Αγίου Σωφρονίου.
Ο πνευματικός πατήρ, όταν ερωτούν αυτόν, ζητεί δια της προσευχής σύνεσιν παρά του Θεού, αλλ’ ως άνθρωπος απαντά κατά το μέτρον της πίστεως αυτού συμφώνως προς τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «Και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν» (Β’ Κορ. δ’ 13), «εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ
μέρους προφητεύομεν» (Α’ Κορ. ιγ’ 9).
Ο πνευματικός εν τη προσπαθεία αυτού να μη σφάλη ο ίδιος δίδων συμβουλήν ή υπόδειξιν, υπόκειται εις την κρίσιν του Θεού και δια τούτο μόλις συναντήση αντίρρησιν ή και εσωτερικήν αντίστασιν του ερωτώντος ως επί το πλείστον δεν επιμένει εις τον λόγον αυτού, δεν τολμά να επιβεβαιώση αυτόν ως έκφρασιν του θελήματος του Θεού, και «ως άνθρωπος υποχωρεί».
Η στάσις αύτη ήτο καταφανής εις την ζωήν του Ηγουμένου Μισαήλ. Εκάλεσέ ποτε τον αρχάριον μοναχόν Πατέρα Σ. και ανέθεσεν εις αυτόν περίπλοκόν τι και δύσκολον διακόνημα. Ο υποτακτικός εδέχθη αυτό προθύμως και βαλών την καθιερωμένην μετάνοιαν κατηυθύνθη προς την θύραν. Αίφνης ο
Ηγούμενος εκάλεσεν αυτόν οπίσω. Ο υποτακτικός εστράφη προς αυτόν. Κλίνας την κεφαλήν επί του στήθους, ο Ηγούμενος ηρέμα αλλά σοβαρώς είπε:
‐ Πάτερ Σ., ενθυμού, ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει. Δια τούτο, όταν συ πράττης τι εξ υπακοής προς εμέ, τότε εγώ θα κριθώ υπό του Θεού, συ δε θα είσαι ελεύθερος απολογίας.
Εάν τις διεφώνει προς την εντολήν ή την οδηγίαν του Ηγουμένου Μισαήλ, έστω και κατ’ ελάχιστον, τότε ο εν γένει ανδρείος εκείνος ασκητής, παρά την ασκουμένην υπ’ αυτού διοικητικήν εξουσίαν, συνήθως απήντα: «Εάν ούτως έχη, καλώς … ποιήσατε ως θέλετε». Και δεν επανελάμβανε τον λόγον αυτού. Και ο Γέρων Σιλουανός ωσαύτως συναντών αντίστασιν παρευθύς εσιώπα.
Δια τι ούτω; Διότι αφ’ ενός μεν το Πνεύμα του Θεού δεν επιδέχεται ούτε βίαν ούτε έριν, αφ’ ετέρου δε το θέλημα του Θεού, ως έχον υπερβατικόν χαρακτήρα, δεν εκφράζεται μετ’ αποχρώσης πληρότητος, δεν δύναται να περικλεισθή εις τον λόγον του πνευματικού φέροντα αφεύκτως σφραγίδα
σχετικότητος. Ώστε μόνον εκείνος όστις δέχεται τον λόγον ως αρεστόν τω Θεώ, μη υποβάλλων αυτόν εις την ιδίαν αυτού κρίσιν, ή ως συνήθως λέγουν «χωρίς αντιλογίας», μόνον ούτος ευρίσκει την αληθή οδόν, διότι όντως πιστεύει ότι
«παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι» (Ματθ. ιθ’ 26).
Τοιαύτη είναι η οδός της πίστεως, η εγνωσμένη και βεβαιουμένη υπό της μακραίωνος πείρας της Εκκλησίας. Να ομιλής περί των θεμάτων τούτων, άτινα αποτελούν αποκεκαλυμμένον
μυστήριον της εν Χριστώ ζωής και άτινα εν ταυτώ εξέρχονται των ορίων της συνήθως ατόνου πνευματικότητος, ουδέποτε είναι ακίνδυνον. Διότι πολλοί δύνανται να εννοήσουν εσφαλμένως τον λόγον, να εφαρμόσουν αυτόν
αντικανονικώς εν τη πράξει και τότε, αντί να ωφεληθούν, είναι δυνατόν να ζημιωθούν, ιδίως αν ορμούν εις τον αγώνα μεθ’ υπερηφάνου αυτοπεποιθήσεως. Ότε εζήτει τις την συμβουλήν του Γέροντος, ούτος δεν ηγάπα και δεν ήθελε να δίδη αυτήν «εξ ιδίου νοός». Ενεθυμείτο τον λόγον του Οσίου Σεραφείμ
του Σαρώφ: «Ότε ωμίλουν εκ του νοός μου, τότε συνέβαινον σφάλματα», και προσέθετεν ότι «τα σφάλματα δύνανται να είναι μικρά, αλλά είναι δυνατόν να είναι και μεγάλα» (σ. 505).
Απο το βιβλίο ο άγιος Σιλουανός