά τον Αγιαννανίτικο
όπου μας άφησε το μοτόρι ,
ένα όμορφο ξύλινο σκαρί, θαλασσομάχο,
που είχαν με κέφι χτίσει οι καραβομαραγκοί
της Ιερισσός , σε τούτη την προκλητική ανηφόρα
είχαμε ξεχυθεί μέχρι το Κυριακόν,
την Αγιά Άννα να προσκυνήσουμε,
την ευχή του Δικαίου της Σκήτης να γυρέψουμε,
κι ύστερα , στο μονοπάτι του βοριά να κινηθούμε, μπροστά από το κοιμητήρι περάσαμε,
ίσαμε την Καλύβα της του Χριστού Γεννήσεως
του Γέρο Γιώργη του Σμυρνιού
να φτάσουμε , απ’ όπου εφοράς τα πέλαγα,
καθώς Οδυσσέας ο Ελύτης διηγάται,
κι ήταν Δεκέμβρης μήνας καιρός ,
του Ιουλιανού ημερολογίου,
ωσάν και τώρα,
κι είχε ένα χιονόνερο , που άρχιζε να παγώνει
και να κεντάει λεπτά το πρόσωπο,
ωσάν οίστρος να μας παρακινά
στ’ ανηφόρι,
ιδρώσαμε , φτάσαμε !
Συννεφιασμένος ο καιρός, περιορισμένη η
ορατότητα , πού οι κι Σποράδες πού κι ο Έλυμπος,
γαλαζωπή μόνον κι σαν απόμακρη
η Σιθωνία,
τα σχόλια άκουσε ο αγαθός Γέρων Γεώργιος,
μπρέ, μορφωμένοι ανθρώποι εσείς,
με την μικρασιάτικη προφορά του
μπρέ, εσείς δεν ακούσατε ότι ο Προφήτης Μωυσής
τον Θεό εν γνόφω και ζόφω συνάντησε,
μπρέ, αυτό δεν το διαβάσατε ;
Χριστούγεννα , μπρέ , η Παρθένος έρχεται
αποτεκείν απορρήτως, πρόπαραμονή ήταν
της των Χριστουγέννων γιορτής,
της πανηγύρεως του Κελλίου,
ψόφο και κρύο είχε και τότες, δεν ακούτε,
στην Βηθλεέμ
γιαυτό στην φάτνη των αλόγων ζώων
η Κυρά Παναγιά έβαλε το Παιδίον,
ως σε κούνια μωρουδιακή,
για το ζεσταίνουν με τις αναπνοές τους
τα βόδια κι τα γαϊδουράκια κι τ’ άλογα,
Χριστούγεννα πάλιν,
εν γνόφω , με χιονόνερο και πορεία
προσκυνητές ήρθατε , στην βίγλα ετούτη
μέτοχοι να γενήτε στης Ενανθρωπήσεως
το θαύμα, δια την καταφθαρείσαν φύσιν
ο Λόγος σαρξ εγένετο,
Ελάτε να τακτοποιηθείτε στα φτωχικά
της καλύβας δωμάτια,
ελάτε το ανάλαδο φαγάκι μας να φάμε
και να σας ειπώ το πρόγραμμα,
ελιές και χαλβάς, ψωμάκι ζυμωτό αγιονορείτικο,
κι μιά κούπα βραστάρι φασκόμηλο ,
από την αυλή του σπιτιού,
ωσάν θεσπέσιο μας φάνταξε γεύμα,
αλλοιώς είναι το φαγητό , όταν έχει ευλογία,
αλλοιώς όταν το τρώς με γκρίνια,
«ενεπλήσθημεν του ελέους Σου Κύριε»,
μετά την ευχαριστία
για το πρόγραμμα μας κατατόπισε !
Το πρωί , μετά την ακολουθία, μας έδειξε
το μονοπάτι στου παπά Άνθιμου του πνευματικού
την καλύβα να φθάσουμε,
ένα ιλαρό πρόσωπο αγάπης απαντήσαμε
σημειοφόρος ο πνευματικός,
στη Σκήτη τα καλογέρια μας ενημέρωσαν,
σημειωθήτω εφ’ ημάς το Φώς του προσώπου Σου,
τέτοιος ένας παππούς,
ο Παπά Άνθιμος ο πνευματικός μας προετοίμασε
για την βραδινή μυσταγωγία.
Κοιμάται κανείς τα Χριστούγεννα , αναρωτιόταν
ο εν Αγίοις γέρο Παίσιος ο Καππαδόκης,
κοιμάται ;
Κανείς , απαντούσε αφ´ εαυτού, μόνον οι
σταυροτήδες Του !
Λίγο ξεκουραστήκαμε το μεσημέρι, λαγοκοιμηθήκαμε δυνάμεις για έχουμε την νύχτα !
Το χιονόνερο κρατούσε , τάντανο το κρύο, προβλεπόταν χιόνι την νύχτα, μπουφάν , κασκόλ
και σκουφιά οδεύουμε για την αγρυπνία .
Μόνον τα καντήλια στο Καθολικό της Σκήτης
αναμμένα,
σιωπή,
το θυμιατό ακούγεται,
ευωδιά κατακλύζει τον Ναό,
εις οσμήν ευωδίας πνευματικής,
Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε,
κινήσαμε για την νοητή Βηθλεέμ,
ο σεβάσμιος Γέροντας διακούσε τυπικάρης,
ύστερον μάθαμε πως ο Γεράσιμος ήταν,
από την Μικρά Αγία Άννα, ο υμνογράφος,
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ο υμνογράφος,
αγραυλούντες ολονυκτίς
όπως οι βοσκοί τότες στα ποίμνιά τους,
οδοιπορίας μέτοχοι
όπως τότες οι μάγοι , της Ανατολής οι βοσκοί,
του αστέρος επόμενοι,
του και δεικνύοντος οδόν εν η πορευσόμεθα
συν Αγγέλοις όπως τότε
τον ύμνον αναπέμποντες Δόξα εν υψίστοις Θεώ,
πώς πέρασαν δώδεκα ώρα
πως καθηλωθήκαμε οι άγευστοι και ανίδεοι, άναυδοι
στην μυσταγωγία μιάς ακολουθίας που έρχεται
από των αιώνων τα βάθη,
η γραφίδα Ιωάννου του Δαμασκηνού και του αυταδέλφου του Κοσμά Επισκόπου Μαιουμά,
της Ποίησης την χάριν ακροαστήκαμε,
της Ελληνίδας γλώσσας την ατίμητη διαδρομή
από του Ομήρου τους καιρούς
ίσαμε του Μακαρίου Σκορδίλη του ρήτορος
και Νικοδήμου του Αγιορείτου,
πως μου φάνηκε όταν ψάλλονταν στον όρθρο
ο πολυέλαιος , πως μου φάνηκε
πώς άνοιξε ο τρούλος του Καθολικού
και πως γέμισε η εκκλησιά αγγέλους,
παλαιώσαμε λέω, εκείνη την βραδιά,
έξω το χιόνι μαλακό, λευκό, ήπιο
ομόρφυνε τον τόπο ,
μέσα στο Ναό,
εμείς φοιτητούδια άγευστα εμπειριών
μυστήριον ξένον είδαμε , βιώσαμε,
μυστήριον ξένον και παράδοξον,
ο Ήλιος της Δικαιοσύνης,
αντιδάνειο του Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον Εστί,
ο Ήλιος της Δικαιοσύνης,
Ανατολή Ανατολών ,
το Φώς το της γνώσεως ανατέλλει
στον κόσμο της γκρίζας καθημερινότητας,
στους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους,
«Γένους βροτείου την ανάπλασιν πάλαι άδων Προφήτης Αββακούμ προμηνύει»,
πώς μας φάνηκε πως οι αγιογραφημένοι
στους τοίχους της αρχαίας εκκλησιάς άγιοι
κινήθηκαν, πώς χόρευαν,
πώς με τους αγγέλους και τα βοσκαρέλια
συγχόρευαν,
ανοίγουν οι ουρανοί, παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά,
την βραδιά των Χριστουγέννων
που είναι του χρόνου η πιό σκοτεινή,
«Έδειξεν αστήρ τον προ ηλίου Λόγον, ελθόντα παύσαι την αμαρτία , Μάγοις»
ανοίγουν τα ουράνια, να υποδεχτούν
τον Βασιλιά που γεννιέται στη γής,
ούτε που τα ένιωθα τα λόγια της,
να τώρα,
στης νυχτιάς την μέση, Παννυχίδα εόρτιος,
να πώς βιώνεται,
ανοίξαν οι καρδιές , οι ουρανοί,
αλλοιώση στις ψυχές,
«Έσωσεν λαόν θαυματουργών Δεσπότης
υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας πάλαι»
ωσάν στης Βηθλεέμ το ταπεινό σπηλιαράκι
να βρεθούμε ,αξιωθήκαμε !
Και πως τα ειπείς, τα βιώματα τούτα, με λέξεις ;
Προσπάθεια αείποτε ατελής !
Πρίν χαράξει , λίγο πριν μπούμε στην Θεία Λειτουργία, ο Γέρο Γιώργης, λιτή μορφή,
ασπρογένης, μακρυγένης, ξερακιανός ,
ωσάν τον Άγιο Ονούφρη
της τοιχογραφίας ,
μας έγνεψε και τον ακολουθήσαμε ,
το χιόνι προσέξτε , να πατάτε όπου πατώ,
έχει παγίδες το μονοπάτι χιονισμένο!
Νιφάδες μας έραιναν λευκότητα
κι εμείς παράταξη φιλακολούθων
πορευόμασταν στο βορινό μονοπάτι
για το Κελλί της του Χριστού Γέννας,
ίδιο βίγλα τα πέλαγα και τους καιρούς
βιγλίζοντας !
Στον Ναίσκο του Χριστού συνεχίσαμε
τις Ώρες και την Θεία Λειτουργία,
με ψαλτάδες δυό καλλικέλαδους από την Σκήτη,
κι αναγνώστες εμείς οι νιούτσικοι!
Μετοχής της βασιλικής τραπέζης
αξιωθήκαμε , τοις αγραυλούσι
τούτη η προνομία ,
ιδείν το θαύμα !
Ωσάν αλλοπαρμένα είμασταν στο Δι’ ευχών !
Κάτι εξαίσιο μας συνέβαινε,
κάτι μοναδικό αισθανόμασταν !
Στην τράπεζα του κελλιού παρακαθίσαμε,
δέκα - δώδεκα νομάτοι,
ο παππούς, ο ωσάν τον Αγιονούφρη ασκητικός,
δια το είναι σήμερον η Μητρόπολη των εορτών
η του Χριστού Γέννα, είχε οικονομήσει
ένα ψάρι που μαγειρεμένο θεσπέσια,
με την αγιονορείτικη συνταγή , ήγουν,
με άσπρη σάλτσα,
εξαίσιο ήταν έδεσμα,
«Χριστέ ο Θεός ημών ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου»,
κι ένα ποτήρι, άντε δυό , κρασί εξαιρετικό
ως αίμα σταφυλής , Διονυσιάτικο !
Τους Μάγους αναλογιζόμουν, όταν κατακλιθήκαμε
για λίγη ξεκούραση,
μετά την μαγεία της νυχτιάς,
τους Μάγους, της Ανατολής τους σοφούς
που παρακινημένοι από την προφητική ρήση
του Βαλαάμ , αιώνες πρίν,
φιλοτιμήθηκαν ελθείν δωροφορούντες,
και πριν προλάβουν να ξεκουραστούν
αναγκάστηκαν φυγείν
δια της άλλης οδού !
Εμείς, την τρίτη των Χριστουγέννων κινήσαμε επιστρέφοντες , αλλά δια της ιδίας οδού,
αφού ο καιρός είχε μαλακώσει,
το μοτορι ξαναέκανε την συγκοινωνία,
κι εμείς προλάβαμε πριν την αναχώρησή μας
να ιδούμε κι από μακριά να χαιρετίσουμε
τις Σποράδες που λιάζονταν
καταμεσής του Αιγαίου .
Και του χρόνου, αδέρφια , δεύτε συν ημίν,
και τ’ χρόν’ !
Μάρκος Μπόλαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου