Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Ο Άγιος Παΐσιος για τις παράξενες αντιλήψεις και την βλαμμένη θεολογία του Χρήστου Γιανναρά


Ο Γιανναράς μέσα από τον τάφο...

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΩ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ

Έγραψε ο ίδιος

Σπούδασα μία ζωή τή θεολογία καί τή φιλοσοφία, παθιάστηκα μέ τή σύγχρονη φυσική καί τήν κοσμολογία, διάβασα ψυχολογία καί πολλή ἱστορία. Κι ὅλα αὐτά ψάχνοντας τό ἕνα καί μοναδικό αἴνιγμα πού μέ βασανίζει: τῆς ὕπαρξης πού μπορεῖ νά ἐρωτεύεται ἀέναα καί νά μήν πεθαίνει. Βρῆκα τήν πληρέστερη ἀπάντηση στούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας – τή μεγαλοφυέστερη ὡς τώρα ἀποκάλυψη. Μά ἡ αἴσθηση τῆς βεβαιότητας ὅτι μία μέρα, ὄχι πολύ μακρινή, τό κορμί μου θά λιώσει στό χῶμα, αὐτό τό κορμί μέ τήν ἀνατριχίλα τῶν αἰσθήσεών του καί τό ξουράφι τοῦ μυαλοῦ, τό κορμί πού μόνο μέ αὐτό χαίρομαι τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου, ταξιδεύω στά μήκη καί στά πλάτη τῆς γῆς, χαμογελῶ στούς διπλανούς μου, χειρονομῶ, μιλάω, ἀκούω μουσική καί κάνω ἔρωτα – ἡ αἴσθηση πώς τό κορμί μου εἶναι προορισμένο νά γίνει λάσπη, δέν ἰσοφαρίζεται οὔτε καί μέ τίς γνώσεις τῆς πατερικῆς θεολογίας, οὔτε βέβαια μέ τόν ἴλιγγο τῶν πληροφοριῶν τῆς ἀστροφυσικῆς ἤ τῶν συμπερασμάτων τῆς ψυχανάλυσης, πού ὑποχρεώνουν τόν νοῦ νά ψηλαφήσει μία Ὑπέρτατη ὑπαρκτική ἤ αἰτιώδη Ἀρχή.

Ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια, στήν κάθε διαδοχική στιγμή πεθαίνουν πάνω στή γῆ κάποιες χιλιάδες ἀνθρώπων, καί ὁ δικός μου θάνατος θά εἶναι ἕνας ἀκόμα κόκκος στήν ἄμμο τῶν ἀμέτρητων θανάτων πού συντηροῦν τήν ἀτέρμονη κλεψύδρα. Μέσα σέ αὐτή τή ροή πού παρασέρνει τόν βίο μου ὅλο καί πιό κοντά στό ἀναπότρεπτο τέλος, καμιά ἰδεολογία καί καμία γνώση ἤ ἐπιστήμη δέν μοῦ φωτίζει ἕνα στήριγμα νά κρατηθῶ, νά μή βουτήξω κατακέφαλα στή δίνη τοῦ παραλόγου – ὅσο γιά τά προγράμματα κοινωνικοῦ μετασχηματισμοῦ καί τό διαλεκτικό προτσές τῆς Ἱστορίας, γι’ αὐτά καγχάζω δίχως τύψεις ἐγώ ὁ μελλοθάνατος.

Ἐκεῖ πού σταματῶ εἶναι μόνο ἕνα ὄνομα. Ὄχι ἰδέα ἤ ἔννοια, ἀλλά μόνο ἕνα ὄνομα – «σημεῖο» ζωῆς προσωπικῆς, ἐπώνυμης καί ταυτόχρονα καθολικῆς: τό ὄνομα Χριστός Ἰησοῦς. Στά ὅρια τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς πού ἐπισημαίνει, οἱ ἰδέες ἐξευτελίζονται, οἱ ἔννοιες ἀχρηστεύονται, τό αἴνιγμα τοῦ ἔρωτα καί τοῦ θανάτου παύει νά μέ περιμένει σάν Σφίγγα στό σταυροδρόμι. Καί κάθε λόγος πέρα ἀπό αὐτό τό Ὄνομα μοιάζει περιττός.