[ 11 Νοεμβρίου 1821 -9 Φεβρουαρίου 1881]
Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα, και μάθανε την ομορφιά του ψέματος.
Ίσως, όλ' αυτά ν' αρέσανε πολύ αθώα, για τ' αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, κι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου, μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ' στην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο.
Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα.
Α, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα: αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν ν' απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται.
Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων.
Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες.
Μάθανε τ' είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή.
Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου.
Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της.
Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ' στα δάση και τους εχθρεύτηκαν.
Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες.
Μάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψη.
Ποθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. Κι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη.
Σα γίνανε κακοί, τότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέες.
Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα, για να εξασφαλίσουν το σεβασμό γι' αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο.
Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοι.
Κορόιδευαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο.
Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά, κι όμως, τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα!
Μόλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μόλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, μόλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα.
Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ' αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θ' αρνιόνταν.
«Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου» - (απόσπασμα)

1 σχόλιο:
Η αλήθεια είναι πως η νέα τάξη κατά τις επιταγές του Σατανά μεταποιεί την ομορφιά σε ασχήμια, θέλει ο διάβολος την εξορία του ανθρώπου από το Δεσπότη μας Ιησού Χριστόν, και προκειμένου να παραπλανήσει ποιεί, μεταπιπτει την κοινωνία σε ασχήμια και ζόφος μέσα από πολλές παραμέτρους, μου έρχονται στο μυαλό μου τα αποκαΐδια από τις φωτιές παντού, τα νέας γενιάς αυτοκίνητα όλων των κατασκευαστών που φτιάχνονται να έχουν φώτα πίσω και εμπρός, όμοια με κέρατα.
Πασχίζει ο διάβολος να κάνει την ανθρωπότητα σαν τα αισχρά μούτρα του, και όταν ο άνθρωπος υφίσταται αποχαυνωμένος χωρίς αντιστάσεις, αναπόφευκτα γίνεται όμοιος με το θηρίο που τον περιτριγυρίζει να τον δαγκώσει.
Δημοσίευση σχολίου