Τους πήρε μόνο μια μέρα
για να διαλύσουν την ύπαρξη της κυρά Βαγγελιώς
που ζούσε μόνη, στον πρώτο όροφο
πάνω απ’ το γκαράζ του Παντελή, στη γειτονιά μου.
Μια μακρινή ανιψιά της –η μοναδική της συγγενής-
με τη γυναίκα που την πρόσεχε κι ένα Αλβανό εργάτη
μ’ ακατάβλητη δύναμη και τεράστια νευρικά χέρια,
που λες και ξιφομαχούσαν στον αέρα,
αποσυναρμολογούσαν το σκηνικό μιας παράστασης,
ενός μονοπρόσωπου οικιακού μονόπρακτου.
Θίασος δεν υπήρχε.
Είχε πεθάνει πρώτα ο γιός της σε τροχαίο,
σύντομα τον ακολούθησε κι ο άντρας της, δεν άντεξε το χαμό του.
Την ίδια την είχε ευεργετήσει λίγο καιρό μετά η άνοια…
Μια Ρωσίδα μεσήλικη είχε αναλάβει τα τελευταία χρόνια
τη φροντίδα της. Να την! Τώρα βγαίνει απ’ την κουζίνα
αγκαλιά με μια μεγάλη χαρτονένια κούτα,
φορώντας ένα μαντήλι που καλύπτει στόμα και μύτη για τη σκόνη
και γαλάζια λαστιχένια γάντια.
Ρίχνω κλεφτά βλέμματα απ’ το μπαλκόνι μου
καθώς ποτίζω τις γλάστρες, τα διαμερίσματά μας είναι απέναντι.
Το νεκρώσιμο με τη γκριζόμαυρη αγέλαστη
φωτογραφία της ταυτότητας της γειτόνισσάς μου,
βρίσκεται ακόμα κολλημένο στην κολώνα της ΔΕΗ,
κάτω απ’ το σπίτι της.
Ταλαιπωρημένο απ’ τη βροχή, ζαρωμένο
και σκισμένο σ’ ένα δυο σημεία,
επιμένει να διαλαλεί βουβά το θάνατό της.
Ανατρέχω στα καλοκαιρινά απογεύματα ,
τότε που η μακαρίτισσα καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα
στο μικρό της μπαλκόνι που έβλεπε στο δρόμο,
τυλιγμένη χειμώνα καλοκαίρι στο μαύρο μάλλινο σάλι της,
χαμένη μέσα στο δικό της κόσμο.
Μόνο τα μαλλιά της έμεναν ίδια στη διάρκεια των χρόνων.
Πλούσια και λαμπερά, καλοχτενισμένα σε κότσο
που συγκρατούσαν φουρκέτες, όπως τις εποχές που ήταν νέα.
Ήταν από τα ελάχιστα όμορφα πράγματα πάνω της.
Το χρώμα τους μοιραία είχε αλλάξει.
Από βαθύ καστανό του φουντουκιού, πήρε το χρώμα του πάγου.
Ήταν καλός άνθρωπος, Θεός σχωρέστην.
Μοίραζε χαμόγελα κι ευχές, χαιρόταν με τη χαρά του άλλου.
Και είχε τη συνήθεια να μαζεύει αλλά και να χαρίζει αντικείμενα.
Άλλα ήταν αξίας και άλλα ελάχιστης.
Όμως η χαρά της κυρά Βαγγελιώς ήταν να συλλέγει
και πιο πολύ ακόμα να προσφέρει.
Ακόμα και την περίοδο της άνοιας.
Τη θυμάμαι στις αρχές της αρρώστιας της, τ’ απογεύματα
να βγαίνει στο μπαλκονάκι με τα κόκκινα γεράνια,
τους κατιφέδες και τα ζουμπούλια.
Αφού πρώτα τα χάιδευε και τους κρυφομιλούσε,
έβαζε στη συνέχεια όλη της τη δύναμη,
γραπώνονταν από την κουπαστή του κάγκελου
και σκύβοντας επικίνδυνα άρχιζε να φωνάζει στους περαστικούς:
’’Στέλλα- κοπέλα, τι …ώρα είναι;’’
’’Κύριε… κύριε , Τετάρτη είναι… σήμερα;’’
’’Ε, παλικάρι, θα’ ρθει… η Λιούμπα …απόψε;’’
Όποιος τύχαινε να της απαντήσει,
εισέπραττε ένα δωράκι για τον κόπο του.
Μόλις η ηλικιωμένη γυναίκα άκουγε
την καθησυχαστική, συνήθως, απάντηση,
έβγαζε από την φαρδιά , ξέχειλη τσέπη της ρόμπας της κάτι
-δεν είχε σημασία, μπορεί να ήταν δυο καραμέλες,
ένα χτενάκι περίτεχνο για τα μαλλιά, ένα μεταξωτό μαντίλι,
ένα μπισκότο, ένα ξερό λουλούδι, ένα στυλό ή μια βεντάλια
-και το πετούσε κάτω στο δρόμο μ’ ένα καλοκάγαθο,
φαφούτικο χαμόγελο κι ένα τρεμάμενο, κομμένο σε φθόγγους
‘’Ευχαριστώ …παιδί μου. Έχε.. την ευχή μου’’.
Η Λιούμπα εν τω μεταξύ είχε γίνει Ράτκα, Τατιάνα, Κατίνκα,
απ’ το μικρό διαμέρισμα παρέλαζαν όλα αυτά τα χρόνια
Ουκρανές, Βουλγάρες, Ρουμάνες,
ευτυχώς υπήρχε εκείνη η μακρινή ανιψιά
–που δεν προλαβαίνει σήμερα να μοιράζει διαταγές
με το κινητό στ’ αυτί κι ένα τσιγάρο στο χέρι
-και διπλά ευτυχώς και μια καλή σύνταξη
που της είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο άντρας της.
Ακάματοι άνθρωποι απέναντι δουλεύουν
ανάμεσα σ’ ένα κομμάτι πίτσα κι ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ.
Γεμίζουν κούτες, σακούλες απορριμμάτων, πλαστικές κλούβες,
συσκευάζουν δέματα, πακετάρουν πίνακες,
χαλιά, πολύτιμα αντικείμενα…
Τα έπιπλα κι οι συσκευές έχουν φύγει πρώτα.
Ξάφνου η ζωή της ηλικιωμένης γειτόνισσάς μου εξανεμίζεται.
Μένει μόνο το άδειο σπίτι έρημο, να χάσκει στο κενό.
Όλες οι ζωές μου φαίνονται για μια στιγμή ασήμαντες
βλέποντας πόσο γρήγορα, με πόση ευκολία,
όλα τα εξωτερικά σημάδια, ακόμα και η τελευταία λεπτομέρεια,
το έσχατο αντικείμενο που σηματοδότησε κάποτε το πέρασμα
ενός ανθρώπου απ’ αυτή τη γη,
μπορούν να συσκευαστούν και να συνεχίζουν να ζουν
σαν ενθύμια που άλλαξαν κάτοχο
ή απλά –με περισσή σκληρότητα ή αδιαφορία-
να πεταχτούν στ’ αζήτητα.
Καθώς τα ράφια, οι ντουλάπες και τα συρτάρια άδειαζαν,
τα κουτιά και οι σακούλες γέμιζαν,
συνειδητοποίησα πως τα πράγματά μας
θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από μας.
Μαζεύουμε μια ολόκληρη ζωή λογής λογής αντικείμενα,
ένα σωρό άψυχα πράγματα,
που στο τέλος, θέλοντας και μη, θα τα εγκαταλείψουμε.
Κι οι συγγενείς μας θα τα ξεφορτωθούν στη συνέχεια
ίσως με δάκρυα ή μπορεί και βλαστημώντας.
Τέσσερις άνθρωποι δούλεψαν όλη τη μέρα κι έβγαλαν στο δρόμο
ολόκληρη τη ζωή της οικογένειας της Βαγγελιώς Κ.
σε τρείς διαδρομές ενός κακοπαθημένου φορτηγού
που έγραφε :‘’Παλεοπωλίον Ο Σαράντις’’ ‘
’Αγοράζο- πουλό παλεά –τημαί πολί ικονωμικαί’’
και σε τριάντα δυο μαύρες πλαστικές σακούλες…
Για τους σκουπιδιάρηδες.
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
3 σχόλια:
Πολυ ωραιο κειμενο. Μου θυμισε πολλα δικα μας. Ευχαριστουμε Τρελογιάννη απο την ζεστη Θεσσαλονικη
Τι όμορφο,αληθινό κείμενο,παρόλο που με πονάει...φαντάσου να είσαι ζωντανός και να βιώνεις όλο αυτό...αχ κυρά Βαγγελιώ...Καλό Παράδεισο.
... ἄνθρωποι σὰν ἀντικείμενα...
καὶ ὑποθέσεις...
ποὺ ἁπλᾶ... διεκπαιραιώνονται
σε ἕναν βίο... ἁπλῆ ἐπιβίωση...
ποὺ ὅλο τρέχει σὰν ἀστραφτερή φερραρι
-ὄλο γοητεία-
καὶ... ποὺ νὰ τὰ προλάβεις ὅλα... ;
Δημοσίευση σχολίου