Όταν εκείνη άφησε την έρημο για να δουλέψει σε ένα πορνείο, εκείνος μιμήθηκε την αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο και κατέβηκε στα βαθύτερα του άδη για να την σώσει...
"'...Επειδή ο κατά σάρκα αδελφός του Αβραμίου είχε πεθάνει αφήνοντας μόνη στον κόσμο την επτάχρονη κόρη του Μαρία, ο Αβράμιος την πήρε κοντά του, την έβαλε σ’ ένα μικρό κελλί κοντά στο δικό του και την άφησε ν’ ανθήσει ως άνθος της ερήμου διά της εν προσευχή συνομιλίας της με τον Θεό, δίνοντάς της τις αναγκαίες νουθεσίες από μια μικρή θυρίδα που έβλεπε στο κελλί του. Η νεαρά κόρη έφθασε έτσι την ηλικία των είκοσι ετών και πρόκοπτε στα θεάρεστα έργα. Μία ήμερα όμως, υπέπεσε στην αμαρτία με εναν ακόλαστο μοναχό πού ερχόταν συχνά και επισκεπτόταν τον Όσιο. Και αντί να ικετεύσει Εκείνον ο οποίος ενανθρώπησε για τη σωτηρία των αμαρτωλών, η Μαρία υπέπεσε στο εισέτι φρικτότερο αμάρτημα της απελπισίας. Ό διάβολος την έπεισε ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να ελεήσει εκείνη που κατασπίλωσε την παρθενία της και το αγγελικό Σχήμα. Αλλόφρων η Μαρία πήγε στη γειτονική πόλη και παραδόθηκε στην πορνεία. Επί δύο και πλέον ετη, καθημερινώς κυλούσε και πιο βαθιά στη βορβορώδη άβυσσο της αμαρτίας, ενώ ο Αβράμιος ανέπεμπε συνεχώς προσευχές προς τον Κύριο για να του αποκαλύψει πού είχε πάει η ανηψιά του. Από κάποιον ταξιδιώτη έμαθε πού κατέληξε η Μαρία και, προκρίνοντας τη σωτηρία των ψυχών από την ησυχία, το Σχήμα, την άσκηση και ακόμη και από τις προσευχές του, φόρεσε ένδυμα στρατιωτικό, μάζεψε τα λίγα χρήματα που είχε και μετέβη στο εργαστήριο της ακολασίας όπου η Μαρία ασκούσε το μιαρό της επάγγελμα, υποκρινόμένος ότι επιθυμούσε και εκείνος να απολαύσει τα κάλλη της. Παρήγγειλε δείπνο πολυτελές και για πρώτη φορά μετά πενήντα χρόνια έφαγε κρέας και ήπιε κρασί- κατόπιν αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα με τη νεαρή κόρη. Αφού έκλεισε τη θύρα και βεβαιώθηκε ότι δεν μπορούσε να του ξεφύγει, ο Αβράμιος αποκάλυψε στην ανηψιά του ποιος ήταν, ενώ εκείνη είχε παραλύσει από την κατάπληξη και την καταισχύνη, δεν τολμούσε να τον κοιτάξει και είχε τα μάτια της καρφωμένα στο πάτωμα. Ο Όσιος της μίλησε με πραότητα, χωρίς διόλου να την ψέξει. Με δάκρυα στα μάτια της υπενθύμισε την αγαλλίαση της ασκητικής βιοτής και της παρθενίας, την έπεισε ότι άπειρο είναι το έλεος του Θεού και υπερβαίνον παν αμάρτημα, ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι ακριβώς η απελπισία. Για να την ενθαρρύνει, πρόσθεσε: «Έλα, τέκνον, ας επιστρέψουμε στα κελλιά μας. Επάνω μου παίρνω την ανομία σου και εγώ θα απολογηθώ γι’ αυτήν ενώπιον του Χριστού την ημέρα της φοβεράς Κρίσεως. Εσύ, έλα απλώς στο κελλί σου, ξαναγύρισε στην άσκησή σου και την προσευχή και στάσου εκ νέου ενώπιον του πανοικτίρμονος Θεού». Γλυκά δάκρυα συντριβής κύλησαν στο πρόσωπο της Μαρίας όταν άκουσε τα λόγια αυτά, και δέχθηκε να φύγει μαζί του από το πανδοχείο της αμαρτίας και να εγκαταλείψει τον ακόλαστο βίο. Ξανακλείσθηκε στο στενό κελλί της με τόσο ζήλο και με τόσα δάκρυα, ώστε δεν άργησε όχι μόνον να λάβει από τον Θεό συγχώρηση των αμαρτιών, αλλά και το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Αφού διήνυσε θεάρεστο βίο, ο Όσιος Αβράμιος εκοιμήθη εν ειρήνη το 366, και πέντε χρόνια αργότερα ανεπαύθη και η ανηψιά του."