Αγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς*
Ἐλέχθη ὅτι καὶ ἡ ἀστικὴ κοινωνία (ἡ ἐπιβολὴ τοῦ ἀτόμου ὡς μονάδος) καὶ ὁ οὑμανιστικὸς κοινωνισμὸς (ἡ βιαία ἐπιβολὴ τοῦ ἐγωϊστικοῦ ἀτόμου ὡς ὁμάδος) ἔχουν θρησκευτικὰς ρίζας. Καὶ πράγματι, ἐπειδὴ εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν Δύσιν ὁ Χριστιανισμὸς μετεβάλετο βαθμιαίως εἰς οὑμανισμόν, ἦτο φυσικὸν ἡ μεταβολὴ αὐτὴ νὰ ἔχῃ τὰς συνεπείας της εἰς ὅλας τὰς περιοχὰς τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ἑπομένως καὶ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς κοινωνίας. Ἐπὶ πολὺν καιρὸ καὶ ἐπιμόνως ἐστένευον τὸν Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὸ τέλος ἐσμίκρυναν Αὐτὸν εἰς ἄνθρωπον: εἰς τὸν ἀλάθητον ἄνθρωπον τῆς Ρώμης καὶ τὸν ὄχι λιγότερον ἀλάθητον ἄνθρωπον τοῦ Βερολίνου. Οὕτω πως ἐνεφανίσθη ἀφ' ἑνὸς μὲν ὁ δυτικὸς χριστιανικο-ουμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ Παπισμὸς), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἀφαιρεῖ τὰ πάντα, καὶ ἀφ' ἑτέρου ὁ δυτικὸς χριστιανικο-ουμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ Προτεσταντισμὸς), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸν ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνάκις δὲ καὶ τίποτε. Καὶ εἰς τοὺς δύο ὡς ὑψίστη ἀξία καὶ ὡς ἔσχατον κριτήριον τίθεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἡ ἀτομοκρατία διαφόρων ἀποχρώσεων εἰς τὴν θέσιν τῆς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἐπετελέσθη οὕτως ἡ θλιβερὰ «διόρθωσις» τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ ἔργου Του καὶ τῆς διδασκαλίας Του!
Ἡ πρώτη ριζικὴ διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Κοινωνίας πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ εἰς τὸν Παπισμὸν καὶ ὄχι εἰς τὸν Λουθηρανισμόν. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν διαμαρτυρίαν ἀκριβῶς ἔγκειται ὁ πρῶτος Προτεσταντισμός, ταυτοχρόνως δὲ ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀτομοκρατίας ὡς κοινωνικῆς ἀρχῆς.
Δὲν πρέπει νὰ πλανώμεθα: ὁ δυτικὸς χριστιανικο-ουμανιστικὸς μαξιμαλισμός, ὁ Παπισμός, εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικὸς προτεσταντισμὸς καὶ ἀτομισμός, διότι μετέθεσε τὸν θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν αἰώνιον Θεάνθρωπον εἰς τὸ ἄτομον τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ προτεστάνται δὲν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο παρὰ ἁπλῶς παραδέχθησαν αὐτὸ τὸ δόγμα εἰς τὴν οὐσίαν του καὶ τὸ ἀνέπτυξαν τόσον, ὥστε νὰ φθάσῃ εἰς τρομερὰς διαστάσεις καὶ λεπτομερείας. Πράγματι, ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ εἷς κατὰ πάντα ἐφηρμοσμένος Παπισμός, ἡ βασικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁποίου (τὸ ἀλάθητον τοῦ ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῇ εἰς τὴν ζωὴν ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τῆς κοινωνίας. Κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ κάθε Προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος, διεκδικῶν τὸ ἀτομικὸν ἀλάθητον εἰς τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς. Ὑπ' αὐτὴν τὴν ἄποψιν δύναται νὰ λεχθῇ ὅτι ὁ Προτεσταντισμὸς εἶναι εἷς ἐκλαϊκευμένος παπισμός, ἐστερημένος ὅμως τῆς μυστικῆς διαστάσεως, τῆς αὐθεντίας καὶ τῆς ἐξουσίας.
Μὲ τὸ νὰ περιορισθῇ εἰς τὴν Δύσιν ὁ Χριστιανισμός, μὲ ὅλας του τὰς ἀπείρους θεανθρωπίνας ἀληθείας, εἰς τὸν ἄνθρωπον, μετεβλήθη ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς εἰς οὑμανισμόν. Αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ φαίνεται παράδοξον, ἀλλ' εἶναι ἀληθινόν. Τὸ ἀποδεικνύει κατὰ τρόπον ἀναμφισβήτητον ἡ ἱστορική του πραγματικότης. Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός, εἰς τὴν οὐσίαν του, εἶναι ὁ πλέον ριζικὸς οὑμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε τὸν ἄνθρωπον ἀλάθητον, καὶ τὴν θεανθρωπίνην Κοινωνίαν μετέβαλεν εἰς οὑμανιστικήν. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀτομοκρατία καὶ ἡ ὁλοκρατία εἶναι δύο ὄψεις τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἀπορρέοντος ἀπὸ τὴν αὐτὴν πηγήν.
*Αγιου Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς», σ. 175-177, μτφ. ἱερομ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς καὶ ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔκδοσις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου