Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος


Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας

Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά 

Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ξεκινώντας την αναίρεση τών επιχειρημάτων εκείνων τών Δυτικότροπων αιρετικών που βλασφημούσαν το Άκτιστο φως ως κτιστό, χρησιμοποιεί ένα πρώτο αμυντικό επιχείρημα που θα δούμε στο παρόν 1ο μέρος αυτού τού έργου του. Απαντώντας στο επιχείρημα που τού έλεγαν οι αιρετικοί, ότι αν οι άγιοι μετέχουν Ακτίστων ενεργειών τού Θεού, τότε μετέχουν δήθεν αγιότητας και τα άλλα κτίσματα, ξεκαθαρίζει ότι άλλο είναι η αγιαστική Χάρις και άλλο είναι οι λοιπές Άκτιστες ενέργειες στις οποίες μετέχουν τα λοιπά κτίσματα, γιατί αν η αγιότητα θα ήταν κοινή, θα οδηγούμασταν σε αγιοποίηση ακόμα και τών ζώων.

Λέει λοιπόν ο άγιος, ότι ακόμα και κτιστή αν λέγαμε ότι είναι η Χάρη τού Θεού, το αδιέξοδο θα παρέμενε, καθώς όπως μία δήθεν κτιστή χάρη θα αγίαζε τους ανθρώπους, θα αγίαζε ομοίως και όλα τα λοιπά κτίσματα, εφ' όσον μετέχουν όλα τής ίδιας Χάριτος. Συνεπώς πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ Αγιαστικής Ακτίστου Χάριτος και λοιπών "μοιρών" τής ιδίας Ακτίστου Χάριτος, αλλά με διαφορετικό αποτέλεσμα και όχι αγιαστικό, ανάλογα με το ον στο οποίο μετέχεται.

1. Εμπρός λοιπόν τώρα, ας προβάλουμε αυτό που λένε φανερά κάποιοι και θεωρούν ότι προκαλεί απορία.

Επειδή μάς λένε:

«Αν λέτε τη Χάρη που βρίσκεται μέσα στους Αγίους Άκτιστη, δεν λέτε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι όλα τα κτίσματα μετέχουν του Θεού, επειδή ο Θεός διέρχεται μέσα απ' όλα και μεταδίδει σε όλα, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα δε εκτός από το "είναι" και τη ζωή, αισθητικά ή λογικά ή νοερά. Τότε θα είναι Άκτιστο σε όλα αυτά, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα η ζωή, και σε άλλα απ' αυτά, (μαζί με τα προηγούμενα), και η σκέψη και η λογική».

Όσο για εμάς, συμφωνώντας με τους Αγίους, δεν θα τους αξιώναμε καμιάς συλλογιστικής απαντήσεως· επειδή στα Χριστιανικά δόγματα κυριαρχεί η πίστη, και όχι η απόδειξη. Για χάρη όμως των παρασυρόμενων από την επιχειρηματολογία εκείνων, χρειάζεται να απαντήσουμε προς αυτούς ως εξής:

Ώ λαμπρότατοι, αν λέτε κτιστή τη θεουργό Χάρη στους Αγίους, επειδή όλα τα κτιστά μετέχουν του Θεού, τότε όλα θα ονομασθούν από σάς άγια και θα θεοποιηθεί από σάς όλη η κτίση! Επειδή δεν θα είναι άγια μόνο τα λογικά, με την μεγαλύτερη μετοχή τής θεοποιού δωρεάς τού Πνεύματος σε κάποιους από τους λογικούς, αλλά και τα άλογα, καθώς επίσης μαζί με αυτά και τα άψυχα.

Τι σημασία έχει αν το ένα έχει λάβει καλύτερη ύπαρξη και ζωή από το άλλο; Θα παρατηρήσεις μάλιστα διαφορά και στα άγια. Έτσι θα σού φανεί αγιότερη η μέλισσα από τη μυΐγα, η προβατίνα από τη μέλισσα, άλλα πράγματα από την αμνάδα, και από αυτά ο άνθρωπος, έστω και αν τύχει να είναι Ιεζάβελ. Και επίσης, το μυρμήγκι είναι αγιότερο από τα κουνούπια, και από τα κουνούπια ο κριός· και αν θέλεις ο ταύρος ή ο ελέφαντας ή άλλο θηρίο· κι από αυτά πάλι ο άνθρωπος, ακόμη και αν είναι σάν τον Αχαάβ.Τέτοιος άγιος μπορεί να είναι και αυτός που μάς σύρει σε τέτοιες χαμηλού επιπέδου γελοιότητες εξ αιτίας των καταγέλαστων δοξασιών του, ο οποίος προφανώς είναι αντιτασσόμενος και στο Ευαγγέλιο του Χριστού.

2. Εάν πράγματι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος στους Αγίους είναι κτιστή, και μάλιστα ως συνήθεια ή μίμησις φυσική, (όπως τριγυρίζει διδάσκοντας αυτός που μάς διαβάλλει), τότε οι Άγιοι Θεούμενοι δεν υπερβαίνουν τη φύση· ούτε γεννώνται από τον Θεό, ούτε είναι πνεύμα ως γεννημένοι από Πνεύμα, ούτε είναι ένα πνεύμα μαζί με τον Κύριο ως ενωμένοι σ' Αυτόν· ούτε μόνο στους πιστεύοντες στο όνομά Του έδωσε ο Χριστός εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού με την ενανθρώπισή Του 1. Επειδή και πριν από την ενανθρώπησή Του υπήρχε αυτό σε όλα το έθνη, (αν τουλάχιστον υπάρχει μέσα σ' εμάς με φυσικό τρόπο), και επίσης σε όλους τους τωρινούς δυσσεβείς και ασεβείς.

Άκουσε τον σεβαστό Μάξιμο κατά την ανάπτυξή του προς τον Πύρρο, λέγοντας: «με το νεύμα του Θεού εκινούντο και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι χώρεσαν τη θεία ενέργεια μετά την απόθεση τών ανθρώπινων και σαρκικών ιδιωμάτων»2.

Και πάλι αλλού, «έτσι ώστε η εικόνα να ανέλθει προς το αρχέτυπο και να προσλάβει τη θεία ενέργεια, (ή μάλλον να γίνει θεός με τη θέωση), και πλέον να απολαύσει την έκσταση αυτών που υπάρχουν και νοούνται φυσικά σ' αυτή, λόγω της χάριτος του Πνεύματος που τη γοήτευσε»3.

3. Επομένως δεν βελτιώνονται απλώς κατά τη φύση οι θεωθέντες, αλλά προσλαμβάνουν την ίδια τη θεία ενέργεια, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα· επειδή αυτό είναι το ίδιο κατά τον μέγα Βασίλειο: «όταν το κατανοούμε με τη συναφή του αξία, το αντιλαμβανόμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, και όταν θυμηθούμε την ενεργούμενη Χάρη στους μετόχους, λέμε ότι είναι μέσα μας»4.
Αν όμως είναι μέσα στα κτίσματα όλα όπως και μέσα στους Αγίους, και κατά τις σοφές σκέψεις σας κτίζει ως Θεός και στους Αγίους την αγιότητα, όπως και στα άλλα δημιουργεί ό,τι είναι κατάλληλο, τι χρειαζόταν ο Χριστός και η παρουσία του; Ποια είναι η ανάγκη τού κατά Χριστόν βαπτίσματος, και τής εξουσίας και δυνάμεως που προκύπτει σ' εμάς απ' αυτό; Ποια η ανάγκη Πνεύματος που εμφυσάται και πάλι απ' την αρχή, και στέλνεται να κατοικεί μέσα μας; Επειδή θα είναι μέσα μας όπως και μέσα στο κάθε τι. Και θα είναι και ο Θεός κατά τον ίδιο τρόπο και Κτίστης και Θεοποιός.
Και όμως ο μέγας Βασίλειος λέει σαφώς, «εάν ο Θεός ομοίως κτίζει και γεννά, κατά τον ίδιο τρόπο κτίστης μας και πατήρ είναι και ο Χριστός, αφού είναι Θεός, και δεν χρειάζεται η υιοθεσία του Αγίου Πνεύματος»5. «Μάς συνανέστησε», -λέει ο Απόστολος-, και μάς συνεκάθισε στα επουράνια εν Χριστώ Ιησού, για να δείξει στους επερχόμενους αιώνες τον περίσιο πλούτο της Χάριτός Του με καλοσύνη προς εμάς, εν Χριστώ Ιησού. Επειδή είστε σωσμένοι με την Χάρη μέσω της πίστεως· και αυτό δεν είναι από σάς· το δώρο είναι του Θεού, όχι από έργα, για να μη καυχηθεί κανείς»6.
Εσύ όμως μάς κατασκευάζεις τη θέωση μόνο από τα έργα τής κατά φύσιν μιμήσεως, λέγοντας ότι η εκ φύσεως μίμηση είναι θεοποιό δώρο και θεία Χάρη;
«Όποιος δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός Του», και «το Πνεύμα τού Θεού κατοικεί σ' εμάς»7, και «όλοι σε ένα Πνεύμα ποτισθήκαμε»8, και «αυτός που ενώνεται με τον Κύριο είναι ένα πνεύμα με Αυτόν»9, και «ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές τών πιστών δια του Πνεύματος»10, και «αφού ακούσαμε το λόγο τής αληθείας, στον οποίο αφού πιστέψαμε σφραγισθήκαμε μέσω του Αγίου Πνεύματος της επαγγελίας, το Οποίο είναι αρραβώνας της κληρονομιάς μας»11 και «απ' αυτό γνωρίζουμε ότι μένουμε σ' Αυτόν και Αυτός μένει σ' εμάς, επειδή μάς έδωσε από το Πνεύμα Του»12, και «δεν λάβατε πνεύμα δουλείας αλλά Πνεύμα υιοθεσίας»13.
4.Έσϋ δέ μετόχους καί θεωρούς κτισμάτων άποκαλεϊς καί τούς άπό άκραν καθαρότητα καρδίας ϊδόντας καί δοκιμάσαντας τήν λαμπρότητα τοΰ Θεού καί ύποδεχθέντας τόν Υιόν έλθόντα μαΖί μέ τόν Πατέρα νά κατασκευάση διαμονήν εις αυτούς καί κατά τήν έπαγγελίαν νά έμφανίση έαυτόν εις αύτούς; Τί λέγεις, άνθρωπε; Τό Πνεύμα τοΰ Χριστού, τό Πνεύμα τοΰ Θεού, τό Πνεύμα τής έπαγγελϊας τό άγιον, τόν άρραβώνα τής κληρονομιάς των άγιων, τό Πνεύμα τής υιοθεσίας, τήν έπαγγελίαν τοΰ Πνεύματος, τήν όποιαν ελαθεν άπό τόν Πατέρα ό Υιός καί έχάρισεν εις τούς πιστούς του, τό έκκεχυμένον άπό τό Πνεύμα αύτοΰ εις τούς δούλους καί τάς δούλας τοΰ Θεού κατά τόν προφήτην Ίωήλ Πνεϋμα14, θεωρείς κτίσμα καί φυσικήν μίμησιν, καί τριγυρίζεις κηρύσσων δυσσεθώς τούς μή άνεχομένους νά θλασφημοΰν κατά τόν ίδικόν σου τρόπον; Δέν σέβεσαι τόν άπόστολον, άνθρωπε, λέγοντα «ότι τά στόματα ήμών είναι ναός τού μέσα μας αγίου Πνεύματος»;15 καί πάλιν, «εϊσθε ναός Θεού καί τό Πνεύμα τοΰ Θεού κατοικεί μέσα σας;»1*. Άραγε θά κατεδέχετο ποτέ νά τιμήση μέ τήν προσηγορίαν τού ναού τό δουλικόν κατοικητήριον; Έάν δέ ούτος είναι μέσα μας, μέ όποιον τρόπον είναι καί μέσα εις άλα, τότε ναός τοΰ Θεοϋ είναι καί έκαστον των άλόγων καί τών θηρίων καί τών έρπετών, διότι παραλείπω νά άναφέρω ότι είναι καί έκαστος τών λατρευσάντων ταΰτα 'Ελλήνων, καί τών άλλων σεβασμάτων αυτών. Είς μάτην δέ καί ό άπόστολος κατά τούτο έγκωμιάΖει τούς πιστούς, καί μάλιστα τούς δοκίμους, λέγων, «δέν γνωρίΖετε ότι εϊσθε ναός Θεού καί τό Πνεύμα τοΰ Θεού κατοικεί μέσα σας;»17, «έάν βεβαίως δέν είσθε άδόκιμοι»18
5.Aλλά, λέγει, «κατακερματίζετε τό θειον Πνεύμα, χαρακτηρίΖοντες αύτό ύφειμένον, άκτιστον καί ύπερκείμενον, καί μετρεϊτε τόν Θεόν λέγοντες άτι είς τόν ένα μέν άγιον προσυπάρχει μεγαλυτέρα είς τόν άλλον δέ όλιγωτέρα χάρις καί ότι αϋτη δέν είναι έκείνη ή όμοίωσις την οποίαν προσέδωσεν έκαστος εις τόν εαυτόν του διά τής μιμήσεως του Θεοϋ, άλλα κάτι διάφορον άπό αυτήν, έρχόμενον άνωθεν ώς άκτιστον δώρον». Eic ποιον νομίζεις ότι άπευθύνεις ταΰτα, εις ήμας ή εις τόν προφήτην; Μάλλον δέ τά απευθύνεις εις τόν Θεόν ό όποιος δι' ένός αύτών των προφητών είπε, «θά έκχύσω εις πάσαν σάρκα άπό τό Πνεύμα»1* καί εις τόν άπόστολον λέγοντα «μερισμούς Πνεύματος άγιου»” καί εις τόν Διονύσιον γράφοντα σαφώς, «ύπάρχει εν τό όποιον έπιθυμοΰν πάντες οί ένοειδεϊς, μετέχουν δέ εις αύτό όχι ένιαίως, αν καί είναι ταυτό καί εν, άλλά όπως ή θεία Ζυγαριά διανέμει εις εκαστον κατ’ άξίαν τόν κλήρον»11. Δέν Ζυγίζεται ούτε μετρεϊται λοιπόν τό Πνεύμα, άλλ' αύτό μάλλον μετρεϊ τά μετέχοντα, κατανέμον εις έκαστον έαυτό κατά τήν σωστικήν δικαιοσύνην του· ούτε έκεϊνο είναι τό μεριΖόμενον, άλλ' ήμεϊς εϊμεθα οί μή δυνάμενοι νά χωρέσωμεν τό όλον, όταν έκεϊνο έπιλάμπη άμερώς.
6.Είναι σχετικώς γεγραμμένον ότι καί ό Παύλος ήλθεν εις έπαφήν μέ βραχείαν λάμψιν τού μεγάλου φωτός”. Καί τήν έπί τού όρους δόξαν τού Κυρίου εΐδον οί συναναβάντες μέ αύτόν μαθηταί «όχι ολόκληρον, διά νά μή χάσουν καί τήν Ζωήν μαΖί μέ τήν όρασιν»” ’Εκείνο δέ όχι μόνον είναι άμέριστον έν τώ μέσω μεριστών, άλλά καί τούς κατά τό δυνατόν μετέχοντας ένώνει ώς ένοποιός δύναμις πρός τήν ένότητα καί θεοποιόν άπλότητα τού συντονιστοϋ Πατρός. Οϋτω τό Πνεύμα προβαϊνον άγαθοπρεπώς καί πληθυνόμενον διά τήν ενωσιν των προνοουμένων μένει έντός έαυτοΰ κατά ύπερούσιον δύναμιν. ’Εάν δέ ή τοιαύτη πρόχυσις καί άποστολή καί πρόοδος είναι έπίσης καί φανέρωσις (διότι λέγει, «εις έκαστον δίδεται ή φανέρωσις τού Πνεύματος πρός τό συμφέρον του»” ), θά είναι μετρητόν τό Πνεύμα, μετρούν τήν φανέρωσιν κατά τήν άναλογίαν των μυστικώς συναντώντων αύτό; Καί ώς άνωφελές εις όλους, άφοΰ ποτέ δέν έκραίνεται τελείως καί ύπερέχει όπειροπλασίως πόσης έκφάνσεως καί νοήσεως, μερίζεται ή είναι ουντεθειμένον άπό κατώτερον καί άνώτερον; Καί οϋτε έκεϊνο δέν καταλαμβάνετε, σείς οί είς όλα σοφοί, ότι τό φαινόμενον η νοούμενον ή μετεχόμενον δέν είναι μέρος τοΰ Θεού, διά νά ύποστή οϋτω καί μερισμόν ό Θεός κατά τήν άποψίν σας, άλλά κατά κάποιον τρόπον καί όλος έκφαίνεται καί μή όλος, καί νοείται καί δέν νοείται, καί μετέχεται καί δέν μετέχεται;
7.Εάν δέ καί κατά τόν μέγαν Διονύσιον «θέωσις είναι ή πράα τόν Θεόν άφομοίωσις καί ενωσις»”, πώς θά ήτο δυνατόν νά δεχθώμεν ήμεϊς ότι ή θέωσις είναι φυσική μίμησις; Βεβαίως μάς είναι απαραίτητος ή όμοίωσις, διά νά γίνωμεν προσαρμοστικοί πρός τήν ενωσιν έκείνην, διά τής οποίας έπιτελεϊται ή θέωσις. Χωρίς όμως τήν ενωσιν ή όμοίωσις δέν θά έπαρκέση πρός θέωσιν. Λέγω δέ δτι είναι άναγκαία έκείνη ή θέωσις νά προσγίνεται άπό τήν ένέργειαν καί τήρησιν των θείων έντολών, ή όποια δέν τελείται άπλώς άπό φυσικήν μίμησιν, άλλά άπό τήν δύναμιν τοΰ Πνεύματος, ή όποια έφίπταται άπό άνω κατά τήν ίεράν άναγέννηαίν μας καί προσφύεται άπορρήτως βαπτισθέντας. Δι' αύτής «οί μή γεννηθέντες άπό αίματα, ούτε άπό θέλημα άνδρός οϋτε άπό θέλημα σαρκός, άλλά έκ Θεοϋ»ώς άρτιγέννητα βρέφη «δύνανται νά φθάσουν είς τό μέτρον τοΰ πληρώματος τοΰ Χρίστου»” . Διότι λέγει, «έκεϊνος ό όποιος δέν έχει άποκτήσει ενθεον ΰπαρξιν δέν δύναται ποτέ νά γνωρίση οϋτε νά ένεργήση κάτι άπό τά θεοπαράδοτα»*8. Διδάξου λοιπόν κατά τό λόγιον άπό τήν βάσιν, ώ φίλε, τό ύπερφυές τής θεώσεως- διότι αύτής τής όποιας ή φύσις δέν άναφύεται έν άρχή παρ' έαυτής, πώς θά είναι τό τέλος φυσικόν καί κτιστόν; Καί άν ύπέρκειται είς μεγάλον βαθμόν τής φυσικής μιμήσεως κατά τήν άρχήν της, πώς τελειωθεϊσα θά είναι φυσική μίμησις; ΒαπτίΖει καί ό 'Ιωάννης ό υίός τοΰ Ζαχαρία, άλλά μόνον είς τό ϋδωρ”· βαπτίΖει καί ό Ίησοϋς ό Υίός τοΰ Θεού, άλλα είς ϋδωρ καί Πνεύμα”. Ποία λοιπόν εϊναι ή πρόσληψις; "Αραγε μόνον τό όνομα; Καθόλου. Εϊναι αυτή ή θεουργός χάρις καί δύναμις, τό ίδιον τό άγιον Πνεύμα, όχι περιχεόμενον κατ' ουσίαν είς τόν βαπτιζόμενον, άλλά περιφυόμενον κατά τήν έμφύτως ένυπάρχουσαν χάριν τού άγιασμοΰ. Εάν δέ αϋτη εϊναι κτίσμα καί ήμεΐς οί μεταλαβόντες αύτής μετελάβομεν κάτι κτιστόν, πώς εϊναι άκτιστον τό άγιον Πνεύμα;
8.Διά νά εϊπωμεν δέ κατά τόν μέγαν 'Αθανάσιον, «άν γινώμεθα θείας φύσεως κοινωνοϊ διά της μετουσίας τού Πνεύματος, παραφρονεί όποιος λέγει ότι τό Πνεύμα είναι της κτιστής φύσεως καί όχι τής τού Υιού»’. Πώς δέ καί ό Χριστός εϊναι ό Υιός τρΰ Θεού, άν βαπτίζη καί αύτός έν κτίσματι κατά τόν Ίωάννην” καί έμβάλλη κτιστήν δύναμιν καί χάριν είς τούς βαπτιζομένους, ό κατά τόν Παύλον «όρισθείς», δηλαδή άναγνωρισθείς καί έπικυρωθείς, «Υιός τού Θεού έν δυνάμει κατά τό Πνεύμα τής άγιωσύνης διά τής άναστάσεως νεκρών»;” . Τί εϊναι λοιπόν ή δύναμις ή όποια έφάνη καί άνεκήρυξε τόν Ίησοϋν Υιόν τού Θεού; κτίσμα; Καί πώς έγνωρίσθη άπό αύτήν ότι εϊναι Θεός; Καί μή ύπολογίσης τήν δύναμιν ή όποια έκαθάρισε τούς λεπρούς, έφώτισε τούς τυφλούς, άνώρθωσε τούς κυρτούς, συνέσφιξε τούς παραλύτους, διότι εϊναι δείγμα φαρισαϊκής άμβλυωπίας νά βλέπη κανείς πρώτα έκείνην, άλλά νά προσέχης πρώτα έκείνην ή όποια ελυσεν άφανώς τήν σειράν τών άμαρτημάτων καί ήνοιξε δρόμον είς τό Πνεύμα τής άγιωσύνης, άνορθώνει καί φωτίζει τόν μέσα άνθρωπον διά τής πρός τόν Θεόν συνάφειας άνιστα έκ νεκρών καί έπιτρέπει είς τήν ψυχήν νά ζή θείως, δίδουσα θείαν άίδιον πράγματι ζωήν Θεού. Ή δέ άνάστασις τού σώματος συνηθίζει νά άκολουθή αύτήν, καθώς καί ό θάνατος άρχικώς ήκολούθησε τόν θάνατον τής ψυχής' διότι τούτο εϊναι θάνατος τής ψυχής, ή άλλοτρίωσις τής έν Θεώ ζωής. Καί αύτός εϊναι πράγματι δεινός θάνατος, ό δέ μετ' αυτόν, δηλαδή ό τοϋ σώματος είναι μετ’ αύτόν ευκταίος, διότι άποτελεϊ καρπόν φιλανθρωπίας*, τής οποίας φευ θά στερηθοϋν οί τοϋ ομίλου τών καταδίκων κατά τήν μέλλουσαν κρίσιν. Διότι τοίαύτη άνάστασις άναμένει τούς μή χρησιμοποιήσαντας καλώς τό δοθέν άπό τόν Θεόν τάλαντον τής θείας χάριτος, ή όποια είναι συνημμένη διηνεκώς μέ έκεϊνον τόν δεύτερον θάνατον, όπως μάς τό έφανέρωσεν ό 'Ιωάννης διά τής Ά π о к α λ ύ ψ ε ω ς! καί είναι χειροτέρα θανάτου. Αν δέ έκεϊνοι μέ τόν τρόπον αύτόν ζοϋν άθάνατα καί συγχρόνως έχουν άποθάνει, πολλοί τών έδώ ζώντων είναι νεκροί, όπως εδειξεν ό Κύριος ζωής καί θανάτου**· ύπάρχει λοιπόν καί ψυχής νέκρωσις, ένώ κατά τήν φύσιν αΰτη μένει άθάνατος. Πώς λοιπόν θά ζήση, άφοϋ κατέχει κτιστήν ζωήν; ’Αλλά ζώσα κατ’ αύτήν είναι νεκρά. Έάν είναι νά άναβιώση αΰτη είς άνωτέραν σφαίραν, πρέπει νά μεταλάβη τής άκτιστου ζωής, αύτής ή όποια δέν χωρίζεται άπό τό πνεύμα. Διά τούτο λέγει ό Βασίλειος, ό οποίος μετέσχε ταύτης καί όμιλεί έκ πείρας· «καί ή ζωή τήν οποίαν μεταβιβάζει τό Πνεύμα είς τήν ύπόστασιν άλλου δέν χωρίζεται άπό αύτό, άλλά καί αύτό εχει έν έαυτώ τήν ζωήν καί οί μετέχοντες αύτοΰ ζούν θεοπρεπώς, κατέχοντες θείαν καί έπουράνιον ζωήν»*
9.Θέλεις δμως νά διδαχθής καί τούτο σαφώς, άτι οί κατηξιωμένοι νά θεωθοϋν λαμβάνουν τό άγιον Πνεύμα όχι κατά τήν ούσίαν άλλά κατά τήν άκτιστον ελλαμψιν καί χάριν; "Ακούσε τόν λέγοντα, «σκοπός τής ούρανίου ιεραρχίας είναι ή πρός τόν Θεόν κατά τό δυνατόν άφομοίωσις καί ενωσις, άφοΰ ό Θεός καταστήση τούς θιασώτας του θεία άγάλματα, διαυγέστατα καί άκηλίδωτα, δεκτικά τής άρχιφώτου καί θεαρχικής άκτίνος»*. Έάν δέ τό μεθεκτόν είς όλους, άν καί είναι εν, μετέχεται όχι ένιαίως άλλά διαφόρως, τί έμποδίζει νά μετέχουν μέν τοϋ Θεού καί οί άγιοι, καί οί μή άγιοι νά ύπάρχη όμως διαφορά είς τάς τοιαύτας μεθέξεις κατά τούτο, ότι ή μία είναι άκτιστος ή δέ άλλη κτιστή; Ό μέγας 'Αθανάσιος είπεν εις Θεός υπάρχει, ό Πατήρ», ή αρχή των πάντων κατά τόν άπόστολον", «διότι ό Λόγος προέρχεται έξ αύτοΰ γεννητώς κάΐ τό Πνεύμα έξ αύτοΰ έκπορευτώς»4*. "Αν τόν ήρώτα κανείς, πώς λοιπόν άπό όλα τά όντα έκ τοΰ Πατρός μόνον τόν Υιόν καί τό Πνεύμα λέγεις άληθινόν Θεόν καί άδιαίρετον άπό τόν Πατέρα, θά άπεκρίνετο εύθέως, ότι τοϋτο συμβαίνει έξ αιτίας τής διαφοράς ΰπάρξεως, διότι ό μέν Υιός καί τό Πνεύμα προέρχονται άπό τόν Πατέρα ώς άπαύγασμα καί άκτίς φωτός, αύθυποστάτως όμως, όλα δέ τά άλλα προέρχονται ώς κτίσματα άπό τόν δημιουργόν. Οΰτω καί ήμεϊς θά εϊπωμεν ότι, άν καί όλα μετέχουν τοΰ Θεοΰ. βλέπομεν πάντως πολλήν καί μεγίστην διαφοράν τής μεθέξεως τών άγιων. Πράγματι, είπέ μου, πώς έκ τών μετεχόντων εις τήν ζωήν τοΰ Θεοΰ αίσθητικώς ή λογικώς η νοερώς κανενός ή ζωή δέν λέγεται θεοειδής η ένθεος, καί κανέν άπό αύτά δέν γίνεται θεϊον ή θεόληπτον η θεοφόρον, μάλλον δέ Θεός, άν δέν άνήκη εις τά θεωμένα; "Οσα δέ ζοΰν κατ' αϊσθησιν, ώς καί τά στερούμενα τελείως αίσθήσεως, δέν υπάρχει πιθανότης νά ζήσουν ποτέ ένθέως, μολονότι καί αύτά μετέχουν τοΰ Θεοΰ.
10.Βλέπεις ότι, άν καί τό θειον είναι μέσα εις όλα καί μετέχεται άπό όλα, όμως μόνον εις τούς άγιους είναι κυρίως μέσα καί άπό αύτούς μόνον μετέχεται κυρίως; Καί τόσον είναι τούτο βέβαιον καί άληθές, ώστε όπως ένώ είναι καί λέγονται πολλοί θεοί, είς είναι δι' ήμάς ό άληθινός Θεός, καί όπως, ένώ είναι καί λέγονται πολλοί υίοί, άπό ήμάς κηρύσσεται είς άληθινά Υιός Θεοΰ, διό καί μονογενής άλλωστε, οΰτω, άν καί πολλοί μάλλον δέ πάντες μετέχουν τοΰ Θεοΰ, μόνοι μέτοχοι Θεοΰ καί μέτοχοι Χριστού λέγονται οί άγιοι. Διότι, λέγει ό Παύλος, «είναι άδύνατον οί άπαξ φωτισθέντες καί γευσάμενοι τής έπουρανίου δωρεάς καί γενόμενοι μέτοχοι τοΰ άγιου Πνεύματος»41, έννοών οπωσδήποτε ότι δέν ήσαν μέτοχοι προηγουμένως. Καί ό Κύριος ύπόσχεται νά έλθη καί νά έγκαταστήση μονήν είς τούς άγαπήσαντας αυτόν καί άγαπηθέντας άπό αύτόν“, πάντως μέ την έννοιαν ότι δέν ήτο παρών καί δέν κατώκει εις αυτούς προηγουμένως. "Επρεπε δέ πάντως oi θεωθέντες νά έχουν πολλήν ομοιότητα πρός τόν Θεόν καί οι υίοποιηθέντες πολλήν ομοιότητα πρός τόν Υιόν. "Οπως λοιπόν ό Θεός είναι μόνος ών, μόνος ζών, μόνος άγιος, μόνος άγαθός, «μόνος έχων άθανασίαν, φως οίκων άπρόσιτον»45, μολονότι πολλοί ύπάρχουν καί πολλοί ζοΰν, είναι άγιοι καί άγαθοί καί άθάνατοι, κατοικούν εις φως καί χώρον ζώντων, οΰτω καί μόνοι οί άγιοι είναι μέτοχοι Θεού, μολονότι όλοι μετέχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: