Να σας πω κάτι από την προσωπική μου ζωή. Ενθυμούμαι μία φορά στη Νέα Σκήτη όταν ήμασταν, εκεί τότε θα χτίζαμε την Εκκλησία μας και κουβαλούσαμε τα αμμοχάλικα όλα με τα μουλάρια, με τα ζώα.
Φανταστείτε να χτίζεις Εκκλησία και να κουβαλάς την άμμο, τα χαλίκια, τα τσιμέντα μέσα στο σακούλι με τα μουλάρια.
Και ψηλά, πολύ ψηλά. Πάνω-κάτω πάνω-κάτω όλη μέρα είναι θάνατος, πολύς κόπος.
Τις άλλες μέρες κουτσά-στραβά, τρώγαμε και κάτι, είχαμε λίγη δύναμη.
Μεγάλη Σαρακοστή όμως μέσα στα Μοναστήρια είναι αυστηρή νηστεία.
Μία φορά την ημέρα φαγητό αλάδωτο, χωρίς λάδι, νερόβραστο, ακολουθίες μεγάλες, αγρυπνίες, αλάδωτη νηστεία ένατη -μία φορά την ημέρα φαγητό- και μόνο το Σαββατοκύριακο ελαιόλαδο.
Είχαμε κάτι ψευτοπράγματα αλλά στη Σκήτη ήταν έρημος, δεν είχε να αγοράσεις τίποτα, δεν είχε μπακάλικα.
Είσαι σε ένα τόπο που είναι έρημος και είναι διάφορα σπιτάκια πάνω στα βράχια εκείνα.
Είχαμε ένα μοναχό γιατρό στην Αδελφότητά μας που τότε ήταν δόκιμος και τον είχαμε στην τράπεζα, ήταν τραπεζάρης.
Αυτός πρόσεχε να κάνει δυναμωτικά φαγητά για τους Πατέρες που εργάζονταν όλη μέρα. Είχαμε μία μαρμελάδα, κάποιος μας την έστειλε και έλειψε. Από την πρώτη εβδομάδα εξαφανίστηκε!
Ο Γέροντας έλειπε, έρχεται λοιπόν ο μοναχός αυτός σε μένα και μού λέει:
"Πάτερ, πρέπει να παραγγείλουμε μαρμελάδα".
Λέω, μαρμελάδα στη Σκήτη; Μα ξέρεις που είμαστε; Δεν είμαστε στις Καρυές, δεν είμαστε Θεσσαλονίκη. Είμαστε στην έρημο!
Ο Γέροντας ποτέ δεν μας επέτρεψε να παραγγείλουμε μαρμελάδα αλλά δεν είχαμε και χρήματα.
Πού να πεις τέτοιο πράγμα.
Να πεις του Γέροντα να αγοράσουμε μαρμελάδα;
Ήταν δηλαδή ανέκδοτο, αστείο.
Αφού να σκεφτείτε μία φορά ένα γεροντάκι ήπιε κακάο και πήγε να εξομολογηθεί μετά δακρύων και λέει, "συγνώμη πνευματικέ, ήπια κακάο. Συγνώμη!".
Θεώρησε τόσο μεγάλη πολυτέλεια ότι ήπιε ένα κακάο.
Τέλος πάντων λέω,
Πάτερ, δεν αγοράζουμε μαρμελάδες στη Σκήτη. Λέει, μα ξέρεις, όλη μέρα πάνω-κάτω πάνω-κάτω θα αρρωστήσουν οι Πατέρες. Και αλάδωτο!
Η μαρμελάδα έχει ζάχαρη μέσα...
Του λέω, κάτσε ευλογημένε, μη στεναχωριέσαι.
Αυτός είχε και τα ιατρικά του φρέσκα και τον έπιασε η μανία να φάνε, να μη μένουν νηστικοί οι Πατέρες.
Του λέω, κοίταξε, η Παναγία βλέπει. Εάν έχουμε ανάγκη από μαρμελάδα, θα μας στείλει η Παναγία μαρμελάδα. Μην ανησυχείς.
Απάντηση:
-"Σιγά τώρα που θα μας στείλει μαρμελάδα! Ασχολείται με τις μαρμελάδες η Παναγία;"
Του λέω, μη λες τέτοια γιατί πολλές φορές εμείς είδαμε την πρόνοια της Παναγίας εδώ.
Σας ομολογώ, εν πάση ειλικρίνεια, την ίδια ώρα, μόλις μιλούσαμε -ήμασταν έξω στην απλωταριά και μιλούσαμε- χτυπάει το τηλέφωνο.
Εκεί στη Σκήτη κάποιος ερασιτέχνης μοναχός έκανε κάποια τηλέφωνα με τη μανέλα και επικοινωνούσαν μεταξύ τους τα σπίτια. Χτυπάει το τηλέφωνο, λέω, απάντησε Πάτερ να δούμε ποιος είναι. Σηκώνει, ένα γεροντάκι, ο Γέρο Τρύφων, πιο κάτω από μας.
Και λέει:
"Πατέρες, μου έστειλαν δύο τενεκέδες μαρμελάδα από το χωριό μου και εγώ δεν τρώγω μαρμελάδα.
Ελάτε να τις πάρετε.
Εσείς είστε νέοι να τη φάτε, εγώ τι να την κάνω;"
Έμεινε, κιτρίνισε ο Πάτερ.
Λέω να πας να τη φορτωθείς στον ώμο να τη φέρεις πάνω να μάθεις άλλη φορά να μη λες ότι η Παναγία δεν φροντίζει!
Θέλω να πω ότι πρέπει να μάθουμε ότι ο Θεός είναι ζωντανός, δεν είναι νεκρός. Και ο Θεός δείχνει την παρουσία Του σε αυτούς που έχουν όλη την ελπίδα τους σε Αυτόν.
Γι' αυτό λέμε στη Θεία Λειτουργία:
«Καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Λεμεσού Αθανάσιος