Κάθε Σάββατο απόγευμα ερχόταν στις Καρυές για προμήθειες των αναγκαίων και για να συναντήση ρουμάνους συμπατριώτες του, που έρχονταν από την ερημική Καψάλα για να πουλήσουν τά εργόχειρά τους -κομποσχοίνια, μπαστούνια, σουσουρόσκουπες και στυλιάρια-, ολα, απ' το άθροισμα των κελλιών της αντικρυνής νότιας δασοπλαγιάς, και συγκεκριμένως απ' το Κουτλουμουσιανό κελλί των Αγίων Θεοδώρων, μόλις προηγουμένως αναφερθείς, χαριτωμένος Γέροντας παπα Ιωακείμ (κατά κόσμον Δωρόθεος Μαρίων του Κωνσταντίνου, γεννηθείς εις Τσιμπουλεύσκι Βάλτας Ουκρανίας το έτος 1891, προσ. 1906 (!), κουρ. 1910. κοιμ. 1979) χρόνια τώρα μόνος, αφού τους Γεροντάδες του τους έθαψε, γηροκομώντας τους μέχρι τα τέλη τους επιμελώς και ευγνωμόνως, και απ' τη Ρουμανία δεν ερχόταν κανείς να κοινοβιάση, να 'δή και χαρη το κελλί διαδοχή και ο ίδιος υποτακτικό ανακουφιστή και ευλαβή παραγυό.
Μόνο αγαθά αισθήματα διατηρούσε στην καρδιά του για όλο τον κόσμο και μόνο καλά λόγια ήξερε να λέη στόν καθένα να συμβουλεύη τους αρχαρίους πατρικώτατα και να προτρέπη τους λαϊκούς σε θεοφοβία και ευσέβεια. Σε εντυπωσίαζε και σε καλοδιέθεται το γλυκύ και πάντοτε πρόσχαρο πρόσωπό του, και καθώς ήταν εύκολοπλησίαστος για συζήτησι, όλο και κάποιοι τον περικύκλωναν μόλις εμφανιζόταν στις Καρυές. Αν ήταν δε με την χαριτολογία και το έξυπνο, και μετρημένο βέβαια, χιούμορ του να ωφελήση και οικοδομήση, δέν τό απέφευγε και τότε ήταν που απέβαινε ιδιαίτερα ευχάριστος και απολαυστικός συνομιλητής, κι' ας ήταν εμφανώς ρουμανοπρόφερτα τα ελληνικά του.
Λάβα και κουφόβρασι το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς μόλις είχε άποτελεισει όλες τίς δουλειές του στίς Καρυές καί τούμεινε να περάση και απ' του κυρΡασά το καφενείο νά πάρη τα πρόσφορα του χρειάζονταν πολλά γιατί λειτουργούσε συχνά-πυκνά. Χαιρέτισε τον κυρ Γιάννη και ζήτησε αμέσως το σακκουλάκι κι' άνοιξε την ντουρβαδίνα του να το ταξιθετήση μέσα. Αρχισε τις φιλοφροσύνες και τις προσρήσεις του ο κυρ Γιάννης,
αλλά εκείνος έδειχνε να μη θέλη να χρονοτριβήση. Εξήγησε ότι
βάρυνε πολύ το φορτιό του και πιθανόν να έκανε πολλές στάσεις έως ότου φθάσει στο κελλί του και είχε να διαβάση και εσπερινό. Μιά έως μιάμισυ ώρα απείχε το ευλογημένο απ' τις Καρυές, και ο ελάχιστα σημεία ήταν ίσιωμένο το μονοπάτι το πλείστο ανηφορο κατηφόρες. Ήταν να τον θαυμάζης όταν βάδιζε φορτωμένος και καταϊδρωμένος, με αρκετά και τα χρόνια του στην πλάτη ... Ακουσαν όμως τη γνώριμη φωνή ο Πολυγυρινός τηλεγραφητης Μιχάλης (μή λησμονηθή παρακαλώ, ότι ήταν η εποχή των σημάτων Μόρς και όχι των κινητών τηλεφώνων) και ο Ιερισσιώτης ταχυδρομικός Θόδωρος και σήκωσαν απ' τις εφημερίδες τα κεφάλια. Σηκώθηκαν του φίλησαν το χέρι και τον προσκάλεσαν στο τραπέζι είχαν μπροστά τους τα μπουκάλια και εννούσαν να τον κεράσουν όπωσδήποτε. Ζήτησαν να φέρη ο κυρ Γιάννης άδειο καθαρό ποτήρι. Είπε ότι βιάζεται, ότι βάραινε πολύ η ντορβαδίνα και θα δυσκολευόταν πολύ άν «τραβούσε» και οινόπνευμα. Ωστό σο είχε στραμμένο το βλέμμα του πρός τά παράξενα και ομοιό μορφα μπουκάλια.
- Μή φοβάσαι παπα Ιωακείμ -είπε ο Μιχάλης-, ούτε κρασί ούτε ρακί είναι. Μπύρα Φίξ είναι άπέναντίας θά σέ δροσίση και θα 'δης, ότι «κάνει καλό». Τι, δηλαδή μόνο σύ θα μας κερνάς, Η αλήθεια ήταν ότι κατά καιρούς, κατά τις μεγάλες γιορτές και κατά τα ονομαστήριά τους τούς κουβαλούσε από κανένα μπουκάλι ρακί ή κρασί, δικής του παραγωγής και επιμελείας. Τώρα ήθελαν να του προσφέρουν ένα ποτήρι μπύρα. Λίγο η ευγένειά τους, λίγο ή περιέργειά του, τον έκαναν να κοντοσταθή. Από μικρός στό Αγιονόρος και ουδέποτε εξερχόμενος, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ του μπύρα.
- 'Αμπρε ιγκώ αγιουρείτη και Ουρτόντουξο, μόνο κρασί κι ρακί πίνου αυτό τού «πειρασμό» ντέν ξέρου τί είνι. - Μή φοβάσαι Γέροντα, δέν θά άλλαξοπιστήσης, δεν θα χάσης την ορθοδοξία αν δοκιμάσης λίγη μπύρα είπε ο Θόδωρος και του προσέφερε την αφρίζουσα στο ποτήρι. Δοκίμασε δειλά δειλά στην αρχή δροσερή ήταν, καλή του φάνηκε. "Ύστερα μάλλον θαρραλαία άδειασε το ποτήρι. Τους ευχαρίστησε και αμέσως γύρισε τις πλάτες του προς την ντουρβαδίνα, που τήν είχε αποθέσει πάνω στο τσουβάλι με το κριθάρι, και πέρασε στις μασχάλες του τά λουριά της. Είπε το «ευλογείτε» του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Δέν είχε ακόμη καλά καλά πάρει την στροφή του καλντεριμιούκαι τον πρόλαβε ο Μιχάλης χαμογελώντας έβγαλε απ' τα μέσα του σακακιού του ένα μπουκάλι και το έχωσε απ' το πλάι στήν ντουρβαδίνα ψυθιρίζοντάς του, «κάνει καλό». Χαμογέλασε κι' εκείνος και ύστερα επιτάχυνε τούς βηματισμούς του.
"Εκτοτε του έγινε συνήθεια, και κάθε Σάββατο, μαζί με άλλα του ψώνια απ' τον κυρ Γιάννη, έπαιρνε και ένα μπουκάλι μπύρα για να την πιή στό Κυριακάτικο μεσημεριανό. Προσπάθεια του κυρΓιάννη να τις κάνη δύο απέτυχαν. Έλεγε ο παπα Ιωακείμ ότι, «ύστερα πειρασμοί στούν ντουρβά κι' στου μυαλό γίνουντι ντύο κι έχουν του πλειοψηφία»...
Με την οικειότητα, με τα αστεία, με το «Φίξ κάνει καλό», που το επαναλάμβανε συχνά ο παπα Ιωακείμ, ο κυρ Γιάννης στον στενό του κύκλο άρχισε να αποκαλεί τον Γέροντα όχι με το όνομά του, αλλά με το παρατσούκλι της επινοήσεώς του, ήτοι παπαΦίξ.
Τόμαθε ο Γέροντας, στενοχωρέθηκε λίγο, αλλά μεγαλόκαρδος και ανεξίκακος όπως ήταν, ούτε κάν διαμαρτυρήθηκε. Απλώς σε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του είπε πώς, να, του ερχόταν λίγο βαρύ, να αγοράζη ένα μονο μπουκάλι κάθε Σάββατο, να μοιράζεται φιλόξενα το περιεχόμενό του την Κυριακή στό τραπέζι μ' αυτόν που θα τον ξελειτουργούσε, και να τον κάνη ο κύρ Γιάννης ένα με τον Φίξ ...
Τον έβλεπαν να δυσκολεύεται κατά την διαδρομή οι γείτονες κελλιώτες και για να τον διευκολύνουν, άρπαζαν την ντορβαδίνα απ' την πλάτη του και την φόρτωναν στά μουλάρια τους εκ παραλλήλου όμως τον συμβούλευαν, ότι καιρός ήταν να παρατήση την πεζοπορία και να πάρη ένα μουλάρι αλλά εκείνος αντέτεινε, ότι δεν μπορούσε να θρέφη, να περιποιήται και να κάνη κουμάντο σε τόσο μεγάλο και ψηλό... παραγυό· ύστερα δεν ήταν και σίγουρος αν εκείνος θά του «έκανε υπακοή»,
Το 1971 στην ονομαστική γιορτή του, που όλοι ήξεραν ότι συμπλήρωνε και τα ογδόντα του χρόνια, μετά την θεία λειτουργία, κατά τό κέρασμα, του είχαν μια μεγάλη έκπληξι: του έδειξαν στην αυλή δεμένος με το καπίστρι του απ' τον στύλο της κληματαριάς έναν γαϊδαράκο με κατακαίνουργιο σαμάρι και του είπαν ότι είναι δικός του , Του τόν αγόρασαν βάζοντας «ρεφενέ» όλοι τους. Του είπαν ότι είναι δοκιμασμένος ήσυχος και τον διαβεβαίωσαν ότι θα έκανε και «τυφλή υπακοή». Κατενθουσιασμένος ο Γέροντας για την αγάπη των γειτόνων, που «του βρήκαν συνοδεία»,
βγήκε έξω και πήγε να καλωσορίση τον «παραγυό». Του χάιδεψε
το κούτελο, κι εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
Την κίνηση αυτή την είδε σαν πολύ καλό σημάδι και του είπε: - Αμπρέ, ημείς οι ντυό καλά τα περάσουμε τα ντγής. Έκτοτε του έγινε διευκόλυνσις, παρηγοριά και συντροφιά και ποτέ δεν ξαναπήγε στίς Καρυές με τα πόδια....
"Πρόσωπα καί δρώμενα στόν Αθωνα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου