Διότι, ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ
ἥλιου, καθὼς μπαίνει ἀπὸ κάπου σὲ μία σκοτεινὴ οἰκία, χτυπᾶ καὶ σχίζει
τὸ σκότος σὰν ἕνα βέλος, ἔτσι καὶ ὁ θεόπνευστος λόγος ἑνὸς πνευματικοῦ
καὶ ὁσίου ἀνθρώπου γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου σὰν
μία δίκοπη μάχαιρα, προκαλώντας σ᾿ αὐτὴ πόνο καὶ διεγείροντάς την σὲ ἀντιλογία καὶ σὲ μίσος ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀπιστία.