Μόνος ήταν χρονιάρες μέρες ο κυρ Πάνος. Μόνος κι έρημος..
Τα παιδιά του φευγάτα στα ξένα.
Χριστούγεννα μονάχος του και δεν ήταν η πρώτη φορά..
Ούτε λόγος για να'ρθουν τούτες τις μέρες στο χωριό να τις περάσουνε μαζί με τον πατέρα. Ε δεν είναι κι εύκολο έλεγε ο έρμος. Δεν είναι στα χωράφια τους να πηγαίνουν και να φεύγουν ό,τι ώρα θέλουν. Αφεντικά έχουν έλεγε ο καψερός και πρέπει να υπακούνε αλλιώς θα χαλεύουν άλλη δουλειά.
Τη μέρα την πάλευε την μοναξιά. Όλο και κάποιος θα διάβαινε απ το σοκάκι θα του'λεγε μια καλημέρα μια καλησπέρα!
Θα πήγαινε και κείνος μέχρι τον καφενέ.
Κουτσά στραβά διάβαινε η μέρα. Στον καφενέ δεν πολυπήγαινε ο δόλιος γιατί σαν τον βλέπανε όλοι φώναζαν κέρασε τον Πάνο!
Κι αυτός να μην τους προσβάλει παρόλο που είχε ρίξει στην τσέπη του δυο τρεις δεκάρες για τον καφέ του δεχόταν. Περήφανος ήταν ο Πάνος! Περήφανος και γλεντζές! Κλαρίνο έπαιζε στα νιάτα του και πολύ καλό μάλιστα! Όλη η περιοχή ήξερε τι καλός κλαρινοπαίχτης ήταν!
Όταν πήγαινε στο καφενείο του λέγανε μωρ Πάνο,γιατί δεν το κρατάς το έρμο το όργανο να το λαλήσεις λίγο..
Από τότε που έφυγε η γυναίκα του δεν το'πιασε στα χέρια του.
Μονάχα σαν την σκέπασαν τα χώματα το'πιασε ο Πάνος και το λάλησε για το στερνό της το χατίρι.
Άμα πεθάνω του έλεγε θέλω να μου τραγουδήσεις και κείνος με την καρδιά κομμάτια της το'κανε το χατίρι.
Άρπαξε το κλαρίνο κι ήταν η τελευταία βολά που τον άκουσαν να το λαλάει..Δεν μπορούσε να μην το κάνει ο καψερός.
Λένε πως στα στερνά του ο άνθρωπος ζητάει κάτι κι αν δεν το κάνεις είναι μεγάλο κρίμα..
Πως να αρνηθεί στην γυναίκα του τούτη την πεθυμιά που είχε?
Έτσι έπιασε το όργανο κι άρχισε να σκούζει στα χέρια του μαζί με την ψυχή του.
Σήκω ρούσα μ σήκω κρίνε μ
σήκω μαντζουράνα μου
σήκω ανθέ μου που σε κόψαν
μάτωσες τα σπλάχνα μου
Σήκω δώσε μου το χέρι
μη μ αφήνεις μόνο μου
που θα γέρνω το κεφάλι
ποιος θ ακούει τον πόνο μου
Έτσι την αποχαιρέτησε την γυναίκα και δεν το ξανάπιασε στα χέρια του. Και μαζευόταν οι καημοί στα στήθια του χρόνια τώρα...
Κάνα δυο φορές στη μοναξιά του κάποια βράδια που καθόταν στο κονάκι του πέταγε κάνα κούτσουρο στο τζάκι να καίει να του κάνει παρέα να μην καίγεται μόνος του...κι άπλωνε το χέρι να το πιάσει μα το μετάνιωνε.
Απόψε όμως βαριά η μοναξιά μέρες που είναι..βαριά και τα ντέρτια της κι ήθελε να τα ακουμπήσει κάπου.
Μόνο το κλαρίνο του μπορούσε να τον ξαλαφρώσει και το'πιασε ο Πάνος και πεταχτήκαν οι καημοί του σιγά σιγά στην αρχή μέσα απ το κλαρίνο κι όσο κείνο λαλούσε έπειτα από τόσο καιρό μουγγό τόσο η ψυχή του Πάνου έσκουζε για όλα εκείνα που έζησε στη μοναξιά του και για όλα εκείνα που στερήθηκε και ζει μόνος του χωρίς συντροφιά.
Κι όσο κείνο ζεσταινότανε ζεμάταγε τους καημούς του,πύρωνε και τα ντέρτια του και βγαίνανε καυτά απ την ψυχή του που'χε λάβα τόσα χρόνια μαζεμένη..
Έσκουζε η ψυχή του Πάνου.Έσκουζε το κλαρίνο κι έσκουζε κι μοναξιά γιατί τούτο τον πόνο δεν τον είχε ανταμώσει άλλη φορά.
Κι άμα ξαλάφρωσε η ψυχούλα και στράγγιξαν τα δάκρυα, πήρε αγκαλιά το όργανό του κι έγειρε δίπλα απ το κούτσουρο που έσβησε όπως κι ο Πάνος...
Ελευθερία Λάππα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου