Καὶ πᾶμε 28 ’Oκτωβρίου, τώρα, ἔχομε τὴν Ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν Ἐθνική μας ἑορτή, τὴν 28η ’Oκτωβρίου 1940, τὴν ἐπέτειο, δηλαδή.
Ἀρχικά, ἡ Ἁγία Σκέπη ἑορτάζετο τὴν 1η τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου. Ἀλλὰ τὸ 1952 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴ μετέθεσε στὶς 28 ’Oκτωβρίου, γιὰ νὰ ἔχει καὶ ἡ Ἐθνική μας ἑορτὴ θρησκευτικὸ ὑπόβαθρο. Ἄλλωστε ἡ Παναγία, καὶ στὸ Βυζάντιο ἔσκεπε μὲ τὴν Ἁγία Σκέπη Της τὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ στὴν Τουρκοκρατία καὶ στὴ συνέχεια καὶ στὸ μεγάλο ’40 ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ σκέπει καὶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα, τὴν Ὀρθόδοξη καὶ τρισένδοξη Ἑλλάδα μας.
Τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. στὸ Βυζάντιο ἔκαναν ἕνα βράδυ ἀγρυπνία στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ποὺ προαναφέραμε. Κι εἶχε πάει ἐκεῖ κι ἕνας ἀσκητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, μὲ τὸν μαθητή του Ἐπιφάνιο. Καὶ συνέχιζε ἡ ἀγρυπνία καί, κατὰ τὶς τέσσερεις τὸ πρωί, εἶδε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, καθὼς ἀγρυπνοῦσε, νὰ μπαίνει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ποιός ἄλλος; Ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ὑποβαστάζετο ἀπὸ τοὺς δύο μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο. Δυνατοὶ ἅγιοι, οἱ ἰδιαίτεροι τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Καὶ ἀκολουθοῦσαν καὶ προπορευόντουσαν καὶ λευχειμονοῦντες ἅγιοι ἀμέτρητοι. Τὸ εἶδε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας κι ἔπαθε. Ἐξεπλάγη. Κατενύγη. Συγκινήθηκε. Καὶ σκουντάει τὸν μαθητή του, τὸν Ἐπιφάνιο, καὶ τοῦ λέει, «Βλέπεις;» «Ναί», λέει. «Τί βλέπεις;» «Τὴν Κυρία μας μὲ ἀμέτρητο ὀψίκι». Συνοδεία. Ἦλθε ἡ Κυρία στὴ μέση τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἄμβων, κι ἐκεῖ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ ὥρα πολλή. Γιὰ τὸν λαὸ καὶ τὴν οἰκουμένη, καὶ δάκρυα πολλὰ κυλοῦσαν ἀπὸ τὰ μάτια Της.
Ἀπ’ Αὐτὴν στεκόμαστε. Ἀπ’ Αὐτὴν στεκόμαστε στοὺς αἰῶνες. Αὐτὴ μᾶς διαφεντεύει, ἡ Κυρία μας, Αὐτὴ μᾶς προστατεύει, Αὐτὴ μᾶς ἀγαπάει, Αὐτὴ κλαίει καὶ παρακαλεῖ γιὰ μᾶς, Αὐτὴ κάνει τὰ πάντα πάντοτε. Γι’ αὐτό, μὴν Τὴν ἀφήνομε, μὴν Τὴν ξεχνᾶμε τὴν Κυρία μας Θεοτόκο. Κι ἀφοῦ προσευχήθηκε ὥρα πολλή, καθὼς σημειώνει τὸ Συναξάριο, ἀνέβηκε πρὸς τὸ Ἱερὸ Βῆμα, μπροστὰ στὴν Ἁγία Πύλη, ἐκεῖ στὸν σολέα, στὸ πλάτωμα, καὶ προσευχήθηκε καὶ πάλι, ὑψώνοντας τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, καὶ σὲ κάποια στιγμὴ βγάζει τὸ μαντήλι της, τὸ μαφόριο, τὴν Ἁγία Σκέπη της, καὶ τὴν ἁπλώνει, μὲ τὰ πανάχραντα χέρια της, ἐπάνω ἀπ’ τὸν λαό. Κι ἔβγαζε ἡ Ἁγία Σκέπη ἕνα ὑπέροχο καὶ οὐράνιο καὶ παραδεισένιο φῶς. Καὶ τὴν κράτησε ὥρα πολλή, ἐκεῖ, τὴ μαντήλα της, τὴν Ἁγία Σκέπη, καὶ οἱ ἅγιοι, καθὼς τὸ ἔβλεπαν, οἱ ἄλλοι δὲν βλέπαν τίποτε, εὐφραινόντουσαν κι ἔκλαιγαν κι εὐχαριστοῦσαν τὴν Κυρία μας. Κι ἀφοῦ ἔμεινε ὥρα πολλὴ μὲ τὴν Ἁγία της Σκέπη, ὕστερα τὴ μάζεψε καὶ ἔφυγε καὶ πῆγε στὸν οὐρανό. Κι ἀπὸ τότε ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει, κάθε χρόνο, τὴν Ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου.
Στὸ μεγάλο Σαράντα, καθὼς ἡ πατρίδα μας σύρθηκε ἀθέλητα σὲ πόλεμο, ἐκεῖ στὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ στὴν Ἀλβανία, ἡ Παναγία μας ἦταν ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Ἐσκέπαζε τὸν ὑπέροχο στρατό μας καὶ σκέπαζε ὅλους. Κι ἔβλεπαν οἱ Ἰταλοὶ καὶ τά ’χαν χάσει μιὰ γυναῖκα νὰ τρέχει παντοῦ καὶ νὰ σκεπάζει, ὅπως εἴπαμε, τὸν στρατὸ καὶ τὸ μέτωπο. Καὶ λέγανε οἱ καημένοι, «Mά, καλά, ποιά εἶν’ αὐτὴ ἡ γυναῖκα; Τὴ βλέπουμε ἐδῶ, τὴ βλέπουμε παρέκει, τὴ βλέπουμε παραπάνω, τὴ βλέπουμε παντοῦ. Ποιά εἶν’ αὐτὴ ἡ γυναῖκα;» Καὶ τοὺς ἀπήντησαν, «Eἶναι ἡ Παναγία». Παρουσιαζόταν καὶ σὲ ἀξιωματικοὺς καὶ σὲ στρατιῶτες καὶ στοὺς λοιποὺς καὶ σὲ γυναῖκες ποὺ πολεμοῦσαν στὴν Πίνδο καὶ ὄχι μόνο καὶ τοὺς ἔδινε θάρρος καὶ δύναμη μεγάλη.
Καὶ σήμερα ἡ πατρίδα μας εὑρίσκεται σὲ δυσκολία, ἀλλὰ ἔχει τὴν Ἁγία της Σκέπη καὶ προστασία καὶ στοργή. Κι εἶπε στὸν Γέροντα Παΐσιο, ὅταν ζοῦσε, τοῦ ’πε: «Ἐσύ, Γέροντα, νὰ φροντίζεις τοὺς πονεμένους, κι ἐγὼ θὰ φροντίζω τὰ σύνορα τῆς πατρίδος σου». Καὶ μᾶς φροντίζει ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς μᾶς φροντίζει, κι ἐμεῖς ὁλόψυχα κι ὁλόθερμα τὴν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνομε τὸ θέλημα τοῦ Yἱοῦ καὶ Θεοῦ της, γιὰ νὰ μᾶς πάει στὸν Παράδεισο, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα μας.