(Σύφωνα μ΄ ένα τεφτέρι γραμμένο το 1838)
Σε δυο μέρες βγάζανε πάλι απ΄ τη φυλακή το συφοριασμένο τον Φόβο για να τον σκοτώσουν.
Κείνος είχε μεγάλη πρεμούρα, και τράβαγε σα φρεγάδα μ΄ ανοιχτές κουρτελάτσες. Μα τον σταμάτησαν, γιατί κείνην τη στιγμή θυμήθηκε ο φρούραρχος που του χρειαζόντανε οι έξι χωροφύλακες, μ΄ άλλα λόγια όλη η φρουρά της πολιτείας, για να συνοδέψουνε τα μουλάρια που θα κουβάλαγαν τ΄ ασήμι της μίνας. Ο Ιγνάτιος όμως έπρεπε, έτσι ή αλλιώς, να τουφεκιστεί.
Στο τέλος λάβανε απόφαση ν΄ αλλάξουν τους χωροφύλακες, νοικιάζοντας τρεις άντρες με τουφέκια. Αυτό όμως δεν ήτανε εύκολο, και περάσανε τρεις ώρες ως να τους κονομήσουν, όχι γιατί έλειπε η καλή θέληση από μέρος των κουρελήδων, μα γιατί δεν είχανε άρματα, επειδής, όποιος είχε την τύχη να έρτει στα χέρια του ένα τέτοιο δώρο του Θεού, δε χασομέραγε να γίνει ληστής. Όπως και να ΄ναι, ως τη στιγμή μονάχα δυο απ΄ τους τρεις αρματωμένους είχανε δεχτεί τη συμφωνία. Ο τρίτος, ένας μπακιρόμουτρος Ιντιάνος, σα βόδι, παζάρευε ακόμα.
«Μ΄ όλο που ΄ναι λίγα τέσσερα ριάλια για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, πάλι θα δεχόμουνα, αν ήτανε για κανέναν άλλον. Μα ο Ιγνάτιος είναι φίλος μου, και μάλιστα φίλος μου γκαρδιακός και τίμιος, και δε θα τον τουφεκίσω ποτές για λιγότερο από έξι ριάλια. Τούτος είναι ο τελευταίος λόγος μου!»
Ο δεσμοφύλακας, δίχως να δώσει σημασία σ΄ αυτές τις φασαρίες, ορδινάρισε να ξεκινήσουν.
Σε λίγο φάνηκε κ΄ ένας παπάς και κόλλησε δίπλα στον Ιγνάτιο, για να τον ξαγορέψει στις τελευταίες στιγμές του. Κράταγε ένα χρυσό σταυρό κ΄ έλεγε, έλεγε:
«Τέκνον μου, είσαι ευτυχισμένος άνθρωπος, επειδή, χάρη στη συχώρεση που θα σου δώσω, είναι σίγουρο πως θα δειπνήσεις μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ!»
«Ευχαριστώ, γέροντα», του είπε γλυκά-γλυκά ο Ιγνάτιος. «Εγώ όμως δεν είμαι εγωιστής· και, επειδή, μαθές, είσαι έτσι σίγουρος για την καλή τύχη που με προσμένει, πάρε τη θέση μου… Και, να σου πω κιόλας; Σου τη δίνω με την καρδιά μου!»
«Μα αυτό δε γίνεται, παιδί μου! Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις! Έτσι λέει το Βαγγέλιο και αυτό ζητάει η κοινωνία!»
«Η κοινωνία δεν ξέρει τι της γίνεται, είναι κουτή!»
«Είναι δίκαια!»
«Είναι για το διάολο!»
«Κάνει σωστά!»
«Είναι παλαβή, σου λέω!»
«Δίνει το καλό παράδειγμα!»
«Δεν ξέρει τι Θεό λατρεύει!» φώναξε θυμωμένος ο Ιγνάτιος. «Επειδή, αποκρίσου μου, παρακαλώ. Ένας άνθρωπος κλέβει ένα άλογο. Τι είναι;»
«Κλέφτης!»
«Καλά!. Έρχεται ένας άλλος και το κλέβει κι αυτουνού. Τι είναι αυτός ο άλλος;»
«Κλέφτης κι αυτός!»
«Περίφημα, παπούλη μου! Σύμφωνος! Τώρα, λοιπόν, πώς τον λέτε κείνον που σκότωσε;»
«Φονιά!»
«Ακόμα πιο λαμπρά! Και κείνους που σκοτώνουν αυτόν τον φονιά, πώς του λέτε, αι, παπαδάκι μου;»
Ο παπάς κοκκάλωσε. Έκανε πως έπεσε σε βαθειά συλλογή, κ΄ είπε:
«Στ΄ αλήθεια, δεν ξέρω τι μου ήρτε και χάνω τον καιρό μου μαζί σου. Καταδικάστηκες δίκια. Αυτό φτάνει. Είμαι βέβαιος πως είναι με τη γνώμη μου κι ο άγιος Αυγουστίνος που ΄χω στη βιβλιοθήκη μου!»
«Τι έχει να κάνει; Κι ο άγιος Αυγουστίνος ατός του ήθελε χάσει τα λόγια του, αν μου ΄λεγε πως είναι δίκιο να με σκοτώσουνε…»
Στο μεταξύ σίμωσαν στο μέρος που έπρεπε. Ο παπάς κι ο ληστής περπάταγαν δίχως μιλιά. Άξαφνα ο Ιγνάτιος έστρεψε κι είπε του παπά:
«Σε παρακαλώ να με συμπαθήσεις, γέροντα, για τις ανοησίες μου… Φαίνεται πως είχα άδικο… Είμαι ένας αγράμματος σκύλος, ένα σκουπίδι….»
Ένα ποταμάκι κυλούσε το δροσερό νερό του ανάμεσα στα δέντρα. Ο Ιγνάτιος ζήτησε να πιει. Του το ΄στρεξαν και γονάτισε με τα χέρια δεμένα στις πλάτες.
Λίγο παρέκει είδαμε έναν σταυρό, ψηλόν έξι ποδάρια, μπηγμένον στο χώμα. Δυο-τρεις πιθαμές απάνου απ΄ τη γη είχε ένα είδος σκαμνί, για να καθίζει ο κατάδικος. Σε πολλές μεριές ήτανε τρυπημένος από ένα σωρό μπάλες.
Ο Ιγνάτιος πήγε ίσια και κάθησε γελώντας στο θρονί του. Στη στιγμή τον δέσανε με λουριά, τα χέρια κρεμασμένα στα δυο φτερά κεινού του σταυρού. Το ξαναλέω, ήτανε απαράλλαχτος ο Ιησούς Χριστός…..
Ακόμα δεν τον είχανε καλοδέσει και άρχισε να λέει ένα σωρό προσευχές.
Στη Μέξικα κρατά συνήθιο, φτάνοντας ο κατεργάρης στο μισό Πιστεύω, ο παπάς του δίνει με μια μεγάλη φωνή τη συχώρεση, ενώ ο αξιωματικός τραβά το σπαθί και προστάζει: Πυρ. Μα τούτην τη φορά ο Ιγνάτιος είπε το Πιστεύω και, όξ΄ απ΄ το Πιστεύω, ένα σωρό άλλες προσευχές, γιατί ο Ιντιάνος δεν έστεργε με τέσσερα ριάλια.
«Σας είπα και σας ξαναλέω», έσκουζε, «δεν τουφεκίζω εγώ ποτές έναν κολίγα για λιγότερο από έξι ριάλια!»
Ο δεσμοφύλακας όμως δεν παραδεχότανε τίποτα.
Στο μεταξύ είχαν αφήσει μονάχο το σταυρωμένο να λέει τις προσευχές του….
Έτσι πέρασε κάμποση ώρα, ως που στο τέλος ο Juez de Lettras έστειλε να του φέρουν την καραμπίνα του Ιγνάτιου, λέγοντας όπως πως έπρεπε να του τη γυρίσουν ύστερ΄ απ΄ την εχτέλεση γιατί κείνη ήτανε το «πειστήριο».
Όταν λοιπόν έφταξε αυτό το «πειστήριον», το πήρε στα χέρια του ο Juez de Lettras, κι αφού το γιόμισε, ρώτηξε:
«Ποιος αγαπά να κερδίσει τέσσερα ριάλια;»
Ένα σωρό λαζαρόνοι χύμηξαν. Ο δικαστής διάλεξε έναν παλιό ληστή, γνώριμό του, και του ΄δωσε την καραμπίνα και τα τέσσερα ριάλια.
Ο δεσμοφύλακας τότες γύρισε και λέει του Ιντιάνου:
«Άι, σκουριασμένο μούτρο, βλέπεις πως μπορούμε να περάσουμε και δίχως εσένα!»
«Ναι! Ο Θεός να δώσει! Μα κατά την πλερωμή κι η δουλειά! Τώρα βλέπουμε…»
Στο μεταξύ οι τρεις λέπεροι στάθηκαν σε τέσσερα βήματα απ΄ τον Ιγνάτιο, σημάδεψαν και περιμένανε την προσταγή.
Ο αξιωματικός τράβηξε το σπαθί, μα μοναχά ένα μπαμ ακούστηκε! Ο Ιγνάτιος έβγαλε μιαν άγρια φωνή, απ΄ την τρομάρα του όμως, γιατί η μπάλα μόνο που άρπαξε το τσαρούχι του, που κρεμότανε στο σταυρό, κι έπεσε στο ποτάμι. Ο ένας απ΄ τους δυο που δεν τράβηξαν είχε ξεχάσει να σηκώσει τον κόκορα. Ο άλλος, πάλι, είδε κείνην τη στιγμή πως το τσακμάκι του ήτανε κομμένο άσκημα και βάρθηκε να το πελεκήσει για τη δεύτερη μπαταριά.
Μα ξανά, στη διαταγή, σφύριξε ένα μονάχα βόλι, γιατί τούτην τη φορά ο λέπερος που τράβηξε, έκοψε στη μέση τους δυο άλλους κι έτρεξε να δει την επιτυχία του απάνω στο σταυρό. Και, στ΄ αλήθεια, η σφαίρα του τρύπησε το ξύλο έξι δάχτυλα απάνω απ΄ το σφυριασμένο κεφάλι του Φόβου.
«Παρά τρίχα!» φώναξε και γύρισε στη θέση του.
«Λοιπόν, κύριε δεσμοφύλακα», πετάχτηκε ο Ιγνάτιος, «βλέπεις πώς τραβούν κείνοι που ΄ναι ενός ριαλιού; Καλύτερα θα ΄κανες να μου δώσεις τα έξι ριάλια απ΄ αρχής. Χμ, εγώ δεν κρατώ έχτρα. Δος μου τα και τώρα, να σου τελειώσω τη δουλειά στο μινούτο!»
«Ιωσέ», είπε με σοβαράδα ο δεσμοφύλακας, «το κουβέρνο δεν παίζει. Δε δέχουμαι, κι αν ακόμα βραδιαστούμε δω χάμου!
Τότες άρχισε μιαν ελεεινή σκηνή – μια σκηνή να κλαις.
Περσότερο από μισή ώρα, οι τρεις λέπεροι γιόμιζαν τα όπλα τους, δίχως να βιαστούν στο παραμικρό, και τ΄ άδειαζαν στα μούτρα του Φόβου, άλλος μπρος, άλλος πίσω, δίχως να μπορούν να τον τελειώσουν.
Στο τέλος, ο άμοιρος, είδε πως έπρεπε να νοιαστεί ο ίδιος για τον σκοτωμό του.
«Εδώ είσαι, Ιωσέ;» είπε με θλιμμένη φωνή.
«Εδώ!» είπε ο Ιντιάνος σιμώνοντάς τον.
«Σκότωσέ με, amigo!»
«Αυτό γυρεύω κ΄ εγώ! Μα ο δεσμοφύλακας δε θέλει να μου δώσει έξι ριάλια για τον κόπο μου…»
«Αυτό είναι;…. Ω, ω, μη σε μέλει…. Σκόρπισέ μου πρώτα τα μυαλά κ΄ έπειτα πάρε όσα βρεις απάνω μου….»
«Είναι έξι ριάλια;»
«Εφτά…. Μα κάνε γλήγορα, γιατί τραβώ όλα τα βάσανα της Κόλασης….»
«Ο φουκαράς ο Ιγνάτιος…» μουρμούριζε ο Ιντιάνος σημαδεύοντάς τον. «Ο καϊμένος ο κολίγας μου, πόχει εφτά ριάλια και κάθεται και τον τυραγνάνε σαν τον Χριστό οι Οβραίοι….»
Μίλαγε ακόμα, που πήρε φωτιά η καραμπίνα. Το βόλι βρήκε τον Ιγνάτιο ανάμεσα στα μάτια και του βούλιαξε ολάκερο το πρόσωπο.
Ο Ιωσέ χύθηκε απάνου στο φίλο του, κ΄ έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. Βρήκε μονάχα δυο ριάλια και δυο πακέτα τσιγάρα.
«Ιγνάτιο», είπε κακιωμένα, «στάθηκες άπιστος amigo…»
Και λέγοντας τούτα, τράβηξε απάνου στο σταυρό ένα σπίρτο, για ν΄ ανάψει ένα τσιγάρο.
κυρ Φώτιος Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου