Πολλοί επιφανείς αντιπρόσωποι της ρωσικής κουλτούρας – της πνευματικής και της ανθρωπιστικής – ωμίλουν μετά πάθους ότι ο κόσμος εισήλθεν εις τραγικήν εποχήν· ότι πάντες όσοι έζων υπευθύνως ώφειλον να εννοήσουν την ηθικήν αναγκαιότητα να περιληφθούν εις την τραγωδίαν ταύτην, ήτις εκύκλωσεν όλην την οικουμένην, να συμμετάσχουν εις αυτήν, να συνεργήσουν κατά το μέτρον των δυνάμεων αυτών εις την εύρεσιν ευνοϊκής διεξόδου και τα όμοια.
Μετά βαθέος σεβασμού ήκουον τους σπουδαίους αυτούς ανθρώπους, αλλά δεν ηδυνάμην να ακολουθήσω τα ίχνη αυτών: Εσωτερική τις φωνή επληροφόρει εμέ ότι η οδός αυτών δεν ήτο δι’ εμέ. Ούτω, δεν έπαυον να δέωμαι του Θεού, όπως οδηγήση εμέ εις τοιαύτας συνθήκας, εις τοιούτον μέρος, όπου εγώ, ο πένης και αμαθής, θα ηδυνάμην να εύρω σωτηρίαν. Εν ταις προσευχαίς μου εξέθεσα εις τον Θεόν το σχέδιον και τα προγράμματα μου· και Ούτος εξεπλήρωσε τα πάντα μετά μαθηματικής ακριβείας. Ερρίφθην υπό της φιλανθρώπου χειρός Αυτού εν τω μέσω των ασκητών του Άθωνος.
Εκεί, εν τω Αγίω Όρει, εύρον τας αναγκαίας δι’ εμέ συνθήκας: μακράς ακολουθίας, κατά το πλείστον νυκτερινάς· απλάς εργασίας, αίτινες δεν απήτουν διανοητικήν έντασιν· την δυνατότητα να ζήσω εν υπακοή, μη σκεπτόμενος πώς ο ηγούμενος και οι συνεργάται αυτού, γέροντες του Μοναστηρίου, διοικούν πάντα τα πράγματα της Μονής. Ελεύθερος από πάντων των βιοτικών προβλημάτων, ηδυνάμην να προσεύχωμαι αδιαλείπτως ημέρας και νυκτός. Ολίγος χρόνος παρέμενε δια την ανάγνωσιν βιβλίων, ενίοτε ημίσεια ή και ολιγώτερον ώρα, καθ’ ημέραν. Αλλ’ ο Κύριος ήτο μετ’ εμού· δεν απεσπώμην απ’ Αυτού ούτε επί βραχύ τι λεπτόν.
Η καρδία μου εφλέγετο απάυστως. Ο νους μου, ως επί βράχου, ίστατο επί του λόγου του Θεού. Και εν τη ψυχή μου δεν εκρύπτετο ουδεμία κίνησις αλλοτρία προς το Πνεύμα του Χριστού, προκαλουμένη εκ των ισχυρών επιθέσεων των εναντίων δυνάμεων. Προσηυχόμην ως άφρων εκ της κατεχούσης εμέ φρίκης δι’ ό,τι ήμην και είμαι εισέτι. Η καρδία και ο νους μου εγένοντο πεδίον συγκρούσεων μεταξύ του Χριστού και του Εχθρού, κολοσσού κοσμικών διαστάσεων.
Κατ’ εκείνην την περίοδον εβάδιζον επί αοράτου σχοινίου επάνω αβύσσων. Παράδοξος απόγνωσις κατείχεν εμέ εξ όλων των κατευθύνσεων, όν τρόπον τα ύδατα περιβάλλουν τον καταποντούμενον άνθρωπον. Λέγω «παράδοξος» διότι ότε το αίσθημα της απογνώσεως απεχώρει απ’ εμού, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Εξ αυτής της απογνώσεως, ως εξ ηφαιστείου, επήγαζε φλογερά προσευχή· ως ο Απόστολος Πέτρος έκραζον προς τον Παντοκράτορα Χριστόν: «Κύριε σώσον με»!
Ούτω, μετ’ εντάσεως ποικίλης δυνάμεως παρήρχοντο μήνες και έτη. Είναι αδύνατον να περιγράψω το παν. Βραδύτερον ηδυνάμην να εννοήσω ότι τούτο επετράπη εις εμέ δια την υπερήφανον, ασύνετον πτώσιν μου. Κατενόησα ότι ακολουθούντες τον Χριστόν-Θεόν ριπτόμεθα κατά τινα φυσικόν τρόπον εις τους απεράντους ωκεανούς του πνεύματος. Το εν Χριστώ ζην σημαίνει να αισθανθή τις Αυτόν ως τον αληθώς Νικητήν του θανάτου: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, … ουκ … ίνα κρίνω …, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον …» (Ιωάν. 12,46-47). «Τα πρόβατα τα Εμά … ακολουθούσι Μοι, καγώ ζωήν αιώνιον δίδωμι αυτοίς, και ου μη απόλωνται εις τον αιώνα, και ουχ αρπάσει τις αυτά εκ της χειρός Μου» (Ιωάν. 10,27-28 κ.α.).
Α γ ί ο υ Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ