Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Ἡ ἁγία νεομάρτυς Λυδία ἡ Ρωσίδα

Ἡ ἁγία νεομάρτυς Λυδία ἡ Ρωσίδα (20 Ἰουλίου 1928) καὶ οἱ σὺν αὐτῇ στρατιῶτες Κύριλλος καὶ Ἀλέξιος.

 

Ἡ Λυδία, κόρη ἑνὸς ἱερέως τῆς πόλεως Οὔφα – βρίσκεται στὴ δυτικὴ Σιβηρία, στὶς ὄχθες τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ – γεννήθηκε στὶς 20 Μαρτίου τοῦ 1901. Ἀπὸ παιδὶ ἦταν εὐαίσθητη, στοργικὴ καὶ ἀγαπητὴ ἀπὸ ὅλους. Φοβόταν τὴν ἁμαρτία καὶ κάθε τί ποὺ δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μόλις τελείωσε τὸ παρθεναγωγεῖο στὰ δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε καὶ ἀμέσως ἔχασε τὸν ἄνδρα της στὸν ἐμφύλιο πόλεμο μὲ τὴν ἀναχώρησι τοῦ Λευκοῦ (τσαρικοῦ) Στρατοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀρχὲς τοῦ σχίσματος τῶν «Ἀνακαινιστῶν» (πρόκειται γιὰ ἐκκλησιαστικὸ νεωτεριστικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο γιὰ ἕνα διάστημα πέτυχε νὰ ἀναγνωρισθῆ σὰν ἡ ἐπίσημη ρωσικὴ ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἄλλες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες) ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους τὸ 1922, προσχώρησε σ’ αὐτό. Ἡ θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ πατέρα της καὶ εἶπε : «Δῶσε μου τὴν εὐχή σου, πατέρα, νὰ σ’ ἀφήσω, γιὰ νὰ μὴ σὲ δεσμεύω στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου». Ὁ γέρων ἱερέας ἤξερε καλὰ τὴν κόρη του, ὅπως ἤξερε καλὰ τὸ ἐσφαλμένο τῆς κινήσεώς του. Δάκρυσε καί, δίδοντας τὴν εὐλογία του στὴν Λυδία νὰ ζήση μόνη της, τῆς εἶπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, ὅταν κερδίσης τὸ στεφάνι σου, νὰ πῆς στὸν Κύριο ὅτι παρόλο ποὺ φάνηκα πολὺ ἀδύνατος γιὰ ἀγώνα, ὡστόσο δὲν σὲ ἐμπόδισα, ἀλλά σοῦ ἔδωσα τὴν εὐχή μου». «Θὰ τὸ πῶ, πατέρα», τοῦ εἶπε ἐκείνη φιλώντας του τὸ χέρι καὶ προβλέποντας ἔτσι κι αὐτὴ προφητικὰ τὸ μέλλον.

Ἡ Λυδία πέτυχε νὰ διοριστῆ στὴν δασονομικὴ ὑπηρεσία καὶ τὸ 1926 μετατέθηκε στὴν κολλεκτίβα ὑλοτομίας τῆς περιοχῆς, ὅπου δούλευε κοντὰ στοὺς πιὸ χαμηλόμισθους ἐργάτες. Ἐδῶ ἦρθε ἀμέσως σὲ ἐπαφὴ μὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε πολὺ καὶ οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Οἱ ξυλοκόποι καὶ οἱ ὁδηγοί, ποὺ εἶχαν σκληρυνθῆ ἀπὸ τὴ δουλειὰ μέσα σὲ δύσκολες συνθῆκες, ἀφηγοῦνταν μὲ κατάπληξι ὅτι στὸ γραφεῖο τοῦ Τμήματος Ὑλοτομίας, ὅπου ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μαζί τους ἡ Λυδία, τοὺς διαπερνοῦσε ἕνα γνώριμο ἀλλὰ τώρα μισοξεχασμένο αἴσθημα, παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν νιώσει κάποτε ὅταν πρὶν τὴν ἐπανάστασι εἶχαν πάει νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν περίφημη εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸ χωριὸ Μπογκορόντσκογιε τῆς περιφερείας τῆς Οὔφα. Στὸ γραφεῖο δὲν ἀκούγονταν πιὰ ἄσχημες κουβέντες, βρισιὲς καὶ καυγάδες. Τὰ πάθη εἶχαν ἐκλείψει καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν εὐγενικώτεροι μεταξύ τους.

Αὐτὸ ἦταν καταπληκτικὸ καὶ ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπ’ ὅλους, τῶν κομματικῶν ὀργάνων μὴ ἑξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τὴ Λυδία, ἀλλὰ δὲν ἀνακάλυψαν τίποτε ὕποπτο. Δὲν πήγαινε καθόλου στὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶχαν νομιμοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους καὶ συμμετεῖχε ἀραιὰ καὶ προσεκτικὰ σὲ ἀκολουθίες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν».

Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ (ἡ σοβιετικὴ ἀστυνομία κατὰ τὰ ἔτη 1922-34) ἤξερε ὅτι ὑπῆρχαν μέλη τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας στὴν περιφέρεια, δὲν ἔβρισκε ὅμως τὸν τρόπο νὰ τὰ ἀνακαλύψη καὶ νὰ τὰ συλλάβη. Μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψη ὅσους δὲν εἶχαν ἀκόμη συλληφθῆ ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ ξαφνικὰ ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα ποὺ ἦταν πολὺ σεβαστὸς στὸν λαό, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς παράγοντες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας. Σύμφωνα ὅμως μὲ ὁδηγίες ποὺ εἶχε στείλει πρωτύτερα, ὁ ἐπίσκοπος ἔγινε φανερὰ δεκτὸς μόνο ἀπὸ μία ἐκκλησία τῆς Οὔφα, παρόλο ποὺ μυστικὰ ἦρθε νὰ τὸν δῆ ὁλόκληρη ἡ περιφέρεια. Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ πεπεισμένη γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ σχεδίου της συνέλαβε πάλι τὸν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα καὶ τὸν ἐξώρισε.

Ἡ Λυδία συνελήφθη στὶς 9 Ἰουλίου 1928. Οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἀναζητοῦσαν μιὰ δακτυλογράφο ποὺ ἐφοδίαζε τοὺς ἐργάτες τῆς δασονομικῆς ὑπηρεσίας μὲ δακτυλογραφημένα φυλλάδια, ποὺ περιεῖχαν βίους Ἁγίων, προσευχές, ἀκολουθίες καὶ συμβουλὲς ἀρχαίων καὶ συγχρόνων ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας. Παρατήρησαν ὅτι στὴν γραφομηχανὴ αὐτῆς τῆς δακτυλογράφου τὸ κάτω μέρος τοῦ «κ» ἦταν σπασμένο. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ Λυδία.

Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ κατάλαβε ὅτι εἶχε πέσει στὰ χέρια της τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψη ὁλόκληρη τὴν μυστικὴ ἐκκλησία. Δέκα μέρες ἀδιάκοπης ἀνακρίσεως δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὴν μάρτυρα. Πολὺ ἁπλὰ ἀρνήθηκε νὰ πῆ ὁτιδήποτε. Στὶς 20 Ἰουλίου ὁ ἀνακριτής, ἔχοντας χάσει τὴν ὑπομονή του, παρέδωσε τὴν Λυδία στὸ «εἰδικὸ τμῆμα» γιὰ ἀνάκρισι.

Αὐτὸ τὸ «εἰδικὸ τμῆμα» ἐργαζόταν σ’ ἕνα γωνιακὸ δωμάτιο στὸ ὑπόγειο τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ. Ἕνας φρουρὸς στεκόταν μόνιμα στὸν διάδρομο τοῦ ὑπογείου. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα φρουρὸς ἦταν ὁ Κύριλλος Ἀτάεβ, ἕνας εἰκοσιτριάχρονος φαντάρος. Εἶδε τὴν Λυδία καθὼς τὴν ἔφερναν στὸ ὑπόγειο. Ἡ προηγούμενη δεκαήμερη ἀνάκρισι εἶχε ἐξαντλήσει τὴν μάρτυρα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κατέβη τὰ σκαλιά. Ὁ στρατιώτης Ἀτάεβ, σὲ πρόσταγμα τῶν προϊσταμένων του, τὴν κράτησε καὶ τὴν ὡδήγησε κάτω στὸν ἀνακριτικὸ θάλαμο. «Ὁ Χριστὸς νὰ σὲ σώση» εἶπε ἡ Λυδία εὐχαριστώντας τὸν φρουρό, καθὼς ἀντιλήφθηκε μιὰ σπίθα συμπαθείας γι’ αὐτὴν στὴ λεπτὴ εὐγένεια τῶν δυνατῶν χεριῶν τοῦ φρουροῦ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ.

Καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε τὸν Ἀτάεβ! Τὰ λόγια τῆς μάρτυρος καὶ τὰ γεμάτα πόνο μάτια της μίλησαν στὴν καρδιά του. Δὲν μποροῦσε πιὰ ν’ ἀκούη μὲ ἀδιαφορία τὶς ἀδιάκοπες κραυγὲς καὶ τὰ κλάμματά της, ὅπως εἶχε προηγουμένως ἀκούσει ὅμοιες κραυγὲς ἀπὸ ἄλλους ἀνακρινομένους καὶ βασανιζομένους.

Ἡ Λυδία βασανίστηκε πολλὴ ὥρα. Οἱ βασανιστὲς τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ δροῦσαν συνήθως μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ἀφήνουν κανένα ἰδιαίτερα εὐδιάκριτο σημάδι στὸ σῶμα τοῦ βασανιζομένου. Ὅμως στὴν ἀνάκρισι τῆς Λυδίας καμμιὰ προσοχὴ δὲν δόθηκε σ’ αὐτό. Οἱ κραυγὲς καὶ τὰ κλάμματα τῆς Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδὸν χωρὶς διακοπὴ γιὰ πάνω ἀπὸ μιάμιση ὥρα.

«Μὰ δὲν πονᾶς; Τσιρίζεις καὶ κλαῖς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι σὲ πονάει;» Ρώτησαν ἐξαντλημένοι οἱ βασανιστὲς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διαλείμματα.

«Πονάει! Ὦ Κύριε, πόσο πονάει!» ἀπάντησε ἡ Λυδία μ’ ἕνα σπασμένο βογγητό.

«Τότε γιατί δὲν μιλᾶς; Θὰ σὲ πονέση περισσότερο!» εἶπαν μὲ φανερὴ ἀμηχανία οἱ βασανιστές.

«Δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω…Δὲν μπορῶ…Δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη αὐτό…», βόγγηξε ἡ Λυδία.

«Ποιὸς δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη;»

«Ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη!».

Τότε οἱ βασανιστὲς ἐπινόησαν κάτι καινούργιο γιὰ τὴ μάρτυρα: τὴν ἠθικὴ κακοποίησι. Ἦταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ἕνας ἄλλος. Φώναξαν τὸν φρουρὸ νὰ τοὺς βοηθήση.

Μόλις ὁ Ἀτάεβ μπῆκε στὸ δωμάτιο, εἶδε τὴ Λυδία, κατάλαβε τὸν τρόπο τοῦ παραπέρα βασανισμοῦ της καὶ τὸν δικό του ρόλο σ’ αὐτόν, καὶ μέσα του ἔγινε ἕνα θαῦμα παρόμοιο μὲ τὴν ἀπροσδόκητη μεταστροφὴ τῶν ἀρχαίων βασανιστῶν. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀτάεβ εἶχε σιχαθῆ τὴν σατανικὴ ἀποτροπαιότητα καὶ ἕνας ἱερὸς ἐνθουσιασμὸς τὸν κατέλαβε. Χωρὶς καθόλου νὰ συνειδητοποιήση τὸ τί ἔκανε, ὁ φρουρὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ σκότωσε ἐπὶ τόπου μὲ τὸ πιστόλι του τοὺς δύο βασανιστὲς ποὺ στέκονταν μπροστά του. Πρὶν κιόλας ἀντηχήση ὁ δεύτερος πυροβολισμός, ὁ ἄνδρας τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ ποὺ στεκόταν ἀπὸ πίσω, χτύπησε τὸν Κύριλλο στὸ κεφάλι μὲ τὴν λαβὴ τοῦ πιστολιοῦ του. Ὁ Ἀτάεβ εἶχε ἀκόμη ἀρκετὴ δύναμι, ὥστε νὰ γυρίση καὶ νὰ ἁρπάξη τὸν ἀντίπαλό του ἀπὸ τὸν λαιμό, ἀλλὰ ἕνας πυροβολισμὸς ἀπὸ τὸν τέταρτο τὸν ἔρριξε στὸ πάτωμα.

Ὁ Κύριλλος ἔπεσε μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος τῆς Λυδίας, ποὺ ἦταν δεμένη καὶ τεντωμένη μὲ λουριά. Ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ν’ ἀκούση γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ λόγια ἐλπίδας ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μάρτυρος. Κοιτώντας τὴν Λυδία κατ’ εὐθείαν στὰ μάτια καὶ μὲ τὸ αἷμα νὰ τρέχη ἀπὸ τὸ σῶμα του, ὁ Κύριλλος πρόφερε ἀσθμαίνοντας τὶς λέξεις ποὺ δήλωναν τὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό.

«Ἁγία, πάρε με μαζί σου!»

«Θὰ σὲ πάρω», χαμογέλασε ὁλόλαμπη ἡ Λυδία.

Μὲ τὸ ἄκουσμα καὶ τὴν σημασία αὐτῆς τῆς συνομιλίας ἦταν σὰν νὰ ἀνοίχτηκε μία πόρτα γιὰ τὰ οὐράνια μπροστὰ στὰ μάτια τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ ποὺ ἐπέζησαν. Ὁ τρόμος τοὺς συσκότισε τὴν συνείδησι. Μὲ ὑστερικὲς κραυγὲς ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν τὰ δύο ἀνυπεράσπιστα θύματα, ποὺ εἶχαν ἀπειλήσει τὴν ἀσφάλεια τῆς κοσμοθεωρίας τους, μέχρι ποὺ ἄδειασαν καὶ τὰ δύο πιστόλια τους. Αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν τρέχοντας στὸ ἄκουσμα τῶν πυροβολισμῶν, τοὺς ἀπομάκρυναν, ἐνῶ ἐκεῖνοι οὔρλιαζαν ὑστερικά. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι τὸ ἔβαλαν γρήγορα στὰ πόδια κυριευμένοι ἀπὸ ἕναν ἀκατανόητο τρόμο.

Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ἄνδρες τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ περιῆλθε σὲ κατάστασι τελείας παραφροσύνης. Ὁ ἄλλος σύντομα πέθανε ἀπὸ νευρικὸ κλονισμό. Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του αὐτὸς ὁ δεύτερος τὰ διηγήθηκε ὅλα στὸν φίλο του λοχία Ἀλεξέϊ Ἰκόνικωφ, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ γνωστοποίησε τὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία. Λόγω δὲ τοῦ ὅτι διέδιδε παντοῦ μὲ ζῆλο αὐτὸ τὸ γεγονός, βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ὁ ἴδιος.

Καὶ οἱ τρεῖς, Λυδία, Κύριλλος καὶ Ἀλέξιος, ἔχουν καθιερωθῆ ὡς ἅγιοι στὴ συνείδησι τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν». Μὲ τὶς πρεσβεῖες τους εἴθε ὁ Κύριος νὰ ἐλεήση τὸν χριστιανικὸ λαὸ τῆς Ρωσίας!

Ι.Μ.Παντοκράτορος (Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (ὑπὸ τὴν πνευματικὴ πατρότητα τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας), «Ἁγιορείτικη Μαρτυρία»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: