Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Πῶς ἡ Θεοτόκος ἔγινε ἔμπνευση ἑνὸς λαοῦ

«Εἶχε σηκώσει τὸν γιακὰ τῆς χλαίνης καὶ μὲ τὸ μάνλιχερ στὴ χούφτα, ὅπλο καὶ ραβδί, προχωροῦσε στὸ κάτασπρο χιόνι. Ἡ Παναγία “στρατηγός” στὸ μέτωπο τὸ 1940 καθοδηγοῦσε, προστάτευε τοὺς στρατιῶτες». Ὡς στρατηγὸ φαντάζονταν τὴν Παναγία οἱ λογοτέχνες, οἱ πολιτικοί ἀλλὰ καὶ οἱ στρατιωτικοὶ ποὺ μάχονταν στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, σὲ ἐπίσημα κείμενα τῆς ἐποχῆς.

Ἐκεῖ, στὴ μεγάλη μάχη τοῦ Ἔθνους, ἡ Παναγία περπατᾶ μὲ τοὺς στρατιῶτες, σώζει τραυματισμένους καὶ αἰχμαλώτους, πότε νοσοκόμα, πότε στρατηγὸς καὶ πότε παρηγορήτρια στὰ φτωχόσπιτα ποὺ ἔχαναν στὴν Πίνδο ἀγαπημένα πρόσωπα.

Ἡ μορφή της, τυπωμένη στὰ ἐπιστολικὰ δελτάρια, ἔκλεινε σὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι χαρτιοῦ τὸν πόνο, τὴν ἐλπίδα, τὰ δάκρυα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1940. Τῆς χρονιᾶς ἐκείνης, ποὺ ἡ Τῆνος, λίγα μέτρα ἀπὸ τὸν Ναὸ τῆς Εὐαγγελιστρίας, ἔζησε τὴν πιὸ φρικτὴ ὄψη τοῦ πολέμου. Τότε, στὶς ὀκτώμισι τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου, ἀνήμερα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸν ὅρμο τῆς Τήνου, ὅπου εἶχε καταπλεύσει γιὰ νὰ ἀποδώσει τιμὲς τὸ «εὔδρομον Ἕλλη», οἱ Ἰταλοὶ χτύπησαν μὲ τὸν πιὸ ὕπουλο τρόπο. Ἕνα ὑποβρύχιο τοῦ ἰταλικοῦ στόλου, τὸ «Ντελφίνο», τορπίλισε τὸ σημαιοστολισμένο πλοῖο. Διοικητὴς τῶν Δωδεκανήσων τότε ἦταν ὁ Ντὲ Βέκι, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐνημερώσει ψευδῶς τὸν Μουσολίνι, ὅτι στὴν θαλάσσια περιοχὴ μεταξὺ Τήνου καὶ Σύρου κινοῦνταν ἀγγλικὰ πλοῖα. Ἔτσι, τὸ ἰταλικὸ ὑποβρύχιο ἀνέλαβε νὰ δράσει χτυπώντας τὸ «Ἕλλη», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀφήσει πίσω συνολικὰ 10 νεκροὺς καὶ 29 τραυματίες. Ἕντεκα χρόνια ἀργότερα, ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση, ἀναγνωρίζοντας τὸ ἔγκλημα, ἔδωσε στὴν Ἑλλάδα ὡς ἀποζημίωση τὸ καταδρομικὸ «Εὐγένιος Σαβοΐας», τὸ ὁποῖο μετονομάστηκε σὲ «Ἕλλη ΙΙ».

Ὁ τορπιλισμὸς τοῦ «Ἕλλη» εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα λαὸς καὶ πολιτικοὶ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ψευδαισθήσεων, νὰ παραβλέψουν τὶς ὅποιες διαφορές τους καὶ νὰ ἑνωθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια σημαία. Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἰταλίας, Γκράτσι, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, στὰ ἀπομνημονεύματά του διαπίστωνε: «Τὸ ἔγκλημα τῆς Τήνου εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἔκανε τὸ θαῦμα, νὰ δημιουργηθεῖ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μία ἀπόλυτη ἑνότητα ψυχῶν. Μοναρχικοὶ καὶ βενιζελικοί, ὀπαδοὶ καὶ ἀντίπαλοί τῆς 4ης Αὐγούστου πείστηκαν, πὼς ἕναν μόνο ἀδυσώπητο ἐχθρὸ εἶχε ἡ Ἑλλάδα, τὴν Ἰταλία».

Δυὸ μῆνες ἀργότερα, οἱ καμπάνες τοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας ἤχησαν, ὅταν οἱ Ἰταλοὶ εἰσέβαλαν στὴν Ἤπειρο, καλώντας τοὺς πάντες νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν γιὰ τὸ χτύπημα στὴν «Ἕλλη». Ὁ Σπύρος Μελὰς ἔγραφε: «Κλείνοντας βαθειὰ μέσ’ στὴν ψυχὴ του ὁ καθένας μας τὸν πόνο καὶ τὴ λύσσα του -λέει ὁ αὐτόπτης-, ἑνωμένοι στὴν ἀγάπη μας γιὰ τὴν Ἑλλάδα, σὲ μία μόνη θέληση χαλυβδωμένοι, παρακαλέσαμε τὴ θαυματουργὸ Παρθένα νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ἐκδικηθοῦμε μὲ τὰ καράβια μας τὸν ἐχθρὸ γιὰ τὸ ἄτιμο ἔγκλημά του».

Μετὰ τὸ πρῶτο ξάφνιασμα ποὺ προκάλεσε ἡ ἰταλικὴ εἰσβολή, τὸ κλίμα ἀντιστράφηκε «…καὶ ἡ Ἑλλὰς ἐπήδηξεν εἰς τὰ ὄρη ἀνένδυτος, γυμνή, κουρελοὺ καὶ ἐπολέμησε μὲ τὶς πέτρες καὶ ἐσταμάτησε τὴν ἄτιμον εἰσβολὴν καί… περνοῦν ἕνα, δυό, τρία, δέκα, δεκαπέντε εἰκοσιτετράωρα, ὢ – καὶ νικᾶ. Τί θὰ γίνη;… Θὰ γίνη ὅ,τι ἤθελε ὁ Ὕψιστος, θὰ γίνη ὅ,τι ἔχει ἀποφασίσει ἡ ὑβρισμένη Παναγία τῆς Τήνου. Θὰ νικήσωμεν», σημείωνε στὴν «Καθημερινή» τὸν Νοέμβριο τοῦ 1940 ὁ Γεώργιος Βλάχος.

Μὲ τὶς πρῶτες νίκες, ὁ βασιλιὰς Γεώργιος Β΄ στὴν ἡμερήσια διαταγὴ πρὸς τὸν μαχόμενο στρατὸ ἀνέφερε: «…Ἐνικήσατε, Ἕλληνες πολεμισταί, διότι τὸ δίκαιον εἶναι μαζί σας καὶ διότι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία σᾶς προστατεύουν».

Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ ἡμερησία διαταγὴ τοῦ ἀρχιστρατήγου Ἀλέξανδρου Παπάγου: «…ἡμεῖς ὅλοι εἴμεθα ὑπερήφανοι δι’ αὐτοὺς καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία τοὺς εὐλογοῦν ἀπὸ ψηλά».

Στὴν ἡμερήσια διαταγὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, ὁ Παπάγος ἀνέφερε: «Στρατιῶται, ὁ Θεὸς εἶναι μαζί σας, ἡ πληγωμένη Παναγία τῆς Τήνου εὐλογεῖ τὸν ἀγῶνα σας καὶ σᾶς ὁδηγεῖ καὶ Αὔτη θὰ σᾶς δώσει δύναμη γιὰ νὰ συντρίψετε ὁριστικὰ καὶ τελειωτικὰ τὸν ὕπουλο ἐχθρό, ποὺ θέλησε, χωρὶς καμία ἀφορμή, νὰ μᾶς κάνη δούλους»…

Πέρα, ὅμως, ἀπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὰ ἐμπνευσμένα κείμενα τῶν πρωταγωνιστῶν, τὸ ἴδιο τὸ Ἵδρυμα τῆς Παναγίας, μὲ ἀπόφαση τῆς Διοικοῦσας Ἐπιτροπῆς, ἦρθε νὰ συνεισφέρει τὰ μέγιστα στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν Ἰταλῶν. «Ἡ Ἐπιτροπὴ τὴν 1η Δεκεμβρίου τοῦ 1940 ἀποφασίζει ὁμόφωνα καὶ ἐκχωρεῖ, μεταβιβάζει καὶ θέτει εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ εὐσεβεστάτου Ἡγήτορος τῆς Κυβερνήσεως ὅλα τὰ ἐν τῷ Ἰδρύματι τῆς Εὐαγγελιστρίας ὑπάρχοντα καὶ εἰς αὐτὸ ἀνήκοντα ἀναθήματα εἰς τιμαλφῆ ἀντικείμενα καὶ κοσμήματα παντὸς εἴδους, συμπεριλαμβανομένων, μετ’ ἔγκρισιν τοῦ ἁρμοδίου ὑπουργείου, καὶ τῶν τοιούτων πρὸς αὐτὸ παρ’ εὐσεβῶν προσκυνητῶν ὑπὸ τὸν ὄρον τῆς μὴ ἐκποιήσεως, ὡς ἐπίσης καὶ τοῦ ἐντὸς θήκης τῆς Πανσέπτου Εἰκόνος, καθηλωμένου ἀπὸ τὸ 1935 ἔτους, πολυτίμου περιδεραίου ἐκ πλατίνης καὶ μπριγιάντ, δωρεὰ Αἰκατερίνης Βάττη, εἰς σχήματα ἐκ χρυσοῦ μετὰ τῶν τοῦ μαρμαρίνου προσκυνηταρῖου τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος χρυσῶν ἀφιερωμάτων διαφόρων, ἑξαιρέσει τινῶν ἐξ αὐτῶν εἰκονιζομένων τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον, εἰς σχήματα ἀργυρὰ καὶ ἐπάργυρα διάφορα, καὶ τὰ ἐν τῷ ἀποθεματικῷ Ταμείῳ εὑρισκόμενα καὶ μὴ ἐν κυκλοφορίᾳ ἀργυρὰ ἑλληνικὰ καὶ ξένα νομίσματα, διάφορα, τὰ περιλαμβανόμενα εἰς τὰ γραμμάτια ἀναθημάτων τιμαλφῶν διακοσμήσεως ναοῦ…».

Ἡ κίνηση αὐτὴ τῆς ἐπιτροπῆς ἔγινε δεκτὴ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση, τὸ παλάτι καὶ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ὧρα ποὺ ἡ ἐπιτροπὴ προσέφερε τὴν περιουσία τοῦ Ἱδρύματος γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγῶνα, στὸ μέτωπο ἡ Παναγιὰ εἶναι… παροῦσα. Συντροφεύει, παρηγορεῖ, ἐμπνέει τοὺς στρατιῶτες: «…Μᾶς βελονιάζει τὰ κόκκαλα ἡ νύχτα στ’ ἀμπριά. Ἐδῶ μέσα μεταφέραμε τὰ φιλικὰ πρόσωπά μας καὶ τ’ ἀσπαζόμαστε, τὴ μυρωδιὰ τοῦ σπιτιοῦ, τὴ θέα τῶν λόφων, τὴν ἅπλα τῆς θάλασσας, τὶς πλεξοῦδες τῶν κοριτσιῶν, μεταφέραμε τὴν Παναγία μὲ τὸ γαρούφαλλο, ἀσίκισσα, πού μᾶς σκεπάζει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ χιόνι, πού μᾶς διπλώνει στὴν μπόλια της πρὶν ἀπ’ τὸ θάνατο», ἔγραφε ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος.

Καὶ ὁ Ἄγγελος Σικελιανός… προσευχόταν: «Παρθένα μάννα, τὸ πικρὸ ποτήρι ὡς τὴ στερνὴ τὸ ’πιαμε στάλα. Δρᾶμε ἐκεῖ, ποὺ τὰ ἴδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. Ἂνοιξ’ τὸ δρόμο, ἀκοίμητη, νὰ πᾶμε ὅπου τουφέκι καὶ λιβανιστήρι. Οἱ ἁρματωμένοι τοὺς ναοὺς φροντίζουν! Στὸ ναό σου νὰ μπῆ ὁ στρατός σου κᾶμε». Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Τίμος Μωραϊτίνης ἐκφραζόταν δυναμικὰ καὶ ἀπόλυτα μὲ τὸν δικό του τρόπο: «Δὲν εἶμ’ ἐγὼ τὸ ἄδικο, τὸ δίκιο εῖμ’ ἐγώ/ δὲν εἶμ’ ἐγὼ κατακτητής, ἐγὼ εἶμ’ ἡ Ἑλλάδα/ κι ἔστησα ἐδῶ τὴ λόγχη μου ἀλύγιστη λαμπάδα, τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ».

Μηνύματα ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμὴ

Στὰ γράμματα ἀπὸ τὸ μέτωπο, ἡ Παναγία, γιὰ στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικούς, ἦταν ἡ προστάτιδα, ἡ μάνα, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἴδια ἡ ζωή, ποὺ ἀνεβοκατέβαινε τὰ βουνά, διάβαινε τὰ ποτάμια, φωλίαζε σὲ σπηλιὲς πλάι σὲ τραυματίες καὶ τοὺς περιποιοῦνταν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη.

Καὶ αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας Της περιέγραψε στὸ γράμμα του πρὸς τὴν ἀδελφή του ἕνας στρατιώτης ἀπὸ τὴν Χίο: «Ἀδελφούλα μου, νικοῦμε! Ἡ Παναγία ὁλοζώντανη μᾶς ἀκολουθεῖ. Παρακαλεῖτε καὶ σεῖς ὅσο μπορεῖτε γιὰ τὴ σύντομη τελικὴ νίκη».

Ἕνας ἄλλος στρατιώτης ἐξηγοῦσε στοὺς γονεῖς του, γιατί δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχοῦν: «Ἀγαπητοί μου γονεῖς, σεῖς θὰ φαντάζεσθε πράγματα φοβερὰ καὶ τρομερά, ἐνῶ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει καθόλου. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ στεναχωριέσθε. Ἄλλως τέ, γιὰ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα τοῦ μετώπου φροντίζει ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου νὰ τὰ κρατῆ γερὰ καὶ νὰ τοὺς δίνει νίκες καὶ μόνο νίκες. Θέλω νὰ μοῦ γράφετε τακτικά».

Σὲ κάθε εὐκαιρία, οἱ στρατιῶτες φρόντιζαν νὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Κάτι σὰν φυλαχτό. Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὴν ἤθελαν ὁδηγήτρια: «Καίτη μου», γράφει στὴ γυναίκα του ἕνας στρατιώτης, «δὲν θέλω νὰ μοῦ στείλης φανέλλες καὶ κάλτσες. Προτιμῶ νὰ μοῦ φτιάξης καὶ νὰ μοῦ στείλης μία σημαία τῆς ξηρᾶς, στὸ μέγεθος ποὺ ἔχουν τὶς σημαῖες των τὰ σωματεῖα. Στὸ κέντρον, μέσα σ’ ἕναν χρυσὸ κύκλο, νὰ βάλης τὸν Ντίνο νὰ ζωγραφίση τὴν Παναγία τῆς Τήνου. Μία τέτοια σημαία θέλω νὰ κάνω σημαία στὸν λόχο μας. Θὰ παραξενεύεσαι, γιατί δὲν μὲ ἤξερες γιὰ θρῆσκο, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα βλέπουν τὰ μάτια μου πιστεύω κι ἐγὼ, ὅτι μία θεϊκὴ δύναμις συντροφεύει τὸν στρατόν μας. Ἄλλωστε, πῶς μποροῦσα νὰ μείνω μόνος ἐγὼ ἀσυγκίνητος μέσα στὸ κύμα τῆς πίστεως ποὺ ἔχει ὅλος ὁ στρατός μας πρὸς τὴν Παναγία τῆς Τήνου, ποὺ τὴν πιστεύει προστάτιδά του;».

Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες φρόντιζαν νὰ δείχνουν μὲ κάθε τρόπο τὴν βαθειά τους πίστη πρὸς τὴν Εὐαγγελίστρια. Ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, 23 στρατιῶτες τοῦ 23ου Συντάγματος Πεζικοῦ μὲ ἐπιστολὴ τους πρὸς τὸ ἱερὸ ἵδρυμα ζητοῦν νὰ τελεσθεῖ παράκλησις: «Οἱ κάτωθι στρατιῶτες τοῦ 23ου Συντάγματος προσέφερον τὸν πενιχρὸν ὀβολὸν των διὰ μίαν παράκλησιν ὑπὲρ τῆς ὑγείας καὶ τῆς τελικῆς νίκης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Παρακαλοῦμεν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπιτροπὴν, ὅπως κάνη παράκλησιν καὶ διαβασθοῦν τὰ ὀνόματα τῆς ὑποβαλομένης καταστάσεως, οἵτινες κατέβαλον τὸ ποσὸν τῶν δράχ. 630, ἅς ἀποστέλομεν διὰ ταχυδρομικῆς ἐπιταγῆς, ἤνα τελεσθῆ ἡ παράκλησις».

Ἀπὸ τὰ πλέον συγκινητικὰ γράμματα πρὸς τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς εἶναι αὐτὸ τοῦ ὑπαξιωματικοῦ Δ. Μεϊμάρη, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ ἀνορθόγραφες λέξεις, τὸν Μάρτιο τοῦ 1941, διατύπωσε μὲ ἁγνότητα τὴν ἐπιθυμία του: «Κύριε ἐπίτροπε Τύνου Εὐαγγελιστρίας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ δεχθίται αὐτὸ τὸ μικρὸ δόρον διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγιᾶς, διότι ἔτιχα νὰ εἶμαι ἲς τὴν Ντίνο ἲς 15 Αὐγούστου 1940, ποὺ βούλιαξαν τὴ Ἕλλη, καὶ ἤδα μαὶ τὰ μάτια μου τὴν λαχτάραν ποὺ πέρασαν τὰ ναυτάκια μας καὶ ὅλοι μας, ὅσοι βρεθήκαμε ἐκη καὶ οἱ κάτικη, καὶ γι’ αὐτὸ νικᾶμε ἕναν τόσο ἰσχιρὸ ἐχθρό, μαὶ τὴ δύναμη τῆς Μεγαλόχαρης, καὶ ὅταν ζήσω, μὲ τὸ καλό, θὰ ἔλθω μόνος μου καὶ θὰ φέρω τὸ ἀφιερομά μου, τὸ ὁποῖον ἔχω τάξη, ἀφοῦ θὰ γυρίσομεν νικιταὶ καὶ θὰ ἑορτάσομε τὴ χάρι τῆς ὅλοι μαζή. Σᾶς παρακαλῶ, ἂν λάβεται τὴν παροῦσα μου, ἂν θέλετε γράψετέ μου ὅτι λάβατε καὶ τὸ μικρὸν δόρον μου, μία 10άρα, τὸ ὁποῖον περισέβη ἀπὸ ἕνα στρατιότι».

Μὲ συντροφιὰ τὴν Παναγιὰ, οἱ πολεμιστὲς τῆς Πίνδου χάραζαν τὴ δική τους πορεία στὰ χιόνια «μὲ τὴν λαβομένη τῆς Τήνου νὰ προβαδίζει ψηλόλιγνη». Αὐτὴ τὴν «κοινὴ πορεία στρατιωτῶν καὶ Παναγίας» περιγράφει μοναδικὰ ὁ Ἄγγελος Τερζάκης στὸ ἔργο του «Ἑλληνικὴ ἐποποιία 1940-1941»: «Ἡ μάχη τῆς Πίνδου εἶχε τελειώσει … Ἐνῶ τὸ χιόνι πύκνωνε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ τὸ κρύο δυνάμωνε, ἐνῶ ὁ χειμώνας ἔμπαινε μὲ τὸ βῆμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ὁ φαντάρος εἶχε σηκώσει τὸ γιακὰ τῆς χλαίνης, ποὺ τὴν ἔφαγαν οἱ βροχές, ἔχωσε τὸ κράνος πάνω στὴ μάλλινη κουκούλα, ποὺ τοῦ εἶχε πλέξει καὶ τοῦ ἔστειλε ἐδῶ πάνω μία γυναίκα -μάννα, ἀδερφή, στεφανωτή- καὶ μὲ τὸ μάλινχερ στὴ χούφτα, ὅπλο καὶ ραβδί, προχωροῦσε ἀπὸ τὰ κάτασπρα καταράχια … Ἔπρεπε τώρα νὰ διώξει τὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὸ ἐθνικὸ ἔδαφος, νὰ τὸν κυνηγήσει ὅσο πιὸ μακριὰ γινόταν. Στὸ μέτωπο, σὲ ὅλη τη γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου ἴσαμε ψηλὰ στὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχισε νὰ ἔχει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ προβαδίζει, ψηλόλιγνη, ἀλαφροπερπάτητη, μὲ τὴν καλύπτρα της ἀναριγμένη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ πάντα, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει σὰν εἴτανε μωρὸ κι ὀνειρευότανε στὴν κούνια. Εἴταν ἡ μάνα, ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος στρατηγός».