Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς


«Δὲ σοῦ εἶπα νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ μένα; Νά, πάρε τὸν Χριστό!»

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸν Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, ὑπέρφωτη, ἡλιόμορφη, μὲ τὴ διπλή της πάντοτε ἰδιότητα, Μητροπαρθενική. Ὁ Ἅγιος μιλοῦσε γιὰ ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς μὲ λόγια ποὺ κανεὶς θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ βάλει στὸ σακίδιο τῆς καρδιᾶς του καὶ νὰ φύγει γιὰ κάποιο ἔρημο νησὶ καὶ νὰ τρέφεται μονάχα ἀπὸ αὐτὰ γιὰ μία ὁλόκληρη ζωὴ μὲ εὐχοῦλες στὴ γλυκιὰ Παναγιά.

«Εἶδα, δέ, ὁ ταπεινός, τόσο ὅσο ἐπέτρεπε ἡ θνητότητά μου καὶ μὲ σεβασμὸ γύρισα τὸ πρόσωπό μου πρὸς τὴ γῆ. Δὲν μποροῦσα ἄλλο νὰ κοιτάξω, γιατί τὸ πανάγιο Βρέφος της, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μας, τὸν Ὁποῖον κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της, ἄστραφτε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο κατὰ τὸ θεοπρεπὲς μεγαλεῖο Του. Γέμισε τόσο τὴν εὐτέλειά μου μὲ τὴν ἀγάπη Του, ὥστε ἀγνοοῦσα ἐντελῶς τὸν ἑαυτό μου καὶ μόνον θαύμαζα. Τότε, ἄκουσα τὴν μυρίπνοη καὶ γλυκύτερη ἀπὸ μέλι φωνὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ μοῦ λέει: Δὲ σοὺ εἶπα νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ μένα; Γιατί ἀποθαρρύνεσαι; Νά, πάρε τὸν Χριστό! Ἅπλωσε τὴ μακαρία ἀγκαλιά της πρὸς ἐμένα καὶ τὸ πανάγιο Βρέφος μὲ πλησίασε, ὅσο ποὺ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ φτάσει. Ἐπειδὴ ἐγώ, ἀπὸ τὴν ἔκπληξή μου, δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω καμία κίνηση, ἅπλωσε, τότε, ὁ Πανάγαθος Ἰησοῦς μας τὸ χεράκι Του καὶ μὲ χάιδεψε τρεῖς φορὲς στὸ μέτωπο καὶ στὸ κεφάλι. Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀγάπη ἀμέτρητη καὶ φῶς, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ σταθῶ πλέον στὰ πόδια μου».

Ἔπεσε μὲ πόθο καὶ ἀναφιλητὰ καὶ καταφιλοῦσε καὶ κατάβρεχε μὲ δάκρυα τὸ μέρος ποὺ στεκόταν ἡ Βασίλισσα τῶν Ὅλων. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπανῆλθε πάλι πίσω στὴν εἰκόνα Της, ἀφήνοντας ὅμως τὴν παρηγοριὰ τῆς ἐνθυμήσεώς Της καὶ τὴν εὐωδία της. Τὸ μέρος ὅπου εἶχε πατήσει ἡ Παναγία, εὐωδίαζε γιὰ πάρα πολὺ καιρὸ κατόπιν ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ ὑπερθαυμαστὸ περιστατικό.

Ἄλλοτε, ἠρπάγη! Σὰν μικρούλι παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας

Ὁ Ἡσυχαστὴς ἠρπάγη σὲ κάποιο λιβάδι, σὲ ἕναν χιονόλευκο δρόμο μὲ ἀδαμάντινα καὶ κρυστάλλινα τείχη, μὲ ἄνθη ποικίλα καὶ χρυσόχρωμα, μὲ τὸν νοῦ του νὰ αἰχμαλωτίζεται στὴ θεωρία ἐκείνου τοῦ τοπίου. Εἶδε ἕνα παλάτι ὑψηλό, θαυμάσιο ποὺ ἀπέστραπτε, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Στὴ θύρα τοῦ παλατιοῦ, ὁ Ἅγιος ἀντίκρισε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, «βαστάζουσα ὡς Βρέφος τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν εἰς τὴν ἀγκάλην της» ὅπως ὁ ἴδιος, ἐπὶ λέξει, διηγεῖτο. Ἡ Παναγία ἦταν κατάλευκη σὰν χιόνι, ὅλη ἀπαστράπτουσα. Ὁ Γέροντας πῆγε κοντὰ καὶ τὴν ἀσπάστηκε, ἀλλὰ τότε ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων τὸν φώλιασε σὰν μικρούλι παιδὶ στὴν ἀγκαλιά Της καὶ ἀμέσως κάτι τοῦ εἶπε. “Δε λησμονῶ τὴν ἀγάπη, ὅπου μοῦ ἔδειξε, ὡς γνήσια Μητέρα”. Ἔμεινε γιὰ ὥρα κοντά Της, «καί, ὅ,τι κάμνει ἕνα μικρὸ καὶ ἀθῶο παιδάκι ὅταν δεῖ τὴ γλυκιά του μανούλα, τὰ ὅμοια κι ἐγώ. Πῶς δὲ ἔφυγα ἀπὸ κοντά της, μήτε τώρα τὸ γνωρίζω, καθότι ὁ νοῦς μου ἄνωθεν εἶχε ὅλος καταποθεῖ».

Γονατιστὸς καὶ χύνοντας κρουνοὺς δακρύων γιὰ τὴν Παναγία

Τὰ πνευματικοπαίδια τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ εἶχαν πολλὰ νὰ μαρτυρήσουν γι’ αὐτὴν τὴν ἰδιαιτέρα ἀγάπη τοῦ Γέροντος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς γράφει, ὅτι, ὄντως, ἦταν τόσο ξεχωριστὴ ἡ ἀγάπη του γιὰ Ἐκείνην ποὺ τὸν προδιδαν κι αὐτὲς ἀκόμη οἱ κινήσεις του, ὅταν ἄκουγε τὸ ὄνομά Της ἢ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα Της. Ὁ Γέρων Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Ἡσυχαστὴς προτιμοῦσε νὰ πηγαίνει στὰ παρεκκλήσια μονάχος του, διότι, ὅταν ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἔπεφτε μπροστά της καὶ μὲ ποταμοὺς δακρύων καταφιλοῦσε τὴν ἁγία μορφή της. Συχνά, περνοῦσαν ὧρες ὁλόκληρες ἐνῶ ἐκεῖνος παρέμενε στὴν ἴδια στάση, γονατιστὸς καὶ χύνοντας κρουνοὺς δακρύων.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὁμίλησε κρυστάλλινα περὶ τοῦ πολυαγαπημένου αὐτοῦ τέκνου της, καλωσορίζοντας κοντά Της καὶ εἰς τοὺς οὐρανοὺς τὸν Ἡσυχαστὴ κατὰ τὴν ἐόρτιο ἡμέρα τῆς δικῆς της Κοιμήσεως, 15 Αὐγούστου 1959. Τὴν μέρα τῆς Παναγίας ἦταν Θεία Λειτουργία, ἔψαλλε τὸ Τρισάγιο καὶ μετέλαβε. Ξημερώνοντας, ἔφυγε. Στὶς 15 τοῦ Αὐγούστου ἀνέβαινε ὁ ἥλιος καὶ ὁ Ἅγιος τὸν τρυποῦσε στὸ στεφάνι του ὡς βέλος νίκης καὶ χαρᾶς πρὸς τὴν ἀγκαλιὰ τῆς γλυκυτάτης Μανούλας.

Ἕνα παρακαλετό, μία ἐπίμονη κραυγὴ ὡσὰν ἰσόβιος ζητιάνος

Ἡ ζωὴ τοῦ Ἡσυχαστῆ ὑπῆρξε ὅλη μία ἀσίγαστη κραυγή, μία παράκληση, ἕνα ἐπίμονο παρακαλετό, ὅτι, «Γλυκὲ Ἰησοῦ Χριστέ!», ὅτι, «Παναγία, Μανούλα μου!», ὅτι «Ἐλᾶτε στὸν φτωχόν!», ἕνα ζητιάνεμα πρὸς τὸν Θεόν, ὅπως καμιὰ φορᾶ μᾶς πλησιάζουν καὶ κολλοῦν ἐπάνω μας τὰ φτωχὰ παιδιὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀνέμελοι πίνουμε τὸ ρόφημά μας, ἤ, ὅ,τι ἄλλο κάνουμε μέσα στὴν εὐχαρίστηση τῆς κοσμικότητάς μας.

Εἰσηγοῦνταν ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ παρακαλετὸ πρὸς τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστόν:

«Φώναζε, λοιπόν: Ἰησοῦ μου, ζωή μου, τὸ φῶς τῆς ψυχῆς μου, ἡ γλυκειὰ πνοή μου, ἡ χαρά μου καὶ ἡ ζωή μου! Μὲ ὅ,τι λόγια γλυκὰ ἠμπορεῖς, θέρμανε τὴν ψυχή σου νὰ παραβιάσῃς τὸν Κύριον νὰ σὲ ἀγαπήσῃ καὶ τότε θὰ εἰδῆς πόσον εἶναι γλυκειὰ ἡ ἀγάπη Του».

Γιὰ τὸ παρακαλετὸ πρὸς τὴ γλυκυτάτη Μανούλα μας:

«Λοιπὸν ἐσύ, μικρό μου παιδάκι, τώρα, ὅπου ἔχεις καιρόν, κλάψε διὰ νὰ χαρῆς, πένθησε, φώναξε, ἀγκάλιαζε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως ἀγκαλιάζεις τὴν μανούλα σου, καὶ ὡσὰν μικρὸ φώναζε τὴν Μάνα, Μανούλα μου, βοήθησε μέ, δός μου ὅ,τι γνωρίζεις ὠφέλιμο διὰ τὴν ψυχή μου. Καὶ λέγε της πολλὰ λόγια καὶ θὰ ἐξαντλῆς Χάριν παρήγορον κάθε φορᾶ ὅπου θὰ τὴν παρακαλῆς. Θὰ ἀποκτήσης ἀγάπην».

«Αὐτὴ θὰ σοῦ χαρίση καὶ τὴν εὐχήν, αὐτὴ θὰ ἀνάψη φλόγα καὶ ἔρωτα εἰς τὸν Χριστόν, διότι μεσιτεύει εἰς τὸν Υἱόν της, καὶ ὄλας τὰς αἰτήσεις της, τίς κάμνει, διότι εἶναι Μανούλα Του καὶ δὲν τῆς χαλάει τὸ θέλημα. Λοιπόν, ὅ,τι θέλεις, ἀπ’ αὐτὴν νὰ ζητᾶς, ὡσὰν μικρὸ παιδάκι ὅπου ζητάει ἀπ’ τὴν μάνα του καὶ κυλιέται στὰ φουστάνια της, τὴν φιλάει, τὴν ἀγκαλιάζει, τὴν γεμίζει δάκρυα».