Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ_ Ἡ ζωή ἐνός σύγχρονου Ἰώβ Ἀναστάσιος Μαλαμᾶς (1929-2004)

 

Θεός διάλεξε τούς ἁπλοϊκούς πού ὁ κόσμος θεωρεῖ μωρούς γιά νά καταντροπιάσει τούς σοφούς. Καί ἐξέλεξε ὅσους ὁ κόσμος θεωρεῖ ἀνίσχυρους γιά νά ντροπιάσει τελικά ἐκείνους πού ἔχουν κοσμική δύναμη, καί διάλεξε ὁ Θεός ἐκείνους πού ἔχουν ἄσημη καταγωγή καί τούς περιφρονημένους κι ἐκείνους πού τούς θεωροῦν τόσο τιποτένιους σάν νά μήν ὑπάρχουν κἄν, γιά νά καταργήσει ὅσους θαρροῦν πώς εἶναι κάτι. Καί τοῦτο γιά νά μήν μπορεῖ νά καυχηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κανείς ἀπολύτως. (Α΄ Κορινθίους α΄, 27).
Τά ἀνωτέρω ἁρμόζουν γιά τόν ταπεινό καί πολυβασανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἔμπρακτη πίστη του στόν Χριστό, εἶχε λάβει πολλά οὐράνια χαρίσματα.
Γεννήθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1929 στήν Κοκκαλοῦ, ἕνα χωριό μικρό κοντά στήν λίμνη Βόλβη. Ἀπό μικρό παιδί μπῆκε στήν βιοπάλη, ἦταν ὀρφανός ἀπό πατέρα ἀπό τήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν. Στήν ἀρχή ἦταν τσοπανᾶκος, μετά στά χωράφια, ἀργότερα στίς οἰκοδομές, χαμάλης σέ ἀποθῆκες, καλλιεργητής σέ λαχανόκηπους, πλανόδιος μανάβης.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, σκέφτηκε, ποιό δρόμο νά πάρει κι ἀπό τότε, ἔπεσε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, στό Εὐαγγέλιο, νιώθοντας «σάν ἐπιστρατευμένος». Ὅταν συναντιόνταν στά βουνά μ’ ἕναν ἄλλον πιστό βοσκό τόν κ. Νεοκλῆ, φώναζε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, σάν σύνθημα καί σάν χαιρετισμό «Ἀγαπᾶς τόν Χριστό;» -«Ναί, τόν ἀγαπῶ!»
Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία πουλᾶ ἕνα τομάρι κι ἀγοράζει μία Καινή Διαθήκη, ἀπ’ αὐτές πού κυκλοφοροῦσαν τότε σέ παράφραση στήν καθομιλουμένη. Αὐτό τό βιβλίο τό ἔκανε κτῆμα του, ὥστε νά τό πονᾶ καί νά κλαίει γι’ αὐτό. Εἶχε γίνει τόσο βίωμά του, ὥστε ὅταν μιλοῦσε, ἀνέφερε πάντα κάτι ἀπ’ τό Εὐαγγέλιο· δύο κεφάλαια μάλιστα τά ἔλεγε μέ τήν ἀργόσυρτη παιδική φωνή του ἀπ’ ἔξω: τούς Μακαρισμούς ἀπό τό κατά Ματθαῖον, καί ἀπό τό κατά Ἰωάννη τό 14ο κεφάλαιο «μή ταράζεται ἡ καρδιά σας… Πιστέψετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστέψετε… στήν οἰκία τοῦ πατέρα μου εἶναι πολλά οἰκήματα…».
Εἶχε βαθιά ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τίς ἀκολουθίες Της, τά μυστήριά Της. «Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι λαχτάρα», ἔλεγε.
Σέ ἀνάπαυε καί μόνο πού τόν ἔβλεπες, γιατί μιλοῦσε τό παράδειγμά του, πράος, ἀνεξίκακος, ἐργατικός, πονόψυχος. Ἐπειδή εἶχε ζήσει μές στά βουνά ἀπό μικρό παιδί, κατανοοῦσε ἀβίαστα τά χωρία ἐκεῖνα, τίς παραβολές ἰδίως τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἀγροτική ζωή κι ἔδινε μέ χαριτωμένο τρόπο παραδείγματα ἀπ’ τή ζωή στή φύση.
Διδακτός Θεοῦ, πράγματι, γιατί σχολεῖο, οὔτε τρεῖς τάξεις δέν πρόλαβε νά πάει, κι ἔλεγε πράγματα πού νόμιζες πώς εἶχε διαβάσει πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ αὐτός τό μόνο πού εἶχε διαβάσει ἦταν τά τέσσερα εὐαγγέλια ἀπ’ τήν παληά, φθαρμένη μά τόσο ἀγαπημένη του Καινή Διαθήκη.
Μά δέν ἔλεγε μόνο, ἀλλά καί τά ἐφάρμοζε στήν πράξη μέ τήν βοήθεια τῆς προσευχῆς. Ἔλεγε, «ἄχ Θεέ μου, καθάρισέ με ἀπό τά κρύφια κι ἄθελά μου», πού βρίσκεται στόν 18ο Ψαλμό, (ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με) ἀλλά καί στό Γεροντικό: «Κύριε, ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με γιά νά μήν ντροπιάζομαι στήν προσευχή μου».
Στά σαράντα του χρόνια τόν βρῆκε τό «ζάχαρο» πού τό ἔλεγε «εὐλογία». Δέχτηκε τήν ἀρρώστια αὐτή μέ τίς πολλές ἐπιπλοκές σάν ἕναν ἀπαραίτητο σταθμό στήν ζωή του.
Δέν διέκοψε τήν ἐργασία του, παρά τήν εἰδική ἀγωγή (ἰνσουλίνες, δίαιτα σχετική, συχνούς ἐργαστηριακούς ἐλέγχους), ἀντιθέτως, δούλευε ὥς τά 67 χρόνια του σκληρά, μέ τήν τσάπα, τό φτυάρι, τά ποτίσματα στούς μπαξέδες πού νοικίαζε, γιατί δέν εἶχε χωράφια δικά του. Ὅταν γινόταν ἡ σοδειά, γυρνοῦσε στό χωριό μέ τό κάρο κι ἀργότερα μ’ ἕνα χειροκίνητο καροτσάκι μέ τρεῖς ρόδες καί διαλαλοῦσε, μέ τήν ἀθώα παιδιάστικη φωνή του, τήν μαναβική του. Πάντα ἔβαζε στή σακούλα τοῦ ἀγοραστῆ περισσότερα ἀπ’ ὅσα ζύγιζε, χώρια πού πήγαινε σέ ἀναγκεμένους κι ἄφηνε κρυφά τά καλύτερα ἀπ’ τά προϊόντα του μόχθου του.
Ἔπαθε πολλές φορές κῶμα ἀπό ὑπεργλυκαιμία καί τό ἀντίθετο ἀπό ὑπογλυκαιμία, μέ νοσηλεῖες σέ νοσοκομεῖα. Λόγῳ διαβητικῆς ἀγγειοπάθειας ἔπαθε γάγγραινα στό ἀριστερό πόδι πού εἶχε συνέπεια νά τοῦ τό κόψουν κάτω ἀπ’ τό γόνατο, ἐνῶ σέ λίγο τυφλώθηκε, λόγῳ διαβητικῆς ἀμφιβληστροπάθειας. Ἔτσι καθηλώθηκε, ἔγκλειστος τά τελευταία 7 χρόνια της ζωῆς του στό δωμάτιό του «μόνος μόνῳ Θεῷ», μετακινούμενος μόνο μέσα στό σπίτι μ’ ἕνα ἀναπηρικό καροτσάκι, ἐνῶ καί στό ἄλλο πόδι ἐμφανίστηκαν ἕλκη, οἰδήματα, μελανά δάκτυλα ἀπό γάγγραινα, πού τοῦ ἔφερνε πόνους. Κάποτε ἐνίωθε σάν νά τοῦ πριονίζουν τό πόδι, ἐνῶ δέν ἔλειπαν οἱ πόνοι καί στό ἀκρωτηριασμένο – αὐτό πού ὀνομάζεται ἰατρικῶς «φάντασμα μέλος». Ὅταν ὅμως τόν ρωτοῦσες τί κάνει, ἔλεγε, «καλύτερα ἐδῶ μέσα, ἴσως ἅμα ἤμουν στό πλατάνι, στήν πλατεία, νά ἁμαρτανόμουν». Κι ἔτσι, στήν ἡσυχία, ἔφτανε στήν ἀπαραίτητη γι’ αὐτόν αὐτοσυγκέντρωση καί στήν πιό ἀγαπημένη του ἐνασχόληση, τήν προσευχή, πού τόν τραβοῦσε σάν μαγνήτης.
Προσεκτικός στά λόγια, ποτέ κατάκριση· αὐτός πού τόσα χρόνια εἶχε νά βάλει γλυκό στό στόμα του, ποτέ δέν ἔβγαλε λόγο πικρό γιά κάποιον ἤ νά ρίξει κάπου μία σκιά, κι ὅλα αὐτά ἀβίαστα χωρίς νά σοῦ δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτο-λογοκρίνεται ἤ κάτι ἄγνωστο ἐντελῶς σ’ αὐτόν, νά ὑποκρίνεται. Λές κι εἶχε ὑπ’ ὄψιν του τίς συμβουλές τοῦ Ἀποστ. Παύλου στόν Τιμόθεο καί στόν Τῖτο, πού δέν τίς εἶχε διαβάσει: «νά ἔχης νήψη σέ ὅλα, κακοπάθησε, κάμε ἔργο Εὐαγγελιστοῦ, νά εἶσαι ἄμαχος, ἐπιεικής, πράος».
Τά πρωινά ἄκουγε, (ἀπό τότε πού σταμάτησε νά δουλεύη, γιατί προηγουμένως ξυπνοῦσε ἀπ’ τά χαράματα) ἀπό τόν σταθμό τῆς Λυδίας τό συναξάρι τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας καί ἀκούγοντάς το ἦταν σέ κατάνυξη καί περισυλλογή. «Δές πῶς εἶναι ἡ πίστη μας ζωντανή», ἔλεγε, καί στό τέλος, ἀκούγοντας τό τροπάριο τοῦ ἁγίου, χαιρόταν. Χαρμολύπη!
Τούς τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του ἦρθαν ἀπανωτές οἱ ἐπιπλοκές τῆς χρόνιας πάθησής του κι ἔγιναν πολλές εἰσαγωγές σέ πολλά νοσοκομεῖα: πνευμονικό οἴδημα μέ ὀρθόπνοια βασανιστική, στηθαγχικές προσβολές, ἐμφράγματα σιωπηλά καί φανερά, καί ἀπό κοντά ἀφόρητοι πόνοι στό γαγγραινιασμένο πόδι, μέ τό ζάχαρο νά ἀπορρυθμίζεται συχνά, τρυπημένος πόσες χιλιάδες φορές γιά τίς ἐνέσεις ἰνσουλίνης, γιά τίς ἀναλύσεις, σέ ράντζα, σέ θαλάμους καί στήν ἐντατική καί ἀπό ἐκεῖ πού ἦταν σοβαρά νά ἀναλαμβάνει πάλι. Χαρακτηριστικά ὁ διευθυντής μίας καρδιολογικῆς κλινικῆς εἶπε ἀπορώντας, πώς «αὐτός εἶχε μία μή ἀναμενόμενη βελτίωση».
Καί ὁ κ. Τάσος σάν ἄνθρωπος πού μπαινόβγαινε σέ νοσοκομεῖα, μέ φορεῖα καί ἀσθενοφόρα, εἶχε βέβαια τά σημάδια τῆς κόπωσης, τήν ἔγνοια ὅτι κουράζει τούς ἄλλους, μιά πού ἐξαρτιόταν στίς κινήσεις του, ὅμως στό πρόσωπό του, στήν συμπεριφορά του, ἦταν ἔκδηλος ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά ὅλους, πίστη, ἀνεκτικότητα, ὑπομονή, ἐγκράτεια.
Ἐγκράτεια σέ ὅλα, στή γλῶσσα, στήν τροφή του πού στήν περίπτωσή του ἦταν κυριολεκτικά καί τό φάρμακό του. Τηροῦσε τίς νηστεῖες καί ὅταν περίμενε νά μεταλάβη, ὅπως ὅρισε ὁ ξομολόγος, περίμενε νηστικός ὥσπου νἄρθει ὁ παπᾶς μετά τήν ἀπόλυση. Ἔβλεπες ὅτι εἶχε ἀπόπνοια ὀξόνης λόγῳ τοῦ διαβήτη, καί περίμενε μέ πόθο τήν Θεία Κοινωνία πού μ’ αὐτήν «παίρνουμε, ὅπως ἔλεγε, μερτικό ἀπ’ τόν Χριστό».
Κι ἀφοῦ καθαρίστηκε σάν τό χρυσάφι στό καμίνι τῶν θλίψεων μέ τήν ὑπομονή, ἔφτασε τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του νά λέει: «Ἄχ Θεέ μου, σῶσε με! Ἄχ Θεέ μου, συγχώρεσέ με! Δῶσε μου δύναμη καί κουράγιο τ’ ὄνομά Σου νά ‘χω στήν καρδιά μου. Ἄχ! τίποτα δέ θέλω ἄλλο…».
Καί τίς ἑπόμενες ἡμέρες δέν παρακαλοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ἔλεγε μέ φωνή ἱκετευτική, σάν σέ παράκληση, ἐνῶ τό ἴσο τό κρατοῦσε ὁ βόμβος ἀπ’ τό μηχάνημα πού τοῦ ἔδινε ὀξυγόνο. -«Ἄχ Θεέ μου, σῶσε τήν ἀνθρωπότητα.., Θεέ μου σῶσε τήν ἀνθρωπότητα…, σῶσε τήν ἀνθρωπότητα…» καί νόμιζες ὅτι βρισκόταν ἀλλοῦ...
Καί τώρα, ἐκεῖ πού βρίσκεσαι, ἀγαθέ καί χαριτωμένε κ. Τάσο, στήν οὐράνια ἀγαλλίαση, ἐσύ πού δέν γνώρισες μάταιες χαρές τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά τίς δωρεές τῆς Χάριτος, προσεύχου καί γιά ἐμᾶς τούς ὀλιγόπιστους και ταλαίπωρους.
 από το βιβλίο, «Ασκητές μέσα στον κόσμο», τόμος β’, Άγιον Όρος.
 
 

Έλεγε ο ευλογημένος Αναστάσιος Μαλαμάς:

«Το στόμα των ανθρώπων είναι σαν ηφαίστειο. Όμως, όπως λέει, αλλοίμονό σας, αν πούνε καλά λόγια για σας. Όμως και όταν παλεύης με την αδικία, πίσω-μπρός, πίσω-μπρός, σε σακατεύει… Είναι αυτό που λέει, «εμίσησάν με δωρεάν». Όμως τις προσβολές μόνο η προσευχή τις διαλύει. Λειώνει την αδικία».

 

«Εάν είναι θλιμμένη η προσευχή μου, θα πάθουν κακό, γι’ αυτό θέλει προσοχή να μη ριζώση το μίσος μέσα σου. Όχι. Άμα πέσω σε θλιμμένη προσευχή θα πάθει ο άλλος ζημιά. Όχι να κάνω ζημιά στον άλλον. Έρχομαι σε απαρηγόρητη προσευχή και πέφτω στο ήμαρτον, ζητώ μία παρηγοριά, συχώρεση…».

 

«Αν μ’ έρθη περιφρόνηση, θεωρώ τον εαυτό μου αμαρτωλό, και αρχίζω, «συχώρεσέ με Κύριε, συχώρεσέ με…».

 

«Όλους να τους βλέπουμε καλούς και να παρακαλάμε για όλους».

 

«Πολλοί πιστεύουν στον Μαμωνά. Θέλουν να κερδίσουν άκοπα δίχως κούραση. Έφυγε όμως η ευλογία. Γιατί, λέει, με τον ίδρω να βγάζης το ψωμί σου. Όχι να βγάζουν πολλά λεφτά άκοπα. Αυτοί θέλουν αιχμάλωτους στο συμφέρον».

 

«Εμείς δεν θα κάνουμε κακό σ’ όσους μας κάνουν κακό γιατί μετά θα έχεις «κάνονα» για όλη σου την ζωή, θα είναι αυτό εμπόδιο στην προσευχή. Άστους, επειδή είναι αυτοί στην λάσπη, θέλουν να τραβήξουν κι εσένα προς τα κάτω. Εμείς χρωστάμε να αγαπάμε όλους».

 

«Δεν θα κάνεις κτήμα το κακό. Δεν θα το καλλιεργήσης. Η μοχθηρία είναι απιστία. Άμα πιστεύης, συγκρατιέσαι σε κάποια λογική. Αν κάτι δεν πιάνη τόπο… θάψτο. Το κατηγόριο απαγορεύεται αυστηρά».

 

«Τον εχθρό μας να τον φέρνουμε στο ύψος και εμείς στα πόδια του να παρακαλούμε τον Θεό να τον συχωρέση· να δίνης εκτίμηση στον εχθρό. Στο ύψος να τους βάλλουμε και μεις στα πόδια τους να είμαστε των εχθρών μας. Το πιστεύω μας δεν είναι αέρας, θα πει να μη χαλάσης την καρδιά του άλλου. Όσο πιστεύης στον Θεό τόσο δεν θέλεις να χαλάσης την ψυχή του άλλου. Δεν λέει προσευχηθήτε για όσους σας κατατρέχουν; Αν σ’ έλθη φώτιση να πης· ‘αχ, Θεέ μου!’. Θα πονέσεις και θα κλάψεις για το Ευαγγέλιο».

 

«Εμένα με κυκλώσαν αδικίες κι έκανα προσευχή. Όταν έβλεπα αδικία και δεν μπορούσα να την σταματήσω, γονατούσα και φώναζα ‘συχώωωωρεσέ με Κύριε…’. Έτσι με περνούσε η στεναχώρια, γιατί οι προσευχές φτάνουν επάνω. Οι προσευχές τα πάντα τα λειώνουν, κι αμέσως προλαβαίνει η καλωσύνη του Θεού. Αν με φερθούν άσχημα, να πέσω στο ήμαρτον. Αν το αφήσω, θα με κάνει ζημιά. Αν ένας με φταίξη τον παρουσιάζω σ’ ένα κλοιό προσευχής. Με την προσευχή τα διαλύεις όλα. Εάν μαλώσω με κάποιον χάνω την καλωσύνη του Θεού».

 

«Όσο λατρεύεις τον Θεό, τόσο να τιμάς και τον άνθρωπο. Η ανταπόκριση του ανθρώπου είναι στις δυσκολίες, είναι η υπομονή. Έχει ανθρώπους που κλαίνε γιατί δεν αρρωστάνε».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: