Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Ταξίδι χωρὶς ἐπιστροφή

 

Στὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Oἱ νεκροὶ περιμένουν», ἡ συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου μᾶς μεταφέρει στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Σμύρνης τοῦ 1922, λίγα εἰκοσιτετράωρα πρὶν ἀπὸ τὴν πυρπόληση τῆς πόλης καὶ τὸν ξεριζωμὸ τῶν Μικρασιατῶν ἀπὸ τὶς ἑστίες τους. Ἡ Δ. Σωτηρίου ψυχογραφεῖ τοὺς ἥρωές της καὶ ἀφήνει νὰ διαφανεῖ, πόσο ἀνυπεράσπιστος εἶναι ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῆς Iστορίας, ὅταν τὰ γεγονότα ἐξελίσσονται ραγδαῖα, χωρὶς νὰ μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ μεταβάλει τὴν πορεία τους.

Σμύρνη - Βικιπαίδεια

Δὲν πρόλαβε ὁ θεῖος Γιάγκος νὰ πάει τὸ πρωὶ στὸ γραφεῖο του καὶ, νάτος, ξαναγύρισε μὲ τὴν Τζένη Πολιτίδου.

-Ἑρμιόνη, εἶπε, μὲ φωνὴ συγκινημένη μὰ ἀποφασιστική, τὸ βράδυ ἀργὰ, φεύγετε μὲ τὸ βαπόρι γιὰ τὸν Πειραιᾶ. Τὰ σκεφθήκαμε τὰ πράματα μὲ τὴν Τζένη καὶ βρήκαμε, πὼς ἔτσι θὰ εἶναι καλύτερα. O ἀδερφός μου, ὁ Γεράσιμος, κι ἐγὼ θὰ μείνουμε μία δυὸ μέρες νὰ ταχτοποιήσουμε τὶς δουλειές μας καὶ μετά, ἂν χρειαστεῖ, θὰ ‘ρθοῦμε κι ἐμεῖς.

Ἡ θεία μου ἔχασε τὸ χρῶμα της.

-Γιάγκο, δὲν θὰ φύγω δίχως ἐσένα, ποτέ! Εἶναι λοιπὸν τόσο ἄσχημη ἡ κατάσταση;

Ὁ θεῖος κατέβασε τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀπελπισία του.

-Εἶναι, Ἑρμιόνη, δέν σοῦ τὸ κρύβω. Ὅμως, ὑπάρχουν καὶ ἐλπίδες, ἀκόμα, ὑπάρχουν… Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Πάντως, ἐσεῖς θὰ φύγετε σήμερα. Μὴν ἐπιμένεις, μὴ μὲ στενοχωρεῖς. Ἔχω ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθῶ. Πρέπει νὰ φύγω ἀμέσως γιὰ τὸ ἐργοστάσιο. Ἐσὺ πήγαινε στὸ σπίτι, ἂν νομίζεις πὼς χρειάζεται νὰ πάρεις τίποτα.

Ὅταν ἔφυγε ὁ θεῖος Γιάγκος, ἡ θεία μου ἔμεινε ἐκεῖ στὴ θέση της, ἀπολιθωμένη, ἄβουλη, νεκρή. Ὕστερα, τὴν ἔπιασε πάλι τὸ στομάχι της κι ἄρχισε νὰ κάνει ἐμετούς, ὅπως τότε στὴν καταστροφὴ τὴν πρώτη, τοῦ Ἀϊντινιοῦ. Γιὰ λίγη ὥρα πάλευε ἀναποφάσιστη: «Νὰ κατέβω στὸ σπίτι; Νὰ μὴν κατέβω;». Στὸ τέλος, εἶπε στὴ κυρα-Χρυσὴ νὰ πάει ἐκείνη καὶ νὰ προσέξει νὰ μαζέψει, ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπῆρχε, καὶ νὰ γεμίσει τὶς δυὸ πελώριες κασόνες, ποὺ εἴχαμε γιὰ νὰ κρύβουμε τὰ χειμωνιάτικα.

-Πήγαινε κι ἐσύ, Ἀλίκη, μοῦ εἶπε, ν’ ἀποχαιρετήσεις τὴ μητέρα καὶ τὸν πατέρα σου. Γρήγορα, δὲν ἔχουμε πολὺν καιρό.

Ἔτρεξα νὰ ντυθῶ. Αἰσθανόμουν ἀνατριχίλες, σαστισμάρα καὶ διάθεση νὰ κλάψω. Σὲ λίγο, μπῆκε στὸ δωμάτιό μου ἡ θεία Ἑρμιόνη. Στὰ χέρια της κρατοῦσε μιὰ σακουλίτσα μὲ λίρες.

-Αὐτά, δῶσε τα στὴ μητέρα σου, μοῦ εἶπε, καὶ πές της (ἐδῶ ἡ θεία μου μεταχειρίστηκε πληθυντικὸ) νὰ τὰ φυλάξουν, νὰ μὴν τὰ ξοδέψουν. Μόλις δοῦν πὼς πλησιάζουν οἱ Τοῦρκοι, νὰ μπαρκάρουν μὲ τὸ πρῶτο βαπόρι, μὲ τὸ πρῶτο καΐκι. Μὴ γελαστοῦν καὶ ξενοιαστοῦν. Ἀκοῦς;

Ἐκείνη τὴ στιγμή, μοῦ φάνηκε, πὼς ἄνοιξαν δυὸ πελώρια παράθυρα καὶ μπῆκε φῶς, ἀέρας καὶ ἥλιος μέσα στὴν μικρὴ ψυχή μου, ποὺ πνιγότανε. Θὰ ἤθελα νὰ πέσω στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θείας Ἑρμιόνης καὶ νὰ τῆς πῶ, πόσο τὴν εἶχα παρεξηγήσει καὶ πόσο καλὴ ἦταν. Μὰ δὲν ὑπῆρχε καιρὸς γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις. Γύρισα μόνο καὶ τὴν κοίταξα μὲ μάτια δακρυσμένα καὶ γεμᾶτα ἀγάπη. Πῆρα τὴν πολύτιμη σακουλίτσα καὶ τὴν κυρα-Χρυσὴ καὶ τρέξαμε γιὰ τὸν σταθμό.

Σ’ ὅλη τὴ διαδρομή, καθὼς ἀγκομαχοῦσε τὸ τρενάκι τοῦ Μπουτζᾶ, γιὰ νὰ φτάσει στὴ Σμύρνη, ἀγκομαχοῦσε κι ἡ καρδιά μου ἀπὸ ἀγωνία. Τὰ μάτια μου παίζανε νευρικὰ, ἁρπάζοντας ἐκεῖνες τὶς ὅλο γαλήνη εἰκόνες τοῦ ἤρεμου τοπίου: τὰ περιβόλια μὲ τὰ δέντρα, ποὺ τὰ κλαριά τους γέρνανε ὡς κάτω ἀπ’ τὸν πλούσιο καρπό, τὰ κοκκινόμαυρα χώματα, ποὺ ρουφοῦσαν ἠδονικά τὰ τρεχούμενα λαχταριστὰ νερά, τὶς ἀγελάδες καὶ τ’ ἄλογα, ποὺ ἀδιάφορα μασούλιζαν τὸ ἀφρᾶτο χορτάρι τους. Ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀμέριμνοι οἱ χωρικοὶ μὲ τὶς κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τὴ γής καὶ ὄργωναν τ’ ἀμπέλια, ποὺ θὰ πότιζαν αὔριο μὲ τὸν χυμό τους τὸ κέφι τῶν εὔθυμων Σμυρνιῶν, γιὰ νὰ τραγουδοῦν καὶ ν’ ἀγαποῦνε…

Μέσα μου πάλευε ἡ συγκίνηση μὲ τὴν ὀργή. Γιατί πάλι αὐτὴ ἡ ἀναταραχὴ κι ἡ τρικυμία; Γιατί οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου μας ἔπρεπε νὰ τρέχουν κυνηγημένοι καὶ νὰ σκοτώνονται; Γιατί νὰ καίγονται πάλι τὰ σπίτια τους καὶ τὰ σπαρτά τους καὶ οἱ ἐλπίδες τους; Γιατί δὲν βρισκόταν ἕνας τρόπος, νὰ ζεῖ ὁ καθένας στὴ γῆ τῶν προγόνων του καὶ νὰ τὴ δουλεύει ἥσυχα καὶ καλά, εἴτε Τοῦρκος ἦταν εἴτε Ἕλληνας; Νὰ ‘ταν ἀπὸ Θεοῦ δοσμένο τότε, δὲ θὰ ‘ταν πόλεμος, θὰ ‘ταν σεισμός, ἀστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τὴ συμφορὰ, ποιοὶ ἄνθρωποι νὰ τὴ φτιάχναν καὶ γιατί;

Ὅταν φτάσαμε στὴν ὁδὸ Μοσκὼφ καὶ εἶδα ὅλους τοὺς δικούς μου μαζεμένους νὰ τρῶνε ξένοιαστοι, κάτι ξεσφίχτηκε μέσα μου. Κανεὶς ἐδῶ δὲ φαινόταν ἀνήσυχος. Μήπως ἦταν ὑπερβολικές οἱ εἰδήσεις τοῦ θείου μου;

Ἡ κυρα-Εὐανθία σερβίριζε ἕναν μυρωδᾶτο μουσακᾶ καὶ σουλῆνες παραγεμιστές. Ρίχτηκα κι ἐγὼ στὸ πιάτο μου κι ἄρχισα νὰ τρώω τὰ γευστικὰ φαγητὰ τῆς μητέρας καὶ ν’ ἀκούω τ’ ἀστεῖα δυὸ καλεσμένων ἀξιωματικῶν, ποὺ χαριεντίζονταν μὲ τὴ Ριρὴ καὶ τὴ θεία Ἑλένη. Τὴν ὥρα τοῦ καφὲ, ὁ πατέρας ἐπέμενε νὰ παίξει ἡ Ριρὴ στὸ πιάνο τὸ Τροβατόρε ποὺ τ’ ἀγαποῦσε, ἐνῶ ἐκείνη διαμαρτυρόταν.

-Ὤχ, καλὲ μπαμπά κι ἐσύ, μὲ τὶς ἀρχαιολογίες σου!

Τὰ νοήματα ποὺ μοῦ ἔκανε ἡ κυρα-Χρυσὴ ἀπὸ τὴν πόρτα, μοῦ θύμισαν τὸ σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής μου. Ἔσκυψα στ’ αὐτὶ τῆς μητέρας καὶ τῆς εἶπα:

-Μανούλα, πᾶμε ἔξω. Ἔχω κάτι πολὺ σοβαρὸ νὰ σοῦ πῶ.

Τῆς ἐξήγησα ὅλα, ὅπως τ’ ἄκουσα, κι ὅπως μοῦ τὰ εἶπε ἡ θεία Ἑρμιόνη, καὶ τῆς ἔδωσα τὴ σακούλα μὲ τὶς λίρες.

Μόλις μπῆκε ὁ πατέρας, ἡ μαμὰ ἔκρυψε ἀμέσως τὰ λεφτά. Ἡ βιασύνη της ἐκείνη μ’ ἔκανε νὰ καταλάβω, πόσο εἶχε λείψει μεταξύ τους ἡ ἐμπιστοσύνη.

-Τί συμβαίνει; ρώτησε ὁ πατέρας.

Κοίταξα ἐρευνητικὰ τὴ μητέρα μου καὶ ζήτησα νὰ διαβάσω στὰ μάτια της, τί ἔπρεπε νὰ πῶ. Μὰ ἐκείνη βιάστηκε νὰ τοῦ ἀπαντήσει:

-Τὸ παιδὶ φεύγει ταξίδι μὲ τὴ θεία του καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Γεράσιμου.

-Μπά; Καὶ πῶς τώρα δά, στὰ καλὰ καθούμενα;

-Μά, ὡς λένε, δὲν εἶναι κι ἐντελῶς καλὰ καθούμενα. Κάτι, τὰ νέα ἀπ’ τὸ μέτωπο εἶναι ἄσχημα.

-Ἄσχημα; Ὅλα ἀπαισιόδοξα τὰ βλέπει ὁ Γιάγκος. Μιὰ θὰ ὑποχωρεῖ, μιὰ θὰ προχωρεῖ ὁ στρατός μας. Αὐτά μοῦ λέγανε, τώρα ἀκριβῶς, οἱ καλεσμένοι μας. Ἂς πᾶνε στὸ ταξιδάκι τους ὅμως οἱ ἄνθρωποι, καὶ μὲ τὸ καλὸ νὰ ξαναγυρίσουν.

Ἡ αἰσιοδοξία ὅλου τοῦ κόσμου ἐκεῖ μέσα καὶ ἡ εὐθυμία τους ἔκανε πολὺ εὐκολότερο τὸν ἀποχαιρετισμό μας. Τ’ ἀδέρφια μου μὲ ζήλευαν ποὺ θὰ γνώριζα τὴν Ἀθήνα, κι ὅλοι μοῦ παράγγελναν νὰ τοὺς φέρω κάτι γιὰ ἐνθύμιο.

Ὅταν βγῆκα στὴν ἐξώπορτα, ξαναγύρισα καὶ φίλησα πάλι τὴ μητέρα μου.

-Μανούλα, τῆς εἶπα, μὴν ξεχάσεις. Ὅταν χρειαστεῖ μὲ τὸ πρῶτο βαπόρι, μὲ τὸ πρῶτο καΐκι… Ἀκοῦς;

Καθὼς διέσχιζα τὴν ὁδὸ Μοσκὼφ, ἔνιωσα τὸ ἴδιο αἴσθημα ποὺ εἶχα, ὅταν μ’ ἔστελναν μακριὰ ἀπ’ τὸ σπίτι μου, μὲ τὴ γκρίζα ἐκείνη βαλιτσούλα καὶ τὰ σταχτιὰ σύννεφα στὴν καρδιά. Θὰ γυρίσω τάχα ξανὰ στ’ ἀγαπημένα τοῦτα σοκάκια; ἀναλογίστηκα μὲ συντριβή. Θὰ ξαναδῶ τὴ μητέρα μου; Τί νέες βαριὲς ἐκπλήξεις μᾶς φύλαγε τὸ μέλλον;

 

+Δ. Σωτηρίου, Oἱ νεκροὶ περιμένουν, Κέδρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: