Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του μεγάλου, εν έτει φλε’ [535]. Η μήτηρ αυτού ωνομάζετο Σιλβία, και ευρίσκετο πλησίον της πόρτας του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Παύλου, εις τόπον ονομαζόμενον Κέλλα Νόβα. Γενόμενος δε πρώτον Μοναχός και Ηγούμενος του Μοναστηρίου του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, το οποίον επωνομάζετο Κλειοσκάβρη, ανέβη έπειτα εις τον αρχιερατικόν θρόνον της Ρώμης, όχι κατά τύχην τινά άλογον, αλλά κατά θείαν ψήφον την αρχιερωσύνην λαβών, καθώς ο λόγος θέλει να φανερώση έμπροσθεν. Εις καιρόν γαρ οπού ο Άγιος ευρίσκετο εις το ανωτέρω Μοναστήριον, και ησύχαζεν εις το κελλίον του, καλλιγράφων ιερά βιβλία, τότε επήγεν εις αυτόν ένας πτωχός, όστις γλυτώσας από το της θαλάσσης ναυάγιον, και διηγούμενος την συμφοράν του, επαρακάλει τον Άγιον να τον ελεήση. Ήτον δε ο κατά το φαινόμενον πτωχός, όχι άνθρωπος απλώς, αλλά Άγγελος Θεού, εις σχήμα πτωχού και δεομένου φαινόμενος, δια να φανερώση εις όλους την σπλαγχνικήν και συμπαθητικήν γνώμην, οπού είχεν ο Άγιος. Ο φαινόμενος λοιπόν πτωχός έλαβε πρώτον ελεημοσύνην από τον Άγιον έξι νομίσματα. Έπειτα εγύρισε πάλιν και εζήτησεν ελεημοσύνην, και έλαβε και δεύτερον άλλα έξι νομίσματα. Εγύρισε και τρίτον, και δεν επέμφθη άδειος. Διότι με το να μη είχεν ο Άγιος να τω δώση άλλα νομίσματα, τούτου χάριν έδωκεν εις αυτόν προθύμως το ασημένιον σκουτέλιον του Μοναστηρίου. Τόσον ήτον ο τρισμακάριος συμπαθής προς τους πτωχούς και ανεξίκακος, εις καιρόν γαρ οπού έπρεπε να κατηγορήση τον πτωχόν εκείνον, και να τον στείλη με άδεια χέρια, ένα μεν, διατί επήρε πρώτον ελεημοσύνην δύω φοραίς, και έπειτα εφαίνετο φορτικός, και άλλο δε, διατί δεν είχε τι να του δώση. Αλλ’ όμως τούτο δεν έκαμεν, αλλά επροτίμησε καλλίτερα να δώση και αυτό το πράγμα της Μονής, της οποίας τα πράγματα είναι αναφαίρετα κατά τους κανόνας και νόμους, πάρεξ να παραβλέψη τον άνθρωπον, και να στείλη αυτόν κενόν. Τούτο εποίησεν ο Άγιος προ της αρχιερωσύνης.
Αφ’ ου δε έγινεν Αρχιερεύς και Πάπας της Ρώμης, πάλιν εμεταχειρίζετο συνήθως την προς τους πτωχούς ελεημοσύνην. Όθεν μίαν φοράν επρόσταξε τον Σακελλάριον να καλέση δώδεκα πτωχούς, δια να συμφάγουν με τον Άγιον εις την τράπεζαν. Καθημένων δε αυτών, εφαίνετο εις μόνον τον Άγιον ένας άνθρωπος παράνω, δέκατος τρίτος, ο οποίος από την μορφήν του προσώπου του, και από τα εσωτερικά κινήματα της ψυχής του, εφαίνετο ότι ήτον διαφορετικός και αλλοιότικος από τους άλλους δώδεκα. Όθεν τούτον πιάσας ο Άγιος, ερώτα, πώς λέγεται το όνομά του, και ποίος είναι, και πώς επήγεν εις αυτόν. Ο δε φαινόμενος, το μεν όνομά μου, απεκρίθη, δεν είναι δυνατόν να ακούση τινάς, επειδή και είναι θαυμαστόν. Ότι δε είμαι Άγγελος Θεού, τούτο φανερόνω σοι, και ότι εγώ είμαι, οπού και προτίτερα επέμφθηκα παρά Θεού εις εσένα δια να ζητήσω ελεημοσύνην, και επροστάχθηκα από τότε να είμαι πάντοτε μαζί με του λόγου σου δια να σε φυλάττω.
Εστάθη δε ο Άγιος ούτος Γρηγόριος γεμάτος από κάθε σοφίαν των Αγίων Γραφών. Όθεν και πολλά συγγράμματα αφήκεν εις την Εκκλησίαν του Θεού, γεγραμμένα εις γλώσσαν λατινικήν. Εκ των οποίων μετεγλωττίσθησαν ελληνικά τα τέσσερα βιβλία, τα οποία περιέχουν τους Βίους των εν Ιταλία διαπρεψάντων Οσίων Πατέρων, μερικά δε εξ αυτών μετεγλώττισε και ο Αρχιδιάκονος αυτού Πέτρος, όστις έλεγεν, ότι τα συγγράμματα του Αγίου τούτου δεν ήτον μόνον συνθεμένα με ανθρωπίνους συλλογισμούς, και με λόγους σοφίας, αλλά και με την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Εβεβαίονε γαρ ούτος, ότι όταν ο Άγιος έγραφεν, έβλεπε μίαν άσπρην περιστεράν, η οποία επλησίαζεν εις το στόμα του, και τρόπον τινά εξηγούσε και ωδήγει αυτόν εις τα γραφόμενα. Περιπατών δε ο Άγιος ούτος εις τους εν τη Δύσει τόπους, εδίδασκε και επίστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού το γένος των Σάξων. Ούτω λοιπόν θεοφιλώς διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε τίμιον αυτού λείψανον ήτον τεθησαυρισμένον εις την παλαιάν Ρώμην, εις την οποίαν ερχόμενοι κατ’ έτος οι Σάξοι, ετίμουν τον Άγιον με τιμάς και ιερούς ύμνους. Λέγουσι δε, ότι ούτος είναι οπού ενομοθέτησε το να επιτελήται η προηγιασμένη Λειτουργία εν ταις νηστίμοις ημέραις της μεγάλης Τεσσαρακοστής κοντά εις τους Ρωμαίους, η οποία επιτελείται και μέχρι της σήμερον.
Σημείωσαι, ότι παρά τω Καισαρίω Δαπόντε, τω μεταφράσαντι εις το απλούν τα τέσσαρα βιβλία του Αγίου τούτου Γρηγορίου, τα περιέχοντα τους Βίους των εν Ιταλία Οσίων, και ταύτα προστίθενται: δηλαδή, ότι ο Άγιος βλέπων τον δέκατον τρίτον εκείνον, εκάλεσε τον Σακελλάριον και του λέγει. Δεν σοι είπα να προσκαλέσης δώδεκα; και πώς εσύ παρά γνώμην μου επροσκάλεσας δεκατρείς; Ο δε Σακελλάριος, επειδή δεν έβλεπε τον δέκατον τρίτον, πίστευσον, έλεγε, σεβάσμιε Δέσποτα, πίστευσον, ότι δώδεκα μόνον είναι. Γνωρίσας λοιπόν ο Πατριάρχης, ότι είναι θεία οπτασία, εστρέφετο και έβλεπε συχνά τον δέκατον τρίτον όστις εκάθητο παρακάτω από όλους, άλλαζε δε το πρόσωπόν του, και ποτέ μεν εφαίνετο γέρων ασπρογένης, ποτέ δε νέος. Αφ’ ου δε από την τράπεζαν εσηκώθηκαν, εις μεν τους άλλους δώδεκα, είπεν ο Πατριάρχης και ανεχώρησαν. Τον δε δέκατον τρίτον κρατήσας από το χέρι, τον έφερε μέσα εις το κελλίον του και λέγει αυτώ. Εξορκίζω σε κατά της μεγάλης δυνάμεως του Θεού, να μοι φανερώσης ποίος είσαι, και πώς λέγεται το όνομά σου. Ο δε, απεκρίθη. Διατί ερωτάς το όνομά μου; και αυτό είναι θαυμαστόν. Εγώ είμαι ο πτωχός εκείνος, οπού ήλθον όταν ησύχαζες εις το κελλίον σου, και μοι έδωκες τα δώδεκα νομίσματα και το αργυρούν σκουτέλιον, το οποίον σοι έστειλε Σιλβία η μήτηρ σου με τα βρεκτά όσπρια. Ήξευρε λοιπόν, ότι από εκείνην την ημέραν, οπού ταύτα έλαβον από λόγου σου με μακροθυμίαν και απλότητα της καρδίας σου, ώρισεν ο Κύριος να γένης Αρχιερεύς της Αγίας του Εκκλησίας, και να ήσαι διάδοχος του κορυφαίου Πέτρου, του οποίου και την αρετήν εμιμήθης. Και εκείνος γαρ εμοίραζεν εν απλότητι καρδίας τα πράγματα εκείνα, οπού του επρόσφεραν, ο,τι αν εχρειάζετο ο καθένας. Λέγει προς αυτόν ο Γρηγόριος, και πόθεν ηξεύρεις, ότι ώρισεν ο Κύριος να γένω Πατριάρχης; Ο δε απεκρίθη. Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου Παντοκράτορος, και δια τούτο ηξεύρω. Και τότε γαρ ο Κύριος με απέστειλε να δοκιμάσω την γνώμην σου, ανίσως φιλανθρώπως και ιλαρώς, και όχι επιδεικτικώς κάμνης την ελεημοσύνην. Τούτο δε ακούσας ο Άγιος, εφοβήθη, επειδή ακόμη δεν είχεν ιδή Άγγελον. Είπε δε προς αυτόν ο Άγγελος, μη φοβηθής. Ιδού γαρ ο Κύριος απέσταλκέ με να είμαι μαζί σου έως ου ζης, και ο,τι θέλεις να ζητήσης παρά Θεού, στείλαι με το μέσον μου το ζήτημά σου εις τον Θεόν. Τότε ο μακάριος έπεσεν επί πρόσωπον και επροσκύνησε τον Κύριον και είπε. Εάν δια την ολίγην εκείνην δόσιν, τόσον πλήθος ελέους έδειξεν ο Κύριος εις εμένα, πόσης άράγε δόξης θέλουν αξιωθούν οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, και εργαζόμενοι δικαιοσύνην πάσας τας ημέρας της ζωής αυτών; Λέγεται δε Διάλογος ο Άγιος ούτος, διατί τους περισσοτέρους λόγους οπού συνέγραψε, τους έχει εν σχήματι διαλόγου κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν.
Περί δε της προηγιασμένης Λειτουργίας όρα εις το ημέτερον Πηδάλιον εν τη ερμηνεία του νβ’ Κανόνος της ς’, όπου ευρήσεις ότι αύτη και προ του Διαλόγου ήτον, και ότι εκαλλωπίσθη μόνον παρ’ αυτού και ουχί συνετέθη. Καθότι εις τα συγγράμματα αυτού ουχ’ ευρίσκεται, και καθότι ο Άγιος ελληνικήν γλώσσαν δεν ήξευρε κατά την κθ’ επιστολήν του ς’ Βιβλίου αυτού. Όρα και τον Δοσίθεον εν τη Δωδεκαβίβλω, σελ. 526. Προσθέττει δε ο Μελέτιος, σελ. 141, του β’ τόμου, ότι ο θείος ούτος Γρηγόριος επωνομάσθη Μέγας, δια το μεγαλείον της αρετής του, και ότι μετά τον Πελάγιον έγινε Πάπας Ρώμης εν έτει φϞ’ [590] και εδιοίκησε την Ρώμην χρόνους δεκατέσσαρας. Έγραψε δε κατά τον Βελλαρμίνον, Βιβλία ηθικά, εις τον Ιώβ τριανταοκτώ. Περί Ποιμαντικής φροντίδος μέρη τρία βιβλίον εν. Διαλόγων συν τω Πέτρω βιβλία τέσσαρα. Εις το Άσμα βιβλία δύω. Εις τον Ιεζεκιήλ ομιλίας εικοσιδύω. Εις τα Ευαγγέλια ομιλίας τεσσαράκοντα. Έκθεσιν εις τους Ψαλμούς. Εις την πρώτην των Βασιλειών βιβλία εξ. Επιστολών βιβλία δώδεκα και άλλα. Τα τέσσαρα δε βιβλία τα περιέχοντα τους Βίους των εν Ιταλία Οσίων, μετέφρασεν εκ του λατινικού εις το ελληνικόν ο Πάπας Ζαχαρίας, μετά εκατόν εξήκοντα χρόνους της του Αγίου κοιμήσεως, επί της βασιλείας του νέου Κωνσταντίνου, και όρα σελ. 527 της Δωδεκαβίβλου. Λέγει δε ο Πλάτινας εις τον Βίον τούτου, ότι επέρασε την ζωήν του εις την αγιότητα και αρετήν και διδασκαλίαν, ώστε οπού, ουδείς των διαδόχων του έγινεν όμοιος με αυτόν. Τόσην δε ταπείνωσιν είχεν ο αοίδιμος, ώστε οπού πρώτος αυτός έγραψε τον εαυτόν του «Δούλος των δούλων του Θεού», εναντιούμενος εις τον τίτλον Ιωάννου του Νηστευτού, του επιγράψαντος εαυτόν οικουμενικόν Πατριάρχην. Περί ου όρα εις την υποσημείωσιν του εικοστού ογδόου Κανόνος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου