κι από χαρά πετούσε
Τη μοναξιά της γκρέμιζε
την αύρα της σκορπούσε
Ανέβαινε ψηλά βουνά
κι άνθιζε στην κορφή τους
Κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
τη θέλανε δική τους
Πού χάθηκε, πού πέταξε
πού κίνησε, πού πήγε;
Όσους γνωστούς κι αν ρώτησα
κανένας δεν την είδε
Τόσο βαθιά με πλήγωσες
φως μου στο πέρασμά σου
που νιώθω ακόμα στην ψυχή
το κάθε άγγιγμά σου
Έβλεπε όνειρα συχνά
που την τρομάζαν θεέ μου
πως ήταν λέει γιασεμί
στη μέση ενός πολέμου
Μια νύχτα που χαμήλωσαν
τα σύννεφα του κόσμου
έγινε άστρο της αυγής
και στεναγμός δικός μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου