Ἀραδίαζε μὲ σιγουριὰ πάνω στὴν ταινία τὰ ψώνια ποὺ εἶχε μαζέψει η νέα γυναίκα στὸ καροτσάκι.
Ἀτέλειωτα τὰ ἐφόδια, γέμισε ἡ ταινία. Γεμάτο καὶ τὸ καρότσι.
Εκείνη κρατουσε στὰ χέρια τῆς μόνο ἕνα γάλα κι ἕνα γιαουρτάκι.
Χαμογέλασε καὶ τῆς εἶπε εὐγενικά.
«Παρακαλώ περάστε, ἔχετε μόνο δύο πράγματα».
Ἐκείνη ἀρνήθηκε «ὄχι, εὐχαριστὼ» καὶ βάλθηκε νὰ κοιτᾶ τὰ ξένα ψωνια μὲ αὐστηρὸ ὕφος.
Τὰ μάτια τῆς χτενίζαν ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ προϊόντα. Τὸ σκελετωμένο τῆς πρόσωπο σκαμμένο ἀπ’ τὰ χρόνια γινόταν ἀκόμη πιὸ ἄγριο ἀπὸ τὸ συνοφρύωμα γιὰ τὴν ξένη ἀφθονία. Φοροῦσε ἕνα φουστάνι φτηνιάρικο καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς ψαρά, ἄβαφα τὴν ἔκαναν νὰ φαίνεται πολὺ μεγαλύτερη.
Μετροῦσε τὰ πάντα ἐπάνω στὴν ταινία. Τὴν καλοτυλιγμένη φέτα, τὸ σαλάμι, τὸ κρέας…
Σταμάτησε γιὰ λίγο ὕστερα ἔβγαλε τὰ γυαλιὰ τῆς πρεσβυωπίας Οἱ ἀριθμοὶ ἀπ” τὸ κασέρι καθάρισαν, 12.65 ευρώ!.
Ἐγώ, αὐτὸ ποὺ παίρνω κάνει μόνο 5.50 ευρώ τὸ κιλό. Καὶ τὰ πέντε πακέτα μακαρόνια τί τὰ θέλει;
Γιὰ πόλεμο πᾶμε; Πάρτι θὰ κάνουν;
Χμ, καὶ φροῦτα.
Κοίταξε τὴν νεαρὴ μάνα ποὺ τακτοποιοῦσε τὰ ψώνια της ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. “Δεν μοῦ φαίνεται γιὰ φτωχὴ” σκέφτηκε.
Ἔχει κι ἕνα ντεκολτέ...
Εἶδε και τὸ παρθένο ἐλαιόλαδο καὶ της ἔτρεξαν τὰ σάλια.
Κι ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ ὑγείας πολυτελείας ἦταν πανάκριβο.«Ήμαρτον Θεὲ μοὺ» και «κονσέρβες! Τί θὰ τὶς κάνουν;
Μπά, αὐτοὶ κάτι ἔμαθαν καὶ ἑτοιμάζονται. Μᾶς τό “πε κι ὁ κουνιάδος μου που ἔχει ἄκρες στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἔμαθε λέει ἀπὸ ἕναν πνευματικὸ ὅτι τώρα τὸν Δεκέμβριο ὅλα θὰ τελειώσουν. Μαζέψτε τρόφιμα».
Ἂς εἶναι καλὰ αὐτοὶ οἱ ἄχρηστοι πολιτικοὶ ποὺ μᾶς ἔφεραν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ ἔχασαν δουλειὰ καὶ ψωμί.
Τώρα καθαρίζει καμιὰ πολυκατοικία γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν τῆς πείνας.
Ἔχει τὸν ἄντρα της μὲ ἐγκεφαλικό. Τό “παθε μόλις τοῦ ἀνακοίνωσαν τὴν ἀπόλυση.
Ὅλα της ἦρθαν μαζεμένα.Ὁ μεγάλος της γιὸς φευγάτος στὸν Καναδὰ ἐδῶ κι ἕνα χρόνο. Ὁ μικρός της φαντάρος. Ἡ κατάσταση δραματική.
Εὐτυχῶς στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἄϊ-Χριστόφορου μοιράζουν μεσημεριανὸ καὶ τὴν βολεύει κάθε μέρα μὲ λίγο φαγητό.
Κοιτάζει στὴν ταινία τὰ ψώνια νὰ κάνουν παρέλαση καὶ νομίζεις ότι τὴν ἐπίασε κακία καὶ φθόνος γιὰ τὴν κοπέλα ποὺ τὰ ἀγόραζε. “Εμείς δὲν ἔχουμε νὰ φᾶμε κι αὐτή, γιὰ δές.
Ἡ κρίση δὲν τὴν ἄγγιξε…καὶ τὸ μικρό της παιδί στὸ καρότσι, καλοντυμένο.
Ὄχι σὰν καὶ μένα μ’ αὐτὸ τὸ τσίτι τὸ ξεθωριασμένο. Γρννν, γρννν ἡ μηχανὴ σὰν πολυβόλο στὰ ἐπιδέξια καὶ γρήγορα χέρια τῆς ταμίας καὶ ἡ ἀπόδειξη/κορδέλα βγαίνει μὲ θόρυβο. “εκατὸν ὀγδόντα πέντε καὶ ἑβδομήντα δύο, παρακαλὼ”Βλέπει τὰ τέσσερα πενηντάρικα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ πορτοφόλι τῆς κοπέλας καὶ γουρλώνει τὰ μάτια της μὲ ὀργή. “Τόσα παίρνω ἐγὼ τὸν μήνα!”“Κυρία, κυρία ἕνα καὶ ὀγδόντα”. Ξεκόλλησε ἀπὸ τὶς βασανιστικὲς σκέψεις, πλήρωσε καὶ πῆρε τὸ γάλα καὶ τὸ γιαουρτάκι.
Ἔφτασε στὸ σπίτι μαυρισμένη. Ἔκανε τὸν σταυρὸ στὸ εἰκόνισμα καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὶς κακὲς σκέψεις ποὺ ἔκανε.
Δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ κρατήσει μέσα τῆς τὴν ἀδικία.“Και σὺ Θεούλη μου ἀλλοῦ δίνεις μὲ τὸ παραπάνω κι ἀλλοῦ μὲ τὸ σταγονόμετρο, συγχώρα μέ.”
Χαΐδεψε τὸν ἄντρα της καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐκκλησία. Νὰ πάρει τὸ μεσημεριανό τους φαγητό.
Κάτω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖ ποὺ κάνουν τὶς δεξιώσεις γιὰ τὰ μνημόσυνα. Χαιρέτησε τὸν Πάπα-Γιώργη καὶ τὴν κυρὰ Βασιλική, μία ἀπὸ τὶς ἐθελόντριες, καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι νὰ πάρει τὰ πιάτα μὲ τὸ φαγητὸ ποὺ τῆς πρόσφεραν.
Καὶ τότε, τὴν εἶδε. Στὴν ἄκρη, ἐκεῖ στὶς σκάλες μιλοῦσε μὲ τὸν νεωκόρο.Η Νέα, ξανθιά, ὄμορφη μὲ στητὸ στῆθος καὶ ντεκολτέ. Φοροῦσε τὸ ἴδιο φουστάνι ποὺ εἶχε καὶ στὸ super market.
Ναί, ἦταν αὐτὴ ἡ κοπέλα μὲ τὰ πολλὰ ψώνια. Ἀπόρησε καὶ ρώτησε τὸν παπά. “Ποια εἶναι αὐτὴ πάπα-Γιώργη; Ἂν ἔβλεπες πόσα ξοδίασε γιὰ τὴν κοιλιά τους, συμπάθα μέ, θὰ τρελαθεῖς. Πρέπει νὰ τὸ φυσάει. Τί θέλει αὐτὴ ἐδῶ;” Ὁ πάτερ τὴν κοίταξε μισοχαμογελώντας και τῆς ἀπάντησε. “Είναι μία ἀπὸ κεῖνες τὶς λίγες ψυχοῦλες τοῦ Θεοῦ ποὺ ταΐζουν τὰ φτωχὰ καὶ ἀδύναμα πλάσματά Του.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶσαι καὶ σὺ καὶ ὁ ἄντρας σου. Καὶ γιὰ νὰ μὴν κάνεις ἀνόητους συνειρμούς, αὐτὴ ἡ ψυχούλα καταθέτει κάθε φορᾶ τὸ ἕνα τρίτο του μηνιαίου μισθοῦ της. Ἔτσι τό “πε ὁ Χριστός. Ἡ ἀξία βρίσκεται στὸ ὑστέρημά σας. Ἀπὸ αὐτὸ νὰ δίνετε” Δὲν εἶχε πολλὰ νὰ σκεφτεῖ, μόνο ἕνα. Αὐτὸ ποὺ τῆς ἦρθε αὐθόρμητα. Την βρήκε γονάτισε μπρός της καὶ πῆρε τὸ ἄσπρο λεπτό της χέρι καὶ τό “φερε στὰ χείλη της. Αὐτὰ τα λόγια ποὺ βγῆκαν ἀπὸ μέσα τῆς ξεψυχισμένα μόνο αὐτὴ κι ὁ Θεὸς τὰ ἄκουσε.
Να σ’ ἔχει καλὰ ὁ Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου