Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!».
Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!».
Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα!
«Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!».
– «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!»
– «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!»
– «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!»
– «Μὴ φοβᾶσαι!»
– «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!»
– «Μὴ φοβᾶσαι!»
– «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!»
– «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» –
«Μὲ καταπίνουνε!»
– «Μὴ φοβᾶσαι!» – «Πίνουνε κρασί, μάνα!» – «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Η ΕΞΉΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΎΘΟΥ ΕΔΩ
2 σχόλια:
κι αν ακόμα θα θέλαν να κρυφτούν,
η χαρά δεν τους αφήνει...
όλοι κι όλα ολοταχώς σε μια θρησκεία,
-εναντίον του Χριστού
... μύθος όλο νόημα...
"τάς θύρας" λοιπόν...!!!
Δημοσίευση σχολίου