του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΓΕΝΝΗΣΗ – ΑΝΑΤΡΟΦΗ:
Ο στάρετς, Αλέξιος Μετσώφ, γεννήθηκε στη Μόσχα στις 17 Μαρτίου 1859. Όταν ήταν επτά ετών η εκκλησιαστική του ζωή ήταν τόσο έκδηλη, που τον φώναζαν «όσιο Αλιόσενκα», δηλ. όσιο Αλεξάκη!!! Η μητέρα του ιδιαίτερα τον γαλούχησε, κυρίως με το υπόδειγμά της, γι’ αυτό της είχε εμπιστοσύνη. Μεγαλώνοντας φοίτησε στο Θεολογικό Σεμινάριο της Μόσχας, αλλά ήδη είχε εισχωρήσει στην Ορθόδοξη Θεολογία από τις επαφές του με τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης και τον άγιο Θεοφάνη τον έγκλειστο.
ΕΓΓΑΜΟΣ, ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ ΚΑΙ ΧΗΡΟΣ ΙΕΡΕΑΣ: Το 1884 (25 ετών) νυμφεύτηκε την Άννα και έκαναν μαζί πέντε παιδιά. Το 1892 (33 ετών) μετά και από παρότρυνση και της μητέρας του χειροτονήθηκε. Τοποθετήθηκε Ιερέας στον Ι.Ν. του αγίου Νικολάου, στη Μόσχα. Η ζωή της οικογένειας συνοδευόταν από ανέχεια, αφού η κοινωνική προσφορά του π. Αλέξιου όλο και αναπτυσσόταν. Σε λίγα όμως χρόνια η πρεσβυτέρα Άννα με βαρύ καρδιακό νόσημα, εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης αρρώστησε βαριά. Οι προσευχές του την κρατούσαν στη ζωή, αλλά επειδή αυτή υπέφερε, τον παρακάλεσε να σταματήσει να το ζητά! Έτσι τον Αύγουστο του 1902 την κάλεσε κοντά του ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Ήταν τότε 43 ετών. Κλείστηκε θλιμμένος στο δωμάτιό του για αρκετό καιρό, μα κάποτε φωτίστηκε να επισκεφθεί τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Βλέποντάς τον, του είπε: «Ήλθα να μοιραστείτε τον πόνο μου». Ο άγιος του απάντησε: «Δεν θα μοιραστώ τον πόνο σου, πάτερ, αλλά τη χαρά σου! Άφησε το κελί σου και βγες και πάλι στους ανθρώπους. Τώρα αρχίζεις να ζεις. Νομίζεις ότι σ’ όλο τον κόσμο δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον δικό σου; Χμ! Στάσου, π. Αλέξιε, δίπλα στον συνάνθρωπο. Μπες μέσα στον πόνο του. Πάρε στους ώμους σου το βάρος του. Τότε θα δεις ότι η δική σου δυστυχία, είναι ελάχιστη απέναντι των άλλων. Έτσι θα νιώθεις πιο καλά». Του έδειξε το δρόμο της καρτερίας και της θυσίας στο συνάνθρωπο, ενώ συμπλήρωσε προφητικά: «Η προσευχή σου, πάτερ, θα ελαφρώσει το φορτίο της ζωής σου, δίνοντας μεγάλη παρηγοριά στους συνανθρώπους σου…».
Γ. ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΣΕ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ: Στον στάρετς κατέφευγαν πολλοί απόκληροι της ζωής. Κι εκείνος, όταν δεν είχε κάτι να πει, αγκάλιαζε τον άλλον με το σώμα ή την καρδιά του. Στην πρώτη εργατική επανάσταση του 1805 στη Μόσχα, την ώρα που λειτουργούσε, μπήκαν με άγριες διαθέσεις εναντίον του πολλοί φοιτητές κι αυτό γιατί Εκείνη την εποχή ο κλήρος ήταν συμβιβασμένος και επαγγελματοποιημένος. Ο γέροντας, που δεν ήταν απ’ αυτούς, φέρθηκε ανθρώπινα στους νέους και αυτοί κάθισαν να λειτουργηθούν! Στην περίοδο αυτή των εργατικών εξεγέρσεων, ο στάρετς ήταν ο ποιμένας που ξεχώριζε, θυμίζοντας τους παλαιούς γέροντες της ερήμου. Ατέλειωτες ουρές σχηματίζονταν για εξομολόγηση και συμβουλές. Κατά την αστική επανάσταση της Πετρούπολης του 1917, καταμεσής της μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι άνθρωποι που ζούσαν στο λήθαργο της καλοπέρασης, άρχισαν να αφυπνίζονται! Τότε διακόπηκε η «κανονική ζωή» και η πείνα και οι αρρώστιες έπεσαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Η Μόσχα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο στάρετς Αλέξιος ήταν για τους πιστούς ο «απεσταλμένος του Θεού» κι έκανε τα χρόνια αυτά της θλίψης, χρόνια πνευματικής χαράς. Στα χρόνια της εξέγερσης των καταπιεσμένων και απελπισμένων εργατών και αγροτών, απέναντι στην χλιδάτη τσαρική Ρωσία και την “κρατικοποιημένη” Εκκλησία, το μίσος το ζέσταινε σε αγάπη και την αθεΐα, μετασχημάτιζε σε ζώσα πίστη!
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Ο στάρετς είχε και πνευματικά παιδιά στην εργατικο-αγροτική επανάσταση, αλλά και πολλούς κοινωνικούς αγωνιστές και φιλοσόφους. Την νύχτα πήγαιναν και τον έβρισκαν, για εξομολόγηση, πολλοί στρατιώτες του «κόκκινου στρατού». Ο ρόλος του όμως παρέμενε αυστηρά πνευματικός και Χριστοκεντρικός. Σε πολλούς έλεγε με νόημα: «Δεν πρέπει να υπολογίζουμε σε καμία στρατιωτική επέμβαση για να ρίξουμε τον μπολσεβικισμό, αλλά μόνο στην πνευματική μεταμόρφωση του ίδιου του Ρωσικού λαού». Τον χειμώνα του 1918 μαζί με την ιστορική αλλαγή, είχαν οι Μοσχοβίτες να αντιμετωπίσουν και την παγωνιά των -25 βαθμών, από το φθινόπωρο. Πολλοί ζητούσαν από τον π. Αλέξιο την ευλογία να φύγουν στο νότο ή στο εξωτερικό. Κι αυτός ευλογώντας τους, έλεγε: «Μη προσπαθήσετε να σώσετε από κει την Ρωσία. Εμείς εδώ οι αμαρτωλοί έχουμε τεράστιες ευθύνες. Εμείς φταίμε για τα δεινά, με τις αμαρτίες μας και τις παραλείψεις μας. Γι’ αυτό δεν έχουμε το δικαίωμα να μη πιούμε το πικρό ποτήρι της δοκιμασίας, πού επέτρεψε για το λαό μας ο Κύριος. Είη το Όνομά Του ευλογημένο». Το 1919 ολόκληρα χωριά λόγω ξηρασίας αποδεκατίζονταν από την πείνα. Οι στρατιώτες έπαιρναν τα λιγοστά τρόφιμα. Οι ευλογημένοι όμως από τον π. Αλέξιο είχαν άλλη μεταχείριση. Γύρω του άρχισαν να συγκεντρώνονται πολλοί, ιδίως νέοι, που έφταναν από μακριά, περπατώντας. Μελετούσαν βίους αγίων και έπαιρναν το μήνυμα της εσωτερικής ζωής και της κοινωνικής ανιδιοτελούς προσφοράς. Ένιωθαν μαζί του σαν μια αληθινή οικογένεια.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΑΣΗ: Πολλοί κληρικοί σ’ αυτήν την φάση τον είχαν πνευματικό. Όμως τα πρώτα χρόνια της επανάστασης εμφανίστηκε η “ανανέωση” της εκκλησίας ώστε οι επαγγελματίες κληρικοί να τα έχουν καλά με το νέο καθεστώς. Ο Πατριάρχης Τύχων συχνά συμβουλευόταν τον π. Αλέξιο για το θέμα αυτό, αφού και την προηγούμενη εποχή ήταν της θεολογικής γραμμής: «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα Του Θεού τω Θεώ». Μάλιστα του ανέθεσε και την ευθύνη σεμιναρίου για την ομόνοια του κλήρου. Όταν το 1922 θέριζε πάλι η πείνα και η Κυβέρνηση με νόμο ζήτησε όλα τα ιερά σκεύη των ναών, ο ίδιος πρόθυμα του τα έδωσε, παρά την θερμόαιμη αντίδραση του γιου του Σέργιου. Αυτός συνέχιζε στην στρατηγική, να εμψυχώνει τους πιστούς. Κάποιος άπιστος, που άκουγε πολλά για τον στάρετς, είπε μια στιγμή: «Θα πάω να δω τον παπά σας”! Μπήκε στην εκκλησία, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία. Ο γέροντας ευλογούσε τους πιστούς. Αυτός συλλογιζόταν: «Ηλίθιοι, δεν ξέρουν τι τους γίνεται και προσκυνούν…». Εκείνη τη στιγμή ο διορατικός γέροντας σταμάτησε την ευλογία και τον κοίταξε στα μάτια. Στην συνέχεια, κατέβηκε από τον σολέα, πήγε κοντά στον άπιστο, του χαμογέλασε εγκάρδια και τον ευλόγησε. Εκείνος αισθάνθηκε ρίγος στην καρδιά του. Αργότερα, είπε στους δικούς του: «Ναι, πράγματι, ο παπάς αυτός κάτι έχει μέσα του, κάποια μεγάλη δύναμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω επιστημονικά, αλλά είναι γεγονός»!
Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: Στην ποιμαντική του δράση διέφερε, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Σε άλλους ήταν αυστηρός και σε άλλους επιεικής και τρυφερός. Με άλλους συζητούσε απλά και έδινε συνεχώς την συγχώρηση, σε άλλους απαιτούσε μετάνοια και μάλιστα δημόσια. Είχε μεγάλη σοφία! Έλεγε: «Όλες οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι επιθυμίες μας πρέπει να υπηρετούν τον Θεό, ν’ αποσκοπούν στο να εφαρμόζουμε το Θέλημά του κάθε φορά. Χαίρεται ο Κύριος όταν εμείς τηρούμε τις εντολές Του. Πρέπει να ζούμε με αυταπάρνηση, για τον άλλο που είναι δίπλα μας. Αυτό που έχει σημασία είναι η πνευματική κατάσταση όλων μας.». Γι’ αυτό είχε προικισθεί με το χάρισμα της διορατικότητας. Όταν μια όμορφη κοπέλα, η Τατιάνα, του ζήτησε : «Προσευχηθείτε για μένα πάτερ μου. Δεν ξέρω που να πάω, που να σταθώ», τότε τον άκουσε να της λέει: «Δεν προσεύχεσαι, δεν ζητάς το έλεος του Θεού, γι’ αυτό έχεις αυτό τον εκνευρισμό. Έτσι πλέον, αμαρτάνεις συνεχώς και δυσκολεύεις τη σχέση σου με τον Θεό». Πέφτει στα πόδια του η Τατιάνα και δικαιολογείται: «Συγχωρήστε με πάτερ, δεν το ξανακάνω. Φύγατε εσείς από την περιοχή μας, κι έτσι αισθάνομαι ανίσχυρη». Με ύφος αυστηρό της απάντησε ο στάρετς: «Μα δεν είμαι εγώ η κουβερνάντα σου, Τατιάνα!!! Δεν μπορώ να είμαι συνεχώς δίπλα σου». Μια από τις πνευματικές του θυγατέρες αφηγείται: «Ήταν χειμώνας του 1918-19. Σε τρεις φυλακές της Μόσχας ήσαν φυλακισμένοι δεκαπέντε αρχιερείς. Εμείς τους βοηθούσαμε, πηγαίνοντας την αλληλογραφία τους κρυφά. Κάποια μέρα πήγα στον άγιο Νικόλαο της οδού Μιροσέϊκα να γνωρίσω τον στάρετς. Εκεί ήταν πολλοί συγκεντρωμένοι, χωρίς να είναι κάποια γιορτή. Ο στάρετς όμως πάντα λειτουργούσε και υπήρχε πάντα αδιαχώρητο. Όταν έφυγε ο κόσμος και τον πλησίασα, μου είπε, πως έχεις μεγάλη ευλογία να υπηρετείς τους κληρικούς. Να μην πικραίνεσαι για τίποτα. Σε ζηλεύω. Όμως τα αδύναμα πόδια μου δεν μου επιτρέπουν να πηγαίνω στις φυλακές και να βοηθώ».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ: Το 1922, οι μυστικές υπηρεσίες κάλεσαν τον γέροντα (63 ετών) στην ασφάλεια και του απαγόρευσαν να λειτουργεί και να δέχεται κόσμο. Οι άνθρωποι όμως πήγαιναν κρυφά. Για λόγους ασφαλείας έκαψε τα ημερολόγια και τις σημειώσεις του. Την Μ. Σαρακοστή, διαβάζοντας τον κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης έλεγε: «εγώ θα φύγω, εσείς να συνεχίσετε. Ξέρετε τον δρόμο…». Την άνοιξη του 1923, επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του και δεχόταν επισκέψεις μόνο στο κρεβάτι. Στις 9 Ιουνίου το βράδυ βρισκόταν σ’ αυτό, ανήμπορος. Η αδελφή του Νίνα περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του: «Ο στάρετς προσευχόταν έντονα, με κλειστά τα μάτια. Ξάφνου μου φάνηκε σαν κάτι να έσπασε. Γύρισα και κοίταξα. Είχε κοιμηθεί!». Στην εξόδιο ακολουθία τον συνόδευσε ο Πατριάρχης Τύχων, που είχε αποφυλακισθεί πριν λίγο καιρό. Μαζί του συμπροσευχήθηκαν 80 κληρικοί. Η κηδεία του άρχισε το πρωί και τέλειωσε το βράδυ. Χιλιάδες λαού τον συνόδευσαν και σήμερα περισσότεροι δεν τον ξεχνούν…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Μανώλη Μελινού, ΑΝΘΗ ΑΓΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ, 1995. Ν.
Μπερδιάγεφ (μετάφρ. Χρ. Μαλεβίτση), ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, ΔΩΔΩΝΗ,1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου