Πριν
λίγο καιρό, χριστιανοί μου, γνώρισα έναν ευλαβέστατο έγγαμο ιερέα, τον
πατέρα Χερουβείμ. Ο πατήρ Χερουβείμ ήταν φιλακόλουθος, ευλαβής,
καλοσυνάτος, πράος, και με ταπεινό το φρόνημα. Συγχρόνως, ήτο και αφανής
εργάτης, από το 1960 και εντεύθεν, της προφορικής ευχής, το “Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, επηρεασμένος, κυρίως, από το τότε
κυκλοφορηθέν βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»…
Ο Θεός, όμως, τον αξίωσε να δεί δύο από τα παιδιά του οικονόμους της Θείας Χάριτος, δηλαδή λειτουργούς του Υψίστου.
Πριν
από τρία περίπου χρόνια, ο πατήρ Χερουβείμ συλλειτουργούσε μαζί με τους
δύο υιούς του, τον πατέρα Γεώργιο και τον πατέρα Ιωάννη, ανήμερα της
ονομαστικής του εορτής, στις 8 Νοεμβρίου, στον ιερό ναό της ενορίας του.
Κατά
την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας και στην Μικρά Είσοδο, εντελώς
απροσδόκητα εμφανίστηκε να προπορεύεται ένας αστραφτερός και ολόλαμπρος
διάκονος κρατώντας με το δεξί του το χέρι ένα χρυσό θυμιατό και με το
αριστερό ένα κερί που έβγαζε αντί για φλόγα, φως χιλίων κηρίων, χιλίων
βάτ. Από όλο το εκκλησίασμα μόνο καμιά δεκαριά χριστιανοί έβλεπαν το
εξαίσιο αυτό θέαμα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κύριος Ιωάννης
Παπαευθυμίου. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος με την πάλλευκη στολή και τη
συγχρόνως πιτσιλισμένη από αίματα εφαίνετο ότι συλλειτουργούσε μεν, με
τους τρείς ιερείς, τον πατέρα με τους δυό γιούς, χωρίς όμως να κάνει
εκφωνήσεις. Την εμφάνιση αυτού του αγγέλου, εκτός από τον κύριο
Παπαευθυμίου, την είδαν και μερικοί άλλοι χριστιανοί, όχι περισσότεροι
από δέκα. Ο αστραφτερός αυτός διάκονος είχε πάντοτε το κεφάλι σκυμμένο
και στο πρόσωπό του διεκρίνετο μεγάλος σεβασμός και δέος προς τα φρικτά
τελούμενα της Θείας Λειτουργίας, της επί γης Θείας Λειτουργίας.
Στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη με το ολοφώτεινο κερί πάντοτε στο χέρι του.
Στη
Μεγάλη Είσοδο και πάλι μπροστά με το χρυσό θυμιατήρι, σαν τα δικά μας
τα θυμιατά, αλλά χρυσό και το παράδοξο αυτό κερί στο άλλο του το χέρι.
Όταν
ο πατήρ Χερουβείμ έφτασε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και είπε «τα
σα εκ των σών» ο ουράνιος αυτός διάκονος έσκυψε μέχρι το έδαφος. Δεν
γονάτισε, απλώς διπλώθηκε στα δύο και σκέπασε το πρόσωπό του με το
οράριο, το οποίον κρατούσε με τα δύο του δάκτυλα, έτσι το κρατούμε το
οράριο από δώ, και το έβαλε μπροστά στα μάτια του.
Στο
«Εξαιρέτως της Παναγίας» δε σηκώθηκε αλλά παρέμεινε σκυφτός μέχρι που
τελείωσαν οι ιεροψάλτες τον υπέροχον αυτόν ύμνον, «Άξιον Εστίν ως αληθώς
μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον». Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του ήταν τόσο
φωτεινό και τόσο λαμπερό, που ο κύριος Παπαευθυμίου, ο Ιωάννης, όπως και
οι άλλοι, όχι όλοι, μερικοί, όχι παραπάνω από δέκα, δεν μπορούσαν να το
ατενίσουν, γι’ αυτό έκλεισαν τα μάτια τους, όλοι τους. Όταν τα
ξαναάνοιξαν, ο αστραφτερός αυτός διάκονος με τη χρυσή πάλλευκη στολή και
την πιτσιλισμένη από αίματα είχε εξαφανιστεί.
Μετά
το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το μοίρασμα του αντιδώρου και τις
πολλές ευχές που δέχτηκε ο πατήρ Χερουβείμ, τον πλησίασε ο κύριος
Γιάννης μαζί με τους άλλους και τον ρώτησαν «ποιος ήταν ο ολόλαμπρος
αυτός ουράνιος διάκονος;». Κατάλαβαν ότι ήταν ουράνιος γιατί ξαφνικά
εμφανίστηκε και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Στην αρχή, το αρνήθηκε ο καημένος
και έλεγε ένα πλήθος από δικαιολογίες, τους έλεγε ότι ήταν φαντασία
τους, ότι ήταν πλάνη τους, ότι κείνο, ότι ήταν αυτό, αλλά εκείνοι, όμως,
επέμεναν διότι έδωσαν λεπτομέρειες από την εμφάνιση αυτού του ουρανίου
διακόνου. Οι μάρτυρες ήσαν αυτόπτες διότι πολλές φορές βρέθηκαν να
τσιμπούν τον εαυτό τους εάν ονειρεύονται, ή εάν κοιμούνται, ή εάν
πλανώνται, έτριβαν τα μάτια τους, και έτσι λοιπόν αυτή την
πραγματικότητα αναγκάστηκε στο τέλος να την παραδεχθεί.
–
Ναι, τους είπε, ήτανε … ο Άγιος Λαυρέντιος, διάκονος και μεγαλομάρτυρας
της του Χριστού Εκκλησίας, τον οποίον τιμώ ιδιαιτέρως, διότι, πριν από
είκοσι χρόνια, στη μνήμη του, είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο, στις 10
Αυγούστου του 1982. Σας παρακαλώ και εντέλλομαι να κρατήσετε το στόμα
σας κλειστό μέχρι που να πεθάνω. Ακόμα και στους δύο υιούς μου τους
ιερείς, που δεν αντελήφθησαν σήμερα τίποτα από την παρουσία του Αγίου
Λαυρεντίου, και σ’ αυτούς δεν θα πείτε τίποτα.
π Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Ομιλία 133, Τετάρτη, 1 Νοεμβρίου 2006